26 μικρές ιστορίες που μιλούν για θάνατο
Κάποιος ρώτησε ένα σοφό,
-τι συμβαίνει σ’ έναν άνθρωπο μετά θάνατο;
-Πως να ξέρω;
αποκρίθηκε ο σοφός.
-Επειδή είσαι σοφός,
-ναι, αλλά όχι ένας νεκρός σοφός.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
Η ΚΗΔΕΙΑ ΜΟΥ
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ
ΤΟ ΨΥΧΟΡΡΑΓΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΟΥΔΕΝ ΠΡΟΣ ΗΜΑΣ
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ
ΛΥΠΗΤΕΡΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
ΤΟ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟ
Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΕΖΟΥ
Ο ΒΟΣΚΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΕ ΕΝΑ ΑΓΑΛΜΑ
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΚΑΡΑΒΟΥ
Ο ΤΣΙΥΡΚΑΚΟΣ
Ο ΟΘΩΝΗΣ ΚΑΙ Η ΧΡΥΣΗ ΣΠΗΛΙΑ
Ο ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ
Ο ΣΤΟΙΣΙΩΜΕΝΟΣ
ΤΟ ΓΑΙΜΑΝ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΤΖΙΗ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΣΚΛΑΒΩΝ
ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΑΓΑΠΗΣ
ΤΟ ΠΕΡΩΜΕΝΟ ΦΥΓΕΙΝ ΑΔΥΝΑΤΟΝ
ΟΙ ΒΕΒΗΛΟΙ
ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΑΦΡΟΔΙΣΙΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
ΣΑΒΑΩΣ Ο ΑΛΙΚΑΤΟΡΑΣ
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΕΛΛΗΣ
Η ΚΑΤΑΡΑ (πραγματική ιστορία)
ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΡΝΕΣΙΟΥ
ΤΟ ΞΑΦΝΙΚΟ ΘΑΝΑΤΙΚΟ
Ο ΤΟΙΧΟΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΑΤΑ ΛΑΘΟΣ ΠΑΤΡΟΚΤΟΝΟΣ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΗ ΓΙΩΡΚΗ
ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
---------
Η ΚΗΔΕΙΑ ΜΟΥ, διήγηση σκωπτική
Όταν ο άνθρωπος αποχαιρετά τον κόσμο, οι ζωντανοί τον κηδεύουν και τον αποχαιρετούν με μια υπέρτατη θρησκευτική τελετή όπου όμως πολλές φορές τα πράγματα οδηγούνται σε μια υπέρτατη υποβίβαση της αξίας της τελετής, καθώς καταντά μια κοσμική τελετή με κατάθεση στεφάνων από προύχοντες και εκφώνηση επικήδειων λόγων με τους οποίους κάποιοι πονεμένοι πολιτικοί ή και συγγενείς εξαίρουν τη ζωή, τη δράση και την προσφορά του αποδημήσαντος.
Και οι τεθλιμμένοι συγγενείς νιώθουν ευχαριστημένοι που ανώτεροι άνθρωποι της κοινωνίας τους έκαναν την τιμή να τους τιμήσουν, αλλά το ίδιο ευχαριστημένοι και οι λυπημένοι πολιτικοί που έτοιμοι να εκφωνήσουν έναν επικήδειο, ελπίζουν στις επόμενες εκλογές να έχουν τη ψήφο τους.
Και με το πέρας της τελετής αναγγέλλονται τα ονόματα, οι τίτλοι και οι ιδιότητες των ομιλητών, που ένας ένας πλησιάζουν στο μικρόφωνο και αρχίζουν, με το νεκρό στο σεντούκι να μην αντιλαμβάνεται όλες αυτές τις κοινοτοπίες και τυπικότητες και τα μεγάλα λόγια.
Ναι, όλοι οι άνθρωποι στη γη άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, έχει φέρει στο νου του την δική του κηδεία. Άν θα τον κλάψουν πολύ, άν θα τον τιμήσουν, αν θα παρευρεθούν όσοι τον γνωρίζουν, αν θα τον ξεχάσουν γρήγορα… , και κάποιοι υστερόφημοι, αν θα τους γράψει η ιστορία.
Και εγώ σαν άνθρωπος λοιπόν, έχω σκεφτεί όλα αυτά και ακόμα περισσότερα. Έχω ψάξει το ζήτημα, έχω διαβάσει περί αυτού, όσο όμως και αν το γνώρισα το ζήτημα και όσο και αν το έχω φιλοσοφήσει, το μυστήριο του θανάτου παραμένει ανεξήγητο στις σκέψεις μου και μου δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Υπάρχει μετα θάνατον ζωή; Όλα τα κατευόδια στη κηδεία βοηθούν ώστε να πάει η ψυχή του τεθνεώτος εν τόπο χλοερό; Χρειάζονται τόσες φανφάρες και έξοδα για τη μνήμη του; Ή μήπως όλα γίνονται γι’ αυτούς που μένουν, και όχι γι’ αυτούς που φεύγουν;
Μια ευκαιρία σπουδαία να ασχοληθώ με τη δική μου κηδεία, μου έδωσε η Ντάνα η οικονόμος του σπιτιού μου όταν μου διηγήθηκε ένα όνειρο της που με είδε πεθαμένο και παρακολούθησε την κηδεία μου, όλα στο όνειρο της φυσικά.
Συγύριζε λέει το γραφείο μου, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα μοναχή χωρίς εμένα η Ελένη η κοπέλα μου, που μαζί προηγουμένως είχαμε φύγει για μια εκδρομή.
-Πού είναι ο Κυριάκος,
-ο Κυριάκος πέθανε,
απάντησε αυτή…
Το κακό μαντάτο διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλο το χωριό, σε όλη την επαρχία, σε όλο το νησί καθώς ήμουν ένας γνωστός επιχειρηματίας, καθώς επίσης και ένας καλός δημοσιογράφος και συγγραφέας -όπως πίστευα-.
Και άρχισε ο κόσμος να έρχεται, να μαζεύεται και να ερωτά πώς πέθανα στα καλά καθούμενα.
Ήρθε και η γειτόνισσα μου η Κίτσα με την κόρη της μαυροφορεμένες, και η μάνα έβγαλε την μαύρη πλερέζα της και την κρέμασε έξω, πάνω την πόρτα του σπιτιού μου σημάδι πένθους και λύπης.
Και όλοι θρηνούσαν οι φίλοι μου και οι συγγενείς στη γειτονιά και στον καφενέ, και λέγανε,
-Ήταν καλός, δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ, ήταν άγιος άνθρωπος.
Και την άλλη μέρα στο δρόμο για την εκκλησία, η νεκροφόρα πέρασε πρώτα από το σπίτι μου όπου μέγα πλήθος κόσμου περίμεναν. Έβαλαν το φέρετρο πάνω στο γραφείο μου, αφαίρεσαν το καπάκι από το σεντούκι και ο Παπανδρέας άρχισε να ψέλνει ευχές συγχωρητικές για καλό Παράδεισο και τα τοιαύτα.
Κι όλοι κλαίγανε, και κλαίγανε, και σαν μοιρολογήτρες λέγανε λόγια,
-άχ τον καημένο ήταν καλός ο μακαρίτης.
Και σαβανωμένος εγώ μέσα στο σεντούκι με τα μάτια κλειστά και τα χέρια σταυρωμένα και την ωχράδα την κίτρινη του θανάτου στο πρόσωπο μου που δεν καλυπτόταν από τη βαφή του μακιγιάζ, αναπαμένος πλέον από τα εγκόσμια, έτοιμος να με κηδεύσουν και να με θάψουν μέσα στη γη, μέσα σε δύο μέτρα γης.
Ύστερα έκλεισαν το καπάκι, και τέσσερις νεαροί με φορτώθηκαν στους ώμους με τα πόδια μπροστά, και εν πομπή ξεκίνησαν για την εκκλησία. Οι δρόμοι στο διάβα μας ήταν γεμάτοι κόσμο, η μεγάλη πλατέα της εκκλησίας και αυτή γεμάτη, ήταν μια εντυπωσιακή μάζωξη κόσμου που ήρθαν να με αποχαιρετίσουν, όπως ισχυρίστηκε η οικονόμος μου.
-Άλλη κηδεία σαν και αυτήν, δεν έχουμε ματαδεί,
Έλεγαν πολλοί.
-Τόσο κόσμο σε άλλη κηδεία δεν έχω ξαναδεί σε όλη μου τη ζωή,
Είπε ένας γέρος.
Τα μεγάφωνα έξω πάνω τους τοίχους της εκκλησιάς κρεμασμένα μετέδιδαν την νεκρική ακολουθία, και οι ψαλμωδίες έσμιγαν με τα λόγια του κόσμου που μιλούσαν για τις χάρες που είχα όλες όσο ήμουν ζωντανός.
Και ύστερα πριν ο παπάς ψάλλει το «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, δώμεν αδελφοί τω θανόντι», βγήκε έξω στα σκαλοπάτια της εκκλησίας όπου έστησαν από ενωρίτερα ένα μικρόφωνο η Αναστασία για να διαβάσει έναν επικήδειο.
Η Αναστασία ήταν μια χωριανή που σε μεγάλη ηλικία στα καλά καθούμενα, αποφάσισε να ασχοληθεί με τα γράμματα, και τα κατάφερε να γίνει μια σπουδαία ποιήτρια. Έτσι ίσως εξ αυτής της ιδιότητας της, αποφάσισε να εκφωνήσει τον επικήδειο μου.
Και έλεγε η Αναστασία με στόμφο τονίζοντας τις λέξεις πόσο ήμουν καλός, και πόσο πετυχεμένος.
Πόσα πολλά πρόσφερα στην κοινωνία με το πνευματικό μου έργο, και πως θα με γράψει η ιστορία.
Και έλεγε, και έλεγε, και ο κόσμος άκουε και χειροκροτούσε.
Και ύστερα όταν τέλειωσαν όλα, ανοίχτηκε δρόμος μέσα στο πλήθος για να περάσει η νεκροφόρα να με παραλάβει και να με οδηγήσει στα ψηλά κυπαρισσάκια…
Όταν τέλειωσε το διήγημα του ονείρου της η οικονόμος μου, γεμάτος περηφάνεια εγώ για την αγάπη που μου είχε ο κόσμος, σκέφτηκα πως ήμουν ένας ματαιόδοξος όπως όλοι οι άνθρωποι που ακόμα και στον θάνατο θέλουμε να ξεχωρίζουμε.
Ο ΦΙΛΙΣΟΦΟΣ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ
Όλοι στο θάνατο είναι ίσοι, πλούσιοι και φτωχοί, καλοί και κακοί. Όλοι καταλήγουν στο χώμα που σαν χωνευτήρι τους κατατρώγει σάρκες και οστά.
Το επάγγελμα του νεκροθάφτη κανείς δεν το αγαπά και ούτε θέλει να το εξασκεί καθώς ένεκα ταμπού και φοβίας προς το θάνατο ουδείς δεν θέλει να έχει σχέσεις μαζί του. Όσους ασχολούνται, οι άλλοι τους θεωρούν διαφορετικούς και παράξενους. Ακόμη και η οικογένεια τους ντρέπεται για το επάγγελμα και θέλει να τους αποφεύγει.
Έτσι είναι πάντα απομονωμένοι και περιθωριακοί. Πάντα αγέλαστοι και σκυθρωποί. Μόνοι ανάμεσα στον κόσμο κυκλοφορούν σκυφτοί και λιγομίλητοι καθώς καταλαβαίνουν την αρνητική αύρα που εκπέμπουν.
Από τα παλιά χρόνια ήταν μια αποκρουστική εργασία που έκαναν εξ ανάγκης άνθρωποι συνήθως πτωχοί που κατέληγαν στην αντίληψη του πληθυσμού ανεπιθύμητοι καθώς ασχολούνταν με λείψανα νεκρών κορμιών, απομεινάρια προηγούμενης ζωής, κουφάρια χωρίς ψυχή και πνεύμα, πράγματα που προκαλούσαν φοβικά συναισθήματα στον απλό λαό.
Πολλοί λένε πως η ζωή δεν τελειώνει εδώ στη γη, και πως οι νεκροί θα αναστηθούν. Πως θα έχουν μια δεύτερη ζωή, άλλοι στη κόλαση και άλλοι στον Παράδεισο.
Όμως ο Χαρίλαος που έβλεπε τα λείψανα που έθαβε και τα κόκκαλα που ξέθαβε, πίστευε πως αυτά τα λέγανε οι επιτήδειοι για παρηγοριά των τεθλιμμένων συγγενών και για άλλον ίδιον όφελος. Αντιλήφθηκε ότι το θάνατο οι άνθρωποι τον φοβούνται χωρίς να τον γνωρίζουν, και χωρίς να ξέρουν αν για όσους πεθαίνουν είναι κάτι καλό, ή κάτι κακό.
Πίστευε πως είναι ο φόβος του ανθρώπου για εκείνο που δεν γνωρίζει, καθώς ότι άγνωστο το αντικρίζει με επιφύλαξη. Και αυτόν τον φόβο, οι επιτήδειοι εκμεταλλευόμενοι την ανθρώπινη αγωνία, χρησιμοποιούσαν για να εξουσιάζουν τις συνειδήσεις.
Πίστευε ακόμα πως κάποιος αν αναλογιζόταν ότι ο θάνατος μοιάζει με ύπνο βαθύ που τίποτα δεν τον ταράσσει, θα καταλάβαινε ότι σε αυτήν την ανυπαρξία τίποτα δεν τον πληγώνει, ούτε πόνος, ούτε έγνοιες ούτε μαράζια.
Πίστευε πως αν αναλογιζόμασταν ότι όσο ζούμε κουραζόμαστε, ανησυχούμε, στενοχωριόμαστε και πονούμε, μάλλον θα προτιμούσαμε έναν ύπνο βαθύ που δεν τον σκιάζει έγνοια καμιά.
Και καθώς είδαν πολλά τα μάτια του και άκουσε πολλούς επικήδειους από παπάδες και Δεσποτάδες για την μεταθάνατο ζωή, αυτός ασυγκίνητος πλέον από την πολλή τριβή με τα πτώματα, δεν πίστευε για τόπους χλοερούς, ούτε έβλεπε διαφορά μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Στο θάνατο ήταν όλα νεκρά κορμιά χωρίς ζωή, που μέσα στο χώμα θα γίνονταν στα εξ ων συνετέθησαν, δηλαδή και αυτά χώμα της γης, σάρκες και οστά, όλα ένα πράγμα.
Έσκαψε τάφους σε σκληράτραχαλα χώματα και σκέπασε μέσα πλούσιους και φτωχούς. Είδε που έστηναν μνημεία μεγαλόπρεπα και απορούσε με την ματαιότατα της σκέψης των τεθλιμμένων που ίσως για επίδειξη αγάπης προς τον νεκρό, ή θέλοντας να καθησυχάσουν τη συνείδηση τους, ξόδευαν χιλιάδες λίρες τιμής ένεκεν των πεθαμένων τους.
Γνώρισε σε ζωντανά πρόσωπα τη θλίψη που προκαλεί ο πόνος του θανάτου, και είδε τους γοερούς κλαυθμούς των γι αυτούς που φεύγουν. Είδε πεθαμένα πρόσωπα γαλήνια και ήρεμα, είδε και άλλα με την επιθανάτια αγωνία αποτυπωμένη πάνω τους, είδε το φόβο του θανάτου στην έκφραση τους.
Με παρέα το θάνατο επί μακρού καιρού λοιπόν, γνώρισε την οδύνη και την τραγωδία του αναπόφευκτου γεγονότος, που αν και οι άνθρωποι καλά γνωρίζουν, δεν μπορούν εύκολα να αποδεχτούν.
Έτσι σαν ένας ευσυνείδητος νεκροθάφτης, είχε συμβιβαστεί πλήρως με το επάγγελμα, και ο θάνατος δεν του προκαλούσε δέος. Ούτε αρχόντων ή πτωχών, ούτε τρανών ή ταπεινών, ούτε ηλικιωμένων ή νεαρών. Στο θάνατο είναι όλοι ίδιοι, νεκρά κουφάρια που θα έλιωναν και θα τα χώνευε η μαύρη γης.
Διάλεξε ένα επάγγελμα αποκρουστικό για τους πολλούς, και ανήμπορο για τους περισσότερους που ούτε να διανοηθούν δεν θα ήθελαν.
Όμως όταν οι εποχές είναι δύσκολες και η ανεργία αναγκάζει αρκετούς φαμελιάριδες να μην δύνανται να θρέψουν τις οικογένειες τους και κάποιοι παθόντες διαλέγουν αυτή την εργασία, έτσι και ο Χαρίλαος καθώς την επέλεξε, τοιουτοτρόπως έχασε κάθε καλή επαφή με την οικογένεια του αφού και αυτοί όπως και οι ξένοι τον αντίκρυζαν ως το πένθιμο κοράκι του Χάροντα.
Ως νεκροθάφτης ξύρισε και στόλισε αρκετούς, έθαψε πολλούς, και η πλερωμή ήταν καλή. Πως μπορούσε λοιπόν να μην διαλέξει ένα τέτοιο επάγγελμα; Έξαλλου κάποιος πρέπει να θάβει τους πεθαμένους για να μην βρωμίζουν τους ζωντανούς. Κάποτε για παρηγοριά σκεφτόταν πως επιτελούσε κοινωνικό λειτούργημα και θεάρεστο έργο.
Και όταν μόνος στο ταβερνάκι σε μια γωνιά για να μην ενοχλεί κανένα καθώς όλοι συνήθως τον απέφευγαν, με το πιοτό στο χέρι σκεφτόταν πως αν ζούσε σε μια μεγάλη πόλη που κανείς δεν θα τον γνώριζε, με όσα κέρδιζε θα εθεωρείτο ένας άρχοντας.
Πριν γίνει νεκροθάφτης ήταν εργάτης και άνθρωπος για όλα τα θελήματα, με χαμηλό μεροκάματο και λίγη εργασία. Κάποιες μέρες έπαιρνε φαγητό στο σπίτι, κάποιες όχι. Στεναχωριόταν πολύ, αλλά περισσότερο νευρίαζε όταν η γυναίκα του τον φώναζε ακαμάτη και αχαμάκη.
Έτσι μια φορά που είχε για μέρες τις τσέπες άδειες και τα παιδιά του πεινασμένα, όταν τον φώναξε ο παπάς και του πρόσφερε τριάντα λίρες να σκάψει έναν τάφο, έμεινε αποσβολωμένος. Τόσα χρήματα για έναν τάφο; σκέφτηκε.
Στην αρχή δεν ήθελε ούτε να το σκεφτεί, αλλά ο παπάς πολύ εύκολα τον έπεισε καθώς ήταν απένταρος και τα παιδιά του πεινούσαν.
Έθαψε λοιπόν τον πρώτο του νεκρό, και με ευχαρίστηση διαπίστωσε πως δεν σιχαινόταν τους πεθαμένους, ούτε πολύ τον έθλιβε αυτή η εργασία. Και όταν με το πέρας του θαφκιού για λίγες ώρες εργασίας πλερώθηκε τόσες λίρες και τις έκαμε σύγκριση με όσα αμειβόταν πριν, αποφάσισε πως αυτή τη δουλειά ήθελε.
Ύστερα με το πέρασμα των χρόνων, διαπίστωσε πραγματικώς πως ήταν το επάγγελμα που του άρμοζε. Στην αρχή στενοχωριόταν, μα με τον καιρό ξεπέρασε αυτά τα συναισθήματα και έγινε η εργασία συνήθης και απρόσωπη.
Το νεκροταφείο του χωριού ήταν παλιό και σε κάθε μνήμα υπήρχαν πολλοί πεθαμένοι. Στην αρχή μετρούσε τις νεκροκεφαλές, μα ύστερα με τον καιρό σταμάτησε, γιατί όλα έγιναν μια ρουτίνα ίδια και απαράλλακτη την κάθε φορά.
Η δουλειά ήταν δύσκολη και σκληρή καθώς έσκαβε το χώμα με τον κούσπο και άνοιγε τρύπες ίσα με δύο μέτρα βαθιές, αλλά ήταν δουλειά λίγων ωρών. Έβαζε μέσα τους πεθαμένους με φέρετρα τους πλούσιους, και χωρίς τους πτωχούς, και τους σκέπαζε με το χώμα και ύστερα πάνω έβαζε μεγάλα αγκωνάρια πέτρες, ώστε να μην ξεθάβουν τις σωρούς τα αδέσποτα σκυλιά.
Ύστερα που πέρασαν τα χρόνια του έρχονται στη θύμηση πολλές κηδείες όπως να ήταν χτες, και ενθυμείται καλώς συγγενείς πλούσιους, αυτούς όσους έδιναν περισσότερα χρήματα στον ίδιο και στον παπά, εις μνήμην των αποθαμένων τους.
Ναι, είναι μια δύσκολη και αποκρουστική εργασία για τους πολλούς ανθρώπους, αλλά ο Χαρίλαος ο νεκροθάφτης, έχοντας ξεπεράσει τα αρνητικά συναισθήματα του επαγγέλματος, συμβιβασμένος στην απόλυτη μοναξιά του απομονωμένος από συγγενείς και φίλους, κοιτάζοντας πίσω αναλογιζόταν πως όταν κάποιος έχει μια τέτοια εργασία και ένα καλό μεροκάματο για να θρέψει τα παιδιά του, είναι καλύτερα από μια μίζερη ζωή με ένα καθωσπρέπει επάγγελμα που δεν του αποδίδει τα χρειαζούμενα για να ζήσει την οικογένεια του.
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
Ήταν ημέρα Σάββατο και ξύπνησα αργά πρωί, γιατί ο ύπνος το βράδυ άργησε να με πάρει, καθώς είχα σκέψεις που δεν έλεγαν να με αφήσουν.
Ξύπνησα καλά, χωρίς τη μαστούρα του ύπνου καθόλου να με βαραίνει. Έφτιαξα τον καφέ μου και κάθισα στον υπολογιστή μου. Αφού είδα στο φατσοβιβλίο όσους με επισκέφτηκαν, διάβασα τις τρέχουσες ειδήσεις. Δεν είχε κάτι νέο, μόνο για πολέμους, για κλέφτες πολιτικούς και τραπεζίτες, και για θανατηφόρα δυστυχήματα που τον τελευταίο καιρό έχουν πληθύνει.
Καμιά χαρμόσυνη είδηση. Όλες θλιβερές για να χαλούν το κέφια. Έκλεισα λοιπόν τον υπολογιστή, πήρα το μηχανάκι μου και οδήγησα ως την παραλία.
Μου αρέσει να επισκέπτομαι την παραλία και να αγναντεύω τη θάλασσα πέρα βαθιά, και να βλέπω τα βαπόρια να ταξιδεύουν στα πελάγη. Ηρεμεί το πνεύμα μου και η καρδιά μου. Μου φεύγουν οι κακές σκέψεις και πολλά από τα βάσανα μου. Είναι κάτι που μου μεταδίδει η απεραντοσύνη της, που όταν τη σκέφτομαι, καταλαβαίνω πόσο μικρά, ασήμαντα και μάταια είναι όσα μας συμβαίνουν σε σύγκριση με το μεγαλείο της και όσα κρύβει μέσα στα βαθιά νερά της.
Χωρίς να σκεφτώ, οδήγησα στη θάλασσα δίπλα στην Αλυκή, στον τεχνητό όρμο του ξενοδοχείου ΛΑΟΥΡΑ. Εκεί, παλαιόθεν με τη σύζυγο μου τα καλοκαίρια πηγαίναμε για μπάνιο. Ήταν μια ήρεμη κρυστάλλινη ακρογιαλιά περίκλειστη μέσα σε μεγάλα βράχια, και η άμμος ξανθή και καθαρή που σκέπαζε όλη την ακρογιαλιά.
Στάθηκα πάνω σε μια πέτρα που την έβρεχε το κύμα στις τρεις μεριές, αλλά το μάτι μου δεν αγνάντεψε βαθιά τον ορίζοντα, παρα το βλέμμα μου έπεσε κάτω στα πόδια μου εκεί που αρχινούσε η θάλασσα.
Εκεί ακριβώς σ’ αυτό το βράχο πριν καιρό, είχε χάσει η γυναίκα μου, ένα θεσπέσιο χρυσόδετο θαλασσινό μαργαριτάρι που ήταν κρεμιόταν από το λαιμό της, δώρο από μένα όταν γνωριστήκαμε.
Το είχα αγοράσει σε κάποια χώρα μακρινή στο λιμάνι της Σεούλ, όταν όντας νέος ήμουν μπαρκαρισμένος στα καράβια και το ποντοπόρο πλοίο που ταξίδευα έδεσε εκεί, ράδα στο λιμάνι. Αμέσως κατέφθασαν με τις βάρκες τους μικρέμποροι με όλων των ειδών πραμάτειες και με σπαστά Ελληνικά προσπαθούσαν να μας πείσουν να αγοράσουμε. Πουλούσαν από ρούχα, ρολόγια, χρυσαφικά, και ότι άλλο βάνει ο νους. Ένας πιτσιρικάς σχιζομάτης δεν είχε πραμάτειες, παρά μόνο μέσα σε ένα ρούχο τυλιγμένα, τρία άγρια μαργαριτάρια. Ήταν πανέμορφα και καθώς εγώ λάτρης των όμορφων πραγμάτων, τον πλησίασα. Με σκληρό παζάρι τα αγόρασα και τα φύλαξα καλά στην καμπίνα μου να μην τα χάσω.
Όταν ξεμπάρκαρα μετά από λίγο καιρό, γνώρισα μια πανέμορφη κοπέλα την Μαρινέλλα την οποία και αργότερα παντρεύτηκα. Ως δώρο γνωριμίας, της χάρισα ένα από τα μαργαριτάρια το οποίο πρώτα πήρα σε ένα κοσμηματοπώλη που το χρυσόδεσε και με μια χρυσή αλυσίδα, το φορούσε συνέχεια στο λαιμό.
Το αγάπησε πολύ και δεν το αποχωριζόταν, ώσπου δυστυχώς μια κακιά μέρα, εκεί ακριβώς στο βράχο που σήμερα στεκόμουν, κόπηκε η καδένα, και έπεσε το κόσμημα μέσα στα νερά, μέσα στην άμμο της θάλασσας. Το ψάξαμε, μα όσο κι’ αν ψάξαμε δεν το βρήκαμε. Μαζί μας και άλλοι λουόμενοι ήρθαν να μας βοηθήσουν, αλλά μάταια.
Πολύ στεναχωρηθήκαμε, όχι γιατί ήταν κόσμημα αξίας, αλλά γιατί κουβαλούσε μια ιστορία πολλών συναισθημάτων, μια ιστορία αγάπης και έρωτος.
Με αυτές τι σκέψεις να με κυριεύουν, έμεινα συλλογισμένος και θλιμμένος να στέκω στον βράχο και να ενθυμούμαι τις μέρες τις παλιές, τις καλές, τις χαρούμενες, στις καλές στιγμές που με τη σύζυγο μου τακτικά περνούσαμε σ’ αυτά τα μέρη, και που τώρα δυστυχώς είχε αποβιώσει νέα και όμορφη, πριν τόσο καιρό στα 53 της χρόνια.
Την είχε πεθάνει η κακιά ασθένεια. Η αδηφάγος αρρώστια της σύγχρονης εποχής που κατατρώγει τον κόσμο χωρίς να λυπάται κανένα, ούτε νιο, ούτε γέρο.
Με τις σκέψεις βαριές και στενοχωρημένος από τις θύμισες, καβαλίκεψα το μηχανάκι και ο δρόμος με οδήγησε στο νεκροταφείο. Ένιωσα την ανάγκη να την επισκεφτώ, και να της πω να μην στεναχωριέται που έχασε το μαργαριτάρι, καθώς για πολλή καιρό είχε μια στεναχώρια για την απώλεια αυτή. Ένιωσα την ανάγκη να τη ανάψω ένα κερί, να τη θυμιατίσω και να της κάνω δέση για ανάπαυση της ψυχής της.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Τι είναι ο θάνατος; Οποία η αίσθηση την ώρα του θανάτου, διερωτώνται πολλοί. Πρόκειται ίσως για το μεγαλύτερο ερώτημα της ζωής. Τι νιώθουμε την ώρα που ξεψυχούμε; Αυτό που αποκαλούμε συνείδηση και σκέψη πεθαίνει μαζί με το σώμα;
Ήταν κρυμμένος πίσω από τις μπουκαπόρτες και μου την είχε στήσει. Με είχε άχτι από καιρό και ήθελε να μου κάνει κακό. Ήταν ένας Νταβάριτς, ένας πελώριος Ρωσσοπόντιος ναύτης που διέμενε στο πλωριό ντεκ του πλοίου στα διαμερίσματα του καπετάνιου και της καπετάνισσας.
Ανάμεσα στο πλήρωμα διαδιδόταν ευρέως πως οι τρεις μεταξύ τους είχαν ερωτικό τρίγωνο. Ήταν λόγια της πρύμης που λέγονταν κάτω από το σκιάδι όταν συναπαντιόμασταν ναύτες και μηχανικοί να πιούμε τον καφέ μας και να ανταλλάξουμε καμιά κουβέντα.
Μια μέρα που ανέβηκα από το μηχανοστάσιο καταϊδρωμένος και ακούμπησα στα ρέλια πάνω από την προπέλα να δροσιστώ από το θαλασσινό αεράκι, νάσου την καπετάνισσα με νωχελικά βήματα όλο σκέρτα και χάρη, να με πλησιάζει και να με πιάνει κουβέντα. Ήμουν γυμνός από τη μέση και πάνω, και ο ιδρώτας έσταζε και σαν αυλάκι έτρεχε από το κορμί μου. Και πάνω στην κουβέντα η καπετάνισσα άπλωσε τις παλάμες πάνω στο γυμνό κορμί μου να με σκουπίσει.
Αυτό ήταν, κάποιος ρουφιάνος του το σφύρισε βάζοντας και λόγια δικά του, και έτσι εγώ ανίδεος και χωρίς να φταίω, υπέπεσα στην αντίληψη του ως αντίζηλος.
Πρωτόμπαρκος και ψαρομένος, ξένος ανάμεσα σε ξένους, βρέθηκα να ταξιδεύω στα αχανή πελάγη έχοντας αποκτήσει έναν επικίνδυνο εχθρό που τον όπλισε η ζήλεια και του θόλωσε το μυαλό.
Τέλειωσα τη βάρδια μου στη μηχανή νύχτα πλέον, και βγαίνοντας στο κατάστρωμα για να ανέβω τη σκάλα να πάω στην καμπίνα μου που ήταν δίπλα από το φουγάρο, νάσου αυτός, πετιέται μπροστά μου.
Αιφνιδιάζοντας με χωρίς να προλάβω να αντιδράσω, μου όρμηξε και με άρπαξε από το λαιμό, και ένιωσα τα χέρια του σαν μέγγενη να με σφίγγουν και να με σηκώνουν ψηλά. Ήταν πολύ χειροδύναμος, με σήκωσε σαν πούπουλο ψηλά στο ύψος του προσώπου του και αντικριστά τα μάτια μας είδα τα δικά του ανέκφραστα να με κοιτάζουν ατάραχα και με απάθεια, όπως να έκανε μια συνήθη εργασία και όχι ένα φόνο.
Χωρίς αναπνοή, άρχισα να τον γρονθοκοπώ με δύναμη όση είχα, αλλά αυτός ακίνητος σαν ντουβάρι χωρίς να αισθάνεται τα χτυπήματα, με έσφιγγε περισσότερο.
Τα δευτερόλεπτα που χρειάστηκαν ώσπου να χάσω τις αισθήσεις μου έμοιαζαν αιώνες, και ήταν αγωνιώδη γεμάτα με το φόβο του θανάτου. Και όταν στις επιθανάτιες μου στιγμές, όταν κατάλαβα πως μου έφευγε η ζωή, όταν πλέε-
ον δεν είχα άλλη αναπνοή, ένιωσα τα χέρια μου να κρεμιούνται, και τη σκέψη μου να αποδέχεται το τέλος και να παραδίδεται στο θάνατο.
Πονούσα από το δυνατό σφίξιμο, αλλά ο τρόμος και η αγωνία του θανάτου υπερίσχυαν του πόνου και η αίσθηση πως δεν είχα δύναμη να αντιδράσω και να αντισταθώ, μάγκωνε απελπιστικά το μυαλό μου.
Και τα δευτερόλεπτα της επιθανάτιας αγωνίας μου που έγιναν αιώνες, ξαφνικά πέρασαν και πλέον δεν υπήρχε τίποτα, ούτε αναπνοή, ούτε ζωή. Αποδέχτηκα το θάνατο καθώς κατάλαβα πως ήρθε το τέλος, και γαλήνια παραδόθηκα νιώθοντας την ηρεμία της ανυπαρξίας να με κυριεύει και να με κατακλύζει.
Βίωσα λοιπόν το θάνατο και τον αισθάνθηκα. Βίωσα την αίσθηση και την αγωνία του δικού μου θανάτου και ένα λέγω, πως την ώρα που εκπνέει η ψυχή δεν υπάρχουν σκέψεις, ούτε συνείδηση, υπάρχει ένα κενό, ένα μαύρο κενό.
Ένιωθα πως δεν ήμουν εκεί. Ένιωθα πως έπεφτα σε ένα μαύρο ύπνο/λήθαργο χωρίς όνειρα καθώς με την αποδοχή και την παράδοση στο αναπόφευκτο, η ζωή φεύγοντας παρέδιδε την ψυχή στην απόλυτη ηρεμία και τη γαλήνη.
Η νύχτα έπεσε βαριά και ο καθάριος ουρανός γέμισε με αστέρια. Ο παφλασμός από το κύμα που δημιουργούσε το πλοίο σκίζοντας το νερό ακουγόταν ανάλαφρος, καθώς η θάλασσα ήταν γαλήνια χωρίς κύματα και ρεύματα.
Και εγώ αφημένος στο κατάστρωμα σαν πεθαμένος χωρίς να με έχει πάρει χαμπάρι κανείς, ξαφνικά ξύπνησα από τη λιποθυμία του θανάτου μου.
Έμεινα εκεί ξαπλωτός γερμένος με τες ώρες κοιτάζοντας ψηλά τον ουρανό προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω αν ήμουν ζωντανός ή πεθαμένος. Ήμουν σίγουρος πως πέθανα, αλλά αφού τώρα ένιωθα ζωντανός, πίστεψα πως με ανάστησε ο Θεός καθώς ήμουν νέο παλικάρι, είκοσι χρονώ παιδί.
Και ζωντανός πλέον, αλλά καθώς ένιωσα το άγγιγμα του θανάτου, από εκείνο τον καιρό δεν με φοβίζει το τέλος. Δεν το επιθυμώ γιατί αγαπώ τη ζωή, αλλά και όταν είναι νάρθει, μακάρι να έρθει με έναν καλύτερο τρόπο.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ
Οι αλιείς που χρησιμοποιούν δυναμίτιδα για να ψαρέψουν, συνήθως δεν χρησιμοποιούν βάρκες αλλά ρίχνουν τους δυναμίτες από τη στεριά. Το ψάρεμα αυτό επειδή είναι εύκολο, αν και παράνομο, τους παλιούς καιρούς γινόταν ολόχρονα. Έτσι σε όποια μέρη της θάλασσας συνέβαινε, σκότωνε όλους τους θαλάσσιους οργανισμούς με αποτέλεσμα να προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στο θαλάσσιο οικοσύστημα.
Η έκρηξη του δυναμίτη καθώς πολύ ισχυρή, σκοτώνει σε ακτίνα 200 μέτρων και βάθους 50, ανάλογα με την ποσότητα της εκρηκτικής ύλης. Καταστρέφει το φυτοπλαγκτόν, τα κοράλλια και ότι άλλο βρίσκεται στον βυθό. H καταστροφή στο οικοσύστημα είναι τόσο μεγάλη, που για να ανακάμψει χρειάζεται δεκαετίες μέχρι και αιώνα.
Πολλοί ψάρευαν δι’ αυτού του τρόπου, ειδικά τον καιρό του αγώνα της ΕΟΚΑ όπου η δυναμίτιδα ήταν προσιτή σε όσους ήταν αναμιγμένοι στον απελευθερωτικό αγώνα. Από τη μια έβρισκαν ευκολότερα δυναμίτιδα, από την άλλη έπρεπε να είναι διπλά προσεκτικοί, γιατί η Αποικιοκρατική κυβέρνηση πολλαπλασίασε τους ελέγχους στη θάλασσα για να μπορεί να συλλαμβάνει τους λαθροψαράδες φυλακίζοντας δι αυτού του τρόπου αγωνιστές της οργάνωσης που διεξήγαγαν αγώνα εναντίον της.
Ο Χαρίλαος δεν ήταν ενεργός αγωνιστής της ΕΟΚΑ, αλλά είχε τον τρόπο του να εφοδιάζεται δυναμίτιδα, και κάθε φορά που πήγαινε για ψάρεμα έφερνε μια κοφίνα ψάρια.
Ο Χαρίλαος ήταν ένας συμπαθής σκάπουλος, άνθρωπος κεβεζές και χωρατατζής.
Έκανε στενή παρέα με έναν ξάδερφο του τον Χαμπή, ο οποίος είχε αετίσιο μάτι και μαζί κάθε μπρόεμα έστηναν καραούλι στον ψηλό γκρεμό του Πάρακα πάνω στη θάλασσα και ψάρευαν με δυναμίτη.
Οι δυο τους είχαν φίλο τον Τουρκόπουλο που είχε φίλο τον Αστυνόμο, είχαν επίσης φίλους τους πετροκόπους του χωριού τον Άνοστο και τον Σιηπέττο που διέθεταν δυναμίτιδα για την εργασία τους, έτσι ευκολότερα προμηθεύονταν όση δυναμίτιδα χρειάζονταν.
Η Χλώρακα καθώς παράλιο χωριό, τις παλιές εποχές πριν η βιοποικιλία της θάλασσας καταστραφεί από την έκχυση σε αυτήν των λυμάτων από τα ξενοδοχεία που κτίστηκαν κατά μήκος των παραλιών ένεκα της απότομης ανάπτυξης και της προόδου της τουριστικής βιομηχανίας, ήταν γεμάτη ψάρια.
Έτσι ο Χαρίλαος με το δυναμίτη και τη σπιριθκιά στο ένα χέρι έχοντας το προτεταμένο ψηλά για να μην βρέχεται κολυμπούσε στη θάλασσα, ενώ ο Χαμπής πάνω στο γκρεμό με το αετίσιο μάτι που δεν του ξέφευγε κανένα ψάρι, τον καθοδηγούσε. Ο τρόπος αυτός ψαρέματος ήταν πολύ ριψοκίνδυνος καθώς μπορούσε η μεγάλη πίεση της έκρηξης να τον αφήσει παράλυτο ή και να τον σκοτώσει. Παρ όλα αυτά, ο Χαρίλαος περίπαιζε το θάνατο και όσους τον συμβούλευαν να μην ψαρεύει δι’ αυτού του τρόπου. Στωικά τους απαντούσε πως θάνατος και ζωή πάνε μαζί, είναι η συνέχεια του ενός από του άλλου, συνεπώς το να ζει κάποιος σύμφωνα με την φύση του, «κατά Φύσιν ζην».
Δεν φοβόταν λοιπόν τον θάνατο καθώς είχε φιλοσοφήσει τη ζωή και πίστευε πως ο άνθρωπος όσο ζει υποφέρει από τον μόχθο για να επιζήσει, ενώ όταν πεθάνει, ξεκουράζεται και αναπαύεται δια παντός.
Όμως όσο και αν αψηφούσε τον κίνδυνο, τη ζημιά από τους δυναμίτες την έπαθε. Οι μεγάλες πιέσεις του νερού από τις εκρήξεις και τα μεγάλα βάθη που βουτούσε, του χάλασαν την ακοή. Έμεινε κουφός βαρύκουφος, και για να συνεννοηθεί με τους άλλους, έμαθε να διαβάζει τα χείλη. Έτσι καθώς δυσκολευόταν να ακούει, δεν συμμετείχε σε συζητήσεις και κοινωνικές δραστηριότητες, με αποτέλεσμα να τις αποφεύγει και να απομονώνεται.
Όταν πέρασε καιρός και του προξένεψαν μια νύφη από την Τρεμιθούσα, αποφάσισε να νοικοκυρευτεί. Μετακόμισε στο γειτονικό χωριό και έζησε ως γεωργός καλλιεργώντας κάτι λίγα χωραφάκια που βρήκε προίκα.
Ήταν χωράφια παχουλά και γερκαστά, τόπος εύφορος, αλλά χωρίς νερό, ήταν καλά μόνο για σπορά. Αλλά ο Χαρίλαος μερακλής και εργατικός, αποφάσισε να σκάψει ένα πηγάδι να βρει νερό, και να ασχοληθεί με καλλιέργειες εποχιακές.
Αγκαζάρεψε λοιπόν ένα μισταρκό, και ξεκίνησε δουλειά. Αυτός να τσαπά με τον κούσπο, να γεμίζει τη σίκλα, και ο μισταρκός να τραβά να την αδειάζει.
Πέρασαν μέρες, το σκάψιμο είχε προχωρήσει βαθιά. Ένα χάραμα πολύ πουρνό που ήταν μέσα βαθιά στον λάκκο και έσκαβε, δίπλα στον αμαξιτό δρόμο, οι αντάρτες της ΕΟΚΑ έστησαν ενέδρα στους Εγγλέζους και ανατίναξαν ένα γεφύρι μαζί με ένα στρατιωτικό όχημα που περνούσε. Αφού βαρήκοος ο Χαρίλαος, δεν άκουσε την έκρηξη, ούτε τον μισταρκό του που φώναζε,
-εβάλαν πόμπαν, έρχονται οι Εγγλέζοι,
και το έβαλεν του βούρου.
Ο Χαρίλαος σε λίγο βγήκε από το πηγάδι να δει γιατί ο μισταρκός δεν τραβούσε το σχοινί, και είδε τους Εγγλέζους στρατιώτες να περιπολούν. Το έβαλε στα πόδια να γλυτώσει, αλλά οι Εγγλέζοι τον πήραν χαμπάρι και του φώναξαν να σταματήσει.
Αλλά δυστυχώς ο άμοιρος καθώς έχε χαλασμένη την ακοή από δυναμίτες που έριχνε στη θάλασσα, δεν τους άκουσε, και δεν σταμάτησε, και τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν. Ήταν νέος και νιόπαντρος, και άφησε χήρα και ένα μικρό παιδί, ένα κοριτσάκι, ορφανό.
Στη κηδεία ο φίλος του ο Χαμπής σε ένα πρόχειρο επικήδειο που εκφώνησε, αφού εκθείασε τον νεκρό για τα χαρίσματα του, κάλεσε τους συγγενείς και φίλους να παρηγορηθούν με τη σκέψη πως ο φίλος του δεν φοβόταν τον θάνατο, και πως πίστευε πως μετά το θάνατο ο άνθρωπος αναπαύεται και ξεκουράζεται.
ΤΟ ΨΥΧΟΡΡΑΓΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ
Από την ανοιχτή πόρτα της χαμηλής κάμαρης ακούγονται τα βογκητά του ψυχορραγούντος γέρου. Οι πόνοι του φρικτοί, φάρμακα δεν έχει να του απαλύνουν τον πόνο, ούτε γιατρό τούφερε η κόρη του να τον γιατρέψει.
Ημέρες και νύχτες άγρυπνος περιμένει το θάνατο σαν λύτρωση αλλά αυτός δεν έρχεται. Πολλές φορές τον είδε να έρχεται κοντά του, αλλά παντοτινά χωρίς να σταματά με αδιαφορία πάντα τον προσπερνά.
Μήνες αμέτρητους τώρα χαροπαλεύει, αλλά η ψυχή του δεν του φεύγει. Είναι σίγουρα η ψυχή του καταραμένη, γιατι στη ζωή του ήταν άδικος. Ήταν άνθρωπος κακός και σκληρός, ύπουλος, φθονερός και αχάριστος. Ταλαιπώρησε και πίκρανε όσους έπρεπε να αγαπά, δεν αγάπησε την οικογένεια του, έσπειρε ένα τσούρμο παιδιά που τα παραμέλησε στη συμπόνια των άλλων ανθρώπων, και από πάνω τους βασάνιζε, τους έδερνε και τους καταπίεζε.
Βασανισμένος με το κορμί του λιωμένο και σαπισμένο κείτεται ανήμπορος, μήτε να κουνηθεί, μήτε να φάει. Βρωμισμένος από την απλυσιά και λιωμένος από την ακινησία αναδίδει μπόχα φριχτή και βρωμερή. Μια φορά τη μέρα έρχεται η κόρη του και του βάζει στο στόμα με το ζόρι λίγο νερό ή χυλό που τον καταπίνει με δυσκολία. Μέσα του παρακαλεί να μην του δίνει, μήπως έτσι πεθάνει από την πείνα και υσηχάσει το καταπονημένο κορμί του από την ανείπωτη ταλαιπωρία. Όμως η κόρη του χωρίς να ενδιαφέρεται, ίσως και να χαίρεται με τον πόνο του, συνεχίζει και μήνες τώρα πολλούς να του δίνει τροφή. Τον βλέπει ανήμπορο στο κρεβάτι του θανάτου να υποφέρει και σκέφτεται πως μ αυτό τον τρόπο τον τιμωρεί ο Θεός για όλα τα κακά που έκαμε στους ανθρώπους και σ αυτήν, και σε όλη την οικογένεια του.
Τις είχε βασανίσει απεριόριστα, τις είχε ξυλοκοπήσει επί μακρόν καιρόν μέχρι που πήγε στον πόλεμο και τις άφησε στην ησυχία τους να αναπνεύσουν ελεύθερο αέρα, αλλά για την κακή τους μοίρα επέστρεψε ύστερα από πολλήν καιρό για να συνεχίσει όπως και πρίν. Με τον μεγάλο του άππαρο γύριζε τους αγρούς όπου ξενοδούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί, και χωρίς λόγο ή αφορμή τις ξυλοκοπούσε δίχως ο νόμος ή οι άνθρωποι να επεμβαίνουν. Το μόνο που έκαναν οι μικροί άνθρωποι ήταν να τις διαπομπεύουν, ή καμιά φορά κάποιοι συμπονετικοί να τις προειδοποιούν περί της αφίξεως του και αυτές να κρύβονται για να γλυτώσουν.
Ναι, ήταν ένας κακός άνθρωπος σκεφτόταν η κόρη του. Η μητέρα της μια ταλαιπωρημένη και βασανισμένη γυναίκα τον είχε καταραστεί για όσα έκαμε στα παιδιά της και σε αυτήν, και ναι, η κατάρα της έπιασε. Γέρασε μόνος του, αρρώστησε βαριά και έμεινε μοναχός τώρα να ψυχορραγεί πάνω στο στενό κρεβάτι μέσα στην χαμηλή κάμαρη με το χωματένιο δάπεδο και τη χωμάτινη στέγη να στάζει νερά κάθε που έπιανε βροχή.
Αυτός ο άνθρωπος με τα απάνθρωπα και σαδιστικά ένστικτα που με κομπασμό τους έδερνε με το πέτσινο λουρί που χρησιμοποιούσε για το αλογο του πιστεύοντας πως ειχε το δικαιωμα, που κανενα λόγο αγάπης δεν τους ξεστόμισε και ουδέποτε τους πρόσφερε ένα πιάτο φαί ή ένα κομμάτι ρούχο να βάλουν στα γυμνά κορμιά τους, τώρα στο κρεβάτι του πόνου παρακαλεί για συγχώρεση, κλαίγοντας και λέγοντας πως μετάνιωσε και πως ανένηψε. Μα οι βασανισμένοι άνθρωποι, τα θύματα του, η οικογένεια του, δεν μπορούν να τον συγχωρήσουν. Δεν μπορούν να του δώσουν άφεση, έτσι και ο Θεός που τους συμπόνεσε, με τα δικά του άγνωστα κριτήρια του έστειλε Θεϊκή τιμωρία, τον άφησε στο βασανιστικό ψυχορράγημα του να υποφέρει, να παρακαλεί να βγει η ψυχή του, αλλά αυτή να μην βγαίνει.
Καθημερινά ζητά συγχώρεση, αλλά δεν του τη δίνουν, ώσπου κάποια μέρα ο ιερέας του χωριού εκ καθηκόντως τον επισκέφτηκε για να τον μεταλάβει και μαζί του να προσευχηθεί στο θεό να του δώσει τη συγχώρεση που απεγνωσμένα αποζητούσε.
Το παλιό σαρακοφαγωμένο και ετοιμόρροπο πορτάκι ήταν μισάνοιχτο, το έσπρωξε και μπήκε μέσα. Αντίκρυσε την άδεια κάμαρη με το παλιό σιδερένιο κρεβάτι και πάνω του τα απομειναρια του άλλοτε ανθρώπινου στιβαρού και μεγαλόσωμου κορμιού του αρρώστου, τώρα να έχει απομείνει ένα συρρικνωμένο κορμί ίδιο με κουφάρι.
Σοκαρίστηκε από τη θλιβερή όψη του που ήταν τραγική. Στα χαρακτηριστικά του προσώπου του αποτειπωμένος και χαραγμένος φαινόταν ο αφόρητος πόνος του κορμιού του. Τα ρούχα που τον σκέπαζαν άπλυτα ανέδιναν τη μπόχα του σάπιου κορμιού του, και σκουλήκια πάνω στις πληγές του τον έτρωγαν σαν ήταν ακόμα ζωντανός.
Και με ψιθυριστή τρεμουλιαστή φωνή ο γέρος ασθενής χωρίς προλόγους και εισαγωγές σαν να πιεζόταν από τον χρόνο, άρχισε να εξομολογείται τα κρίματά του στον παπά και να ζητά συγχώρεση και ευχή να πεθάνει, να ποσπαστεί από τα βάσανα.
Ο παπάς σοκαρίστηκε από τη θλιβερή κατάστασή του, περισσότερο όμως σοκαρίστηκε από όσα άκουσε.
«Άκου παπά μου. Εγώ από τα νιάτα μου ήμουν άθεος. Μισούσα τούς ανθρώπους και περισσότερο τούς παπάδες. Μισούσα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Τούς έστελνα στις πιο βαριές εργασίες, τους τιμωρούσα, τους βασάνιζα. Όποιος μου έμπαινε στο μάτι τον κακολογούσα. Κάποτε έκανα και τούτο, μαρτύρησα ψέματα για κάποιον πως ήταν φονιάς και καταδικάστηκε βαριά… Ήμουν μπεκρής και όποτε μεθούσα θύμωνα πολύ. Έγδυνα τα παιδιά μου και τα έβγαζα όλη νύχτα έξω από το σπίτι μέσα στο κρύο ή τα κλείδωνα στο στάβλο που ήταν γεμάτος αρουραίους, οι οποίοι τους δάγκωναν και ως το πρωί που τους ελευθέρωνα τους άνοιγαν πληγές βαθιές ως τα κόκαλα… Να, τέτοια έχω κάνει και γι ’ αυτό δεν μού βγαίνει ή ψυχή... Θέλω να με συγχωρήσουν η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, θέλω να με συγχωρήσεις και συ και ο Θεός. Θέλω να ξεψυχήσω»
Αναστατωμένος ο παπάς απ ότι είδε και άκουσε, κατάλαβε πως ο άνθρωπος αν και ετοιμοθάνατος, δεν επρόκειτο να ξεψυχήσει γιατι ήταν ανίερος και κριματισμένος. Θα βασανιζόταν και θα υπέφερε κι αναπαμό δεν θα είχε. Σκέφτηκε πως κάτι έπρεπε να κάμει. Καταλάβαινε πως για να ξεψυχήσει, έπρεπε πρώτα να συχωρεθεί απ αυτούς που αδίκησε. Ήξερε όμως πως η σύζυγος του αρνιόταν να του δώσει την άφεση γιατι ήταν πολύ πικραμένη απ όσα της είχε κάμει τους καιρούς εκείνους. Όσο θυμόταν τη βασανισμένη της ζωή που την ανάγκασε να ζήσει, δεν ήθελε να τον συγχωρήσει. Εξ άλλου το αρνήθηκε μια φορά όταν τα ίδια τα παιδιά της το ζήτησαν. Άρα, σκέφτηκε ο παπάς, πως αυτός θα μπορούσε να την πείσει;
Παρ όλα αυτά, πήρε τη στράτα και πήγε να την βρει. Κάθισε μαζί της και με πολύ σοβαρό ύφος της εξήγησε πως έπρεπε να τον συγχωρήσει για να ξεψυχήσει, γιατι χτίκιασε στο κρεβάτι του πόνου, γιατι αρρώστησε και έλιωσε το κορμί του και υπήρχε κίνδυνος μετάδοσης ασθενειών, και πρώτη κινδύνευε η κόρη της που τον περιέθαλπε.
Της μίλησε επί μακρόν και με πολλά επιχειρήματα, ώσπου στο τέλος ολίγον έκπληκτος αλλά ευχαριστημένος, κατάλαβε πως την έπεισε να δώσει τη συγχώρεση της όχι γιατι το επιθυμούσε, αλλά για το καλό της κόρης της, για να την προστατεύσει να μην κολλήσει οποιαδήποτε ασθένεια από τον χτικιασμένο πατέρα της…
Την άλλη μέρα που ξημέρωσε, ό ιερέας πήγε πάλι να επισκεφθεί τον ψυχορραγούντα ασθενή και τον βρήκε στο κρεβάτι ξεψυχισμένο. Είχε πεθάνει, είχε αναπαυθεί δια παντός. Δια της συγχωρήσεως του χαρίστηκαν τα κρίματα, και ο Θεός τον πήρε. Ο Χάροντας δεν τον ξαναπροσπερασε αδιάφορος, αλλά στο επόμενο του διάβα, δια της ρομφαίας του πήρε την ψυχή.
Έτσι ο κριματισμένος κακός πατέρας και καταραμένος άνθρωπος γλύτωσε από τη βασανισμένη και μίζερη ζωή που είχε επί της γης, αλλά πως θα μπορούσε να επιτύχει το ίδιο στην άλλη ζωή την ουράνια, εκεί που ο καθένας κρίνεται δίκαια από τον Θεό και κατατάσσεται όπου ανήκει, στα δεξιά του πατρός, ή στο πυρ το εξώτερον;
Όταν ο φόβος μας προειδοποιεί για πραγματικούς κινδύνους είναι χρήσιμος και ωφέλιμος, όταν όμως μετατρέπεται σε ψυχολογικό άγχος τρέφει με ψευδαισθήσεις το νου μας, και καταντούμε να γινόμαστε φοβικοί με έμμονες ιδέες που για να τις ξεπεράσουμε χρειάζεται πολλή προσπάθεια να τις αντιληφτούμε, να τις κατανοήσουμε.
Η μεγαλύτερη φοβία μας είναι του θανάτου, κυρίως όταν εκ του σύνεγγυς ζούμε την απώλεια δικών μας αγαπημένων. Νιώθουμε άγχος, λύπη, στεναχώρια, φόβο, και κυρίως ένα μεγάλο αίσθημα τρόμου στο οποίο βασίζονται όλες οι θρησκείες εφευρίσκοντας τρόπους παρηγοριάς δια της διδασκαλίας τους ώστε να άγουν τους πιστούς στα δόγματα τους.
Αν και ξέρουμε ότι όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, εντούτοις σχεδόν κανένας μας δεν μπορεί να το δεχτεί και να το εμπεδώσει στη συνείδηση του εξ αιτίας της αγωνίας που μας προκαλεί το άγνωστο που ακολουθεί.
Ίσως αυτός ο φόβος να είναι έμφυτος από γεννησιμιού, ίσως να είναι μια έβδομη αίσθηση που κανείς όμως μελετητής δεν μπόρεσε αληθινά να τεκμηριώσει.
Είναι ένας φόβος που δεν θα έπρεπε να έχουμε καθώς όσο είμαστε ζωντανοί, δεν είμαστε πεθαμένοι άρα δεν πρέπει να ανησυχούμε, και όταν πεθάνουμε δεν μπορούμε να έχουμε το φόβο καθώς δεν ζούμε πλέον για να τον σκεφτόμαστε, όμως αυτό είναι μια απλουστευμένη φιλοσοφική δική μου θεώρηση που σπάνια κάποιος την αποδέχεται καθώς είναι ένας ανυπέρβλητος φόβος του θανάτου που λίγοι μπορούν να ξεπεράσουν, ακόμα και όσοι έχουν μελετήσει και εμβαθύνει στη φιλοσοφία αυτή.
Περισσότερο όμως εξοικειωμένοι με το θάνατο είναι οι επαγγελματίες που μέσα από τα χέρια τους περνούν αμέτρητα πτώματα, που ζουν συνεχώς πλησίον τους και τοιουτοτρόπως έχει σκληρύνει η συνείδηση τους και δεν επηρεάζεται, ούτε επίσης έχει άγχος ο νους τους, καθώς έχουν συνηθίσει μια καθημερινή ρουτίνα δίπλα από νεκρά κορμιά χωρίς να τους σκιάζει πλέον φόβος.
Θυμάμαι στο χωριό μου μικρός πήγαινα σε όλες τις κηδείες ως βοηθός του ιερέως ο οποίος ήταν θείος μου. Γεμάτος φόβο με την καρδιά μου να χτυπά δυνατά, παρακαλούσα να μην πέθαιναν οι άνθρωποι για να μην αναγκάζομαι να ευρίσκομαι κοντά σε πεθαμένους.
Θυμάμαι το νεκρικό ξυλοκρέβατο το οποίον χρησιμοποιούσαμε για όλους τους πεθαμένους, και ακολούθως το επιστρέφαμε στην αποθήκη της εκκλησίας του χωριού.
Θυμάμαι στο χωρίς κάλυμμα φέρετρο τις σορούς με το φοβισμένο άσπρο χρώμα στα νεκρικά τους πρόσωπα.
Θυμάμαι τους κλαυθμούς και τους οδυρμούς των συγγενών και τη λύπη διάχυτη στην ατμόσφαιρα που στεναχωρούσε και έθλιβε όλους μας.
Θυμάμαι τις κακές και πικρές εμπειρίες που με έκαναν να απεχθάνομαι τον θάνατο και να μη θέλω να παρευρίσκομαι σε τελετές κηδειών.
Η ίδια η ζωή όμως δεν αφήνει κανένα μας να τον αποφεύγει, έτσι πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής μας συναναστρεφόμαστε μαζί του πριν να έρθει ο δικός μας.
Θυμάμαι μια φορά στα δεκαεννιά μου χρόνια όταν μπαρκάρισα στο “Southern Union” ένα πλοίο τάνκερ του Σταύρου Νιάρχου και ύστερα από ενός χρόνου ναυτολόγηση ξεμπάρκαρα, με μεγάλη μου χαρά πήγα στα Πετράλωνα να συναντήσω ένα φοιτητή φίλο μου, τον Αντωνέσκο. Είχα σκοπό να καθίσω ένα μήνα να χορτάσω στεριά, να ζήσω νυχτερινή ζωή, να πάω σε κέντρα διασκεδάσεως και καταγώγια, να διασκεδάσω μέχρι κορεσμού, να χορτάσω όσα στερήθηκα ένα χρόνο. Είχα χρήματα, με το φίλο μου τον Αντωνέσκο που ήξερε τα κατατόπια θα τριγυρνούσαμε Αθήνα και Πειραιά, ήμουν σίγουρος θα περνούσαμε καλά.
Αντί τούτου όμως, δυσάρεστη έκπληξη με περίμενε. Στην ευρύχωρη σάλα του διαμερίσματος που νοίκαζε, όταν καθίσαμε και ανοίξαμε την μπαλκονόπορτα, κάτω ακριβώς απέναντι μας, ήταν ένα κατάστημα με τις πόρτες ορθάνοιχτες και μέσα στην κάμαρη σε ένα τραπέζι ξαπλωμένος ένας πεθαμένος και από πάνω του ένας ασπρουλιάρης του έκανε μακιγιάζ. Ξαφνιάστηκα από το θέαμα και ανατρίχιασα, ενώ ένα σύγκρυο μούδιασε το μυαλό και το κορμί μου. Όλες οι φοβίες που είχα μικρός ξανάρθαν στο μυαλό μου και με έκαναν να θέλω να τρέξω να φύγω μακριά.
Ήταν ένα γραφείο κηδειών που αναλάμβανε την περιποίηση των νεκρών πριν τη κηδεία και τον ενταφιασμό τους. Και χωρίς ντροπή, είχαν ανοικτή την πόρτα με το δυσάρεστο θέαμα να είναι σε κοινή θέα.
Πάνω από το μαρμάρινο τραπέζι ο πεθαμενατζής σκυφτός συνέχιζε το μακάμβριο έργο του χωρίς αιδώ και καμιά έγνοια αν προκαλούσε ανατριχίλα σε όσους τον παρρακολουθούσαν.
Γι αυτό το λόγο μου εξήγησε ο φίλος μου τα γύρω διαμερίσματα και καταστήματα, είχαν χαμηλό ενοίκιο. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο το νοίκιασε
καθώς ήταν ευρύχωρο και φτηνό, και στο κάτω κάτω το άσχημο θέαμα των πεθαμένων με τον καιρό γίνεται συνηθειο, εξάλλου γιατί να φοβούμαστε τους πεθαμένους που δεν μπορούν να κάνουν κακό αντί τους ζωντανούς που συνήθως μόνο κακό προκαλούν, πρόσθεσε με στόμφο.
Τα επιχειρήματα του ήταν σωστά και λογικά, αλλά το βράδυ όταν ήρθε ήταν για μένα πολύ μεγάλο καθώς νιώθοντας δίπλα μου σε λίγα μέτρα τους πεθαμένους, δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι.
Την άλλη μέρα πρωί κατέβηκα στην ακτή Μιαούλη στα γραφεία του Σταύρου Νιάρχου και κανόνισα να μπαρκάρω αμέσως, δεν ήθελα να μείνω άλλο κοντά στους πεθαμένους.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ
Το αρχαίο ξωκκλήσι του Αη Νικόλα στη Χλώρακα στέκει στην άκρη ενός γκρεμού, και πριν χρόνια οι κάτοικοι αποφάσισαν να κτίσουν τοίχο για να μην κινδυνεύουν τα μικρά παιδιά να πέσουν να χτυπήσουν. Κουβάλησαν πέτρες και πρόσλαβαν μαστόρους και αρχίνησαν να κτίζουν.
Την πρώτη μέρα έβαλαν σημάδια και έκτισαν τις πρώτες σειρές με πέτρες πελεκητές όμορφα κτισμένες, ομοιόμορφες με το μικρό εκκλησάκι που και αυτό ήταν πετρόκτιστο από αρχαίες πέτρες. Η νύχτα όταν έφτασε σχόλασαν οι εργάτες, πήγαν σπίτι τους να ξεκουραστούν ως την άλλη μέρα το πρωί.
Την άλλη μέρα το πρωί όμως όταν πήγαν να δουλέψουν, βρήκαν τον τοίχο χαλασμένο και τις πέτρες σωριασμένες στο χώμα. Σκέφτηκαν πως σίγουρα κάποιος ιερόσυλος τον χάλασε, το συζήτησαν, κάκισαν την πράξη, αλλά δεν μπόρεσαν να σκεφτούν κάποιον που θα προέβαινε σε τέτοια αμαρτία.
Ο μάστρε Στάθιος ο πρωτομάστορας αποφάνθηκε πως η ζημιά ήταν λίγη, και διέταξε να πιάσουν δουλειά από αρχής.
Και αρχίνησαν ξανά. Έκτισαν τον μισό τοίχο και σχόλασαν για να επιστρέψουν την επομένη να τον τελειώσουν.
Το άλλο πρωί όμως έκπληκτοι τον βρήκαν ξανά χαλασμένο. Διάφορες σκέψεις άρχισαν να τους τριβελίζουν το συλλογισμό.
-Μήπως πάλι ο νυχτοβάτης ξαναχτύπησε,
είπαν κάποιοι.
-Μήπως τα τσιμέντα που έφτιαχναν τη λάσπη ήταν χαλασμένα,
αναφώνησε ένας εργάτης.
-‘Η μήπως ήταν θέλημα του Αγίου,
αποφάνθηκε ένα γεροντάκι.
Τα νέα διαδόθηκαν σε όλο το χωριό και οι άνθρωποι συζητούσαν και έκαναν εικασίες.
Οι γριούλες καθώς θεοφοβούμενες, αποφάνθηκαν πως ήταν θέλημα του Αγίου και πως έπρεπε να σταματήσουν το κτίσιμο. Πήγαν στον Παπακώστα και του φανέρωσαν τις σκέψεις τους και του ζήτησαν να διατάξει να σταματήσει το κτίσιμο.
Ο Παπακώστας τους είπε ότι συμφωνεί, αλλά για να είναι σίγουρος, θα συνέχιζε ακόμα μια φορά, και αν ο τοίχος ξαναχαλούσε, τότε θα ήταν φανερή και αδιαφιλονίκητη η επιθυμία του Αη Νικόλα.
Έτσι την επόμενη μέρα οι κτίστες αρχίνησαν να ξανακτίζουν τον τοίχο. Οι εργάτες με δέος στη καρδιά δούλευαν και εκστασιασμένοι δόξαζαν τον Άγιο καθώς η πίστη για θαύμα φώλιαζε σιγά σιγά στις καρδιές τους.
Ο μάστρε Στάθιος πονηρός όμως, αφού έλεγξε ότι ήταν γερά κτισμένες οι πέτρες, σκέφτηκε να παραφυλάξει τη νύχτα για να διαπιστώσει την αλήθεια. Όταν βράδιασε στήθηκε απόμερα και παρακολουθούσε. Πέρασαν οι ώρες, δεν συνέβηκε τίποτα, ήρθε το χάραμα. Κουρασμένος και ξαγρυπνισμένος, πήγε στο καφενείο να πιει καφέ, και από εκεί με τους εργάτες αλλά και κάμποσους χωριανούς που τους έτρωγε η αγωνία και η περιέργεια, κίνησαν για τον Άγιο Νικόλα να τελειώσουν τον τοίχο.
Όμως τι έκπληξη, βρήκαν τις πέτρες πάλιν χαλασμένες ριγμένες στο έδαφος. Έμειναν όλοι άφωνοι, πίστεψαν σίγουρα πως ήταν το θέλημα του Αγίου.
Ο Παπάκωστας σίγουρος πλέον, κάλεσε την εκκλησιαστική επιτροπή για να συζητήσουν το μέγα γεγονός.
-Είναι φανερό πως ο Άη Νικόλας που είναι και κύριος των θαλασσών, δεν επιθυμούσε τον τοίχο γιατί θα του έσκιαζε τη θέα του πελάγου που απλωνόταν απρόσκοπτα κάτω από το εκκλησάκι,
τους είπε,
-γι αυτό αντί τοίχο θα έπρεπε να τοποθετήσουν κάγκελα ώστε να σεβαστούν την επιθυμία του Αγίου, και ταυτόχρονα να μην κινδυνεύουν τα μικρά παιδιά που μαζεύονταν στην αυλή για να παίξουν.
Φώναξαν λοιπόν τον κωμοδρόμο του χωριού και κατασκεύασε κάγκελα σιδερένια. Έτσι έμεινε ευχαριστημένος ο Άη Νικόλας, έμειναν ευχαριστημένοι οι γονιοί για τα παιδιά τους, έμειναν ευχαριστημένοι και όλοι οι κάτοικοι του χωριού που εκπλήρωσαν την επιθυμία του Άη Νικόλα.
Παλιά ο Άη Νικόλας ήταν για τις ψυχές πρώτα να τις παίρνει, αλλά συμπονούσε τους νέους και έπαιρνε τους γερόντους. Για αυτό ο Θεός τον έβγαλε από τη θέση του και έβαλε τον Μιχαήλ Αρχάγγελο που ήτανε πιο σκληρός.
Ο Άη Νικόλας ήταν ίλαρος και πονόψυχος, και στεναχωριόταν όταν έπαιρνε τις ψυχές των νέων.
Μια φορά τον έστειλε ως προπομπό στη Χλώρακα να πάρει τη ψυχή μιας νέας κοπελιάς. Ήταν η μικρή αδερφή του Παπάκωστα η Στασού, η ομορφότερη του χωριού, κόρη υπάκουη με καλές καταβολές, φρόνιμη και προκομένη. Οι γονείς της και τα αδέρφια της σαν στερνοπαίδι την αγαπούσαν πολύ και ήσαν υπερήφανοι καθώς είχε όλες τις χάρες του κόσμου. Είχε καλοσύνη, σεβασμό, ομορφιά, εξυπνάδα και καλή ανατροφή.
Έτσι εκείνο το πρωί που την βρήκαν στο κρεββάτι πεθαμένη όπως να κοιμόταν, ο πόνος τους ήταν αβάσταχτος και ασύλληπτος. Ο θρήνος τους σπάραζε τις καρδιές όλων των χωριανών, και κανείς δεν ήθελε να πιστέψει πως ο Άη Νικόλας που πριν λίγες μέρες έκανε το θαύμα του στο χωριό, τώρα πήρε την ψυχή της νιας κοπέλας που όλοι αγαπούσαν και εκτιμούσαν. Πως ήταν δυνατόν να γίνει τέτοιο άδικο; Τόσοι γέροι στο χωριό, γιατί δεν πήρε έναν από αυτούς; Γιατί πήρε τη νέα κοπέλα μόλις είκοσι χρονών; Κάποιοι τα έβαλαν με το Θεό, και κάποιοι με τον Άη Νικόλα.
Ο Παπάκωστας όμως πολύ πιστός στο Θεό, συντετριμμένος πήρε τη στράτα για το μικρό παρεκκλήσι και γονάτισε μπροστά στο εικόνισμα του Αγίου για πολλή ώρα να προσεύχεται και να τον θερμοπαρακαλεί να ξανακάμει ακόμα ένα θαύμα. Ύστερα με μια κρυφή ελπίδα ότι οι προσευχές του εισακούστηκαν, πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Όταν σιμά στο πατρικό του σπίτι έφτασε, άκουσε χαρούμενες φωνές να φτάνουν στα αφτιά του. Αλαφιασμένος από αγωνία και με μια ελπίδα ότι ίσως να γίνηκε το θαύμα, έτρεξε με όση δύναμη είχε.
Φτάνοντας βρήκε την μικρή του αδερφή να κάθεται ολοζώντανη στο κρεββάτι της, όπως να είχε μόλις ξυπνήσει, ενώ όλοι γύρω φώναζαν χαρούμενοι και έκαναν το σταυρό τους.
Σκέφτηκε πως ο Άη Νικόλας έκαμε ακόμα ένα θαύμα για να αποδείξει την Αγιότητα του σε όσους δεν πίστευαν, αλλά και σε όσους πίστευαν.
Υ.Γ.
‘Όταν ο Θεός τον ρώτησε γιατί παράκουσε, ο Άη Νικόλας βρήκε δικαιολογία πως νόμισε ότι διαταγή είχε να πάρει την ψυχή μιας άλλης Στασούς από άλλο χωριό, και ότι έκανε ένα λάθος το οποίον ύστερα διόρθωσε
Από εκείνο τον καιρό ο Θεός έβγαλε τον Άη Νικόλα που ήταν να παίρνει τις ψυχές, και έβαλε τον Μιχαήλ Αρχάγγελο που ήτανε πιο σκληρός.
Μια ιστορία λέει ότι σε ένα μέρος στον Καπυρό, τις τελευταίες μέρες του Ιούλη και τις πρώτες του Αυγούστου όταν υπάρχει άπνοια και αυξημένη υγρασία στην ατμόσφαιρα, σκιές με μορφή ανθρώπων εμφανίζονται με την ανατολή του ήλιου να προχωρούν και να χάνονται στη θάλασσα.
Ο «Καπυρός» είναι ένας τόπος που περιβάλλεται από ψηλούς πέτρινους γκρεμούς, και στέκει λίγο ψηλότερα από τη θάλασσα της Χλώρακας. Κατά το γέρμα του ήλιου όταν οι αχτίνες του χτυπούν τη περιοχή, ο τόπος πυρώνει (ζεσταίνει), εξ ου το όνομα Καπυρός. Μέσα σε όλη τη ξεραΐλα υπάρχει μια σταλιά γης καταπράσινη, όπου από ένα λαγούμι τρέχει νερό κι ποτίζει τα ψηλά δένδρα που βλαστούν εκεί.
Στα χρόνια των Τούρκων, οι Έλληνες ήσαν υπό κατοχή και δυσπραγούσαν.
Η φτώχεια ήταν μεγάλη, και πολλοί που είχαν όμορφες γυναίκες έκαναν πως δεν καταλάβαιναν όταν οι Τούρκοι τις καλούσαν για δουλειά, και ακόμα μεριές, από φόβο δεν αρνούνταν κάποιες επισκέψεις Τούρκων στα σπίτια τους. Όλα συνέβαιναν με σιωπή ανοχής και οι άνδρες χωρίς τιμή, χωρίς να ψηλώνουν το κεφάλι, έμεναν σιωπηλοί.
Ήταν και δυο αδερφές με ένα μικρό εδερφό που ζούσαν σε μια μικρή κάμαρη, και δυο άτιμοι Τούρκοι τις επισκέπτονταν φανερά και τις ατίμαζαν όποτε γούσταραν εκθέτοντας τες σ όλη την κοινωνία. Ο αδερφός καθώς ήταν μικρός δεν μπορούσε να αντιδράσει, και κανείς δεν τον βοηθούσε να προστατέψει τις αδερφές του. Ήτα ένα ευαίσθητο παιδί που δεν μπορούσε να αντέξει τόση προσβολή, το άχτι τον έτρωγε, δεν μπορούσε άλλο το ρεζίλεμα, χτίκιασε, έτσι μια κακιά μέρα πήγε στον Καπυρό και κρεμάστηκε σ ένα ευκάλυπτο που βλάσταινε σιμά στα τρεξιμιό που ανάβλυζε από τη γη.
Τα κακά μαντάτα ταξίδεψαν γρήγορα, τα πήρε ο αγέρας και πήγε μακριά στα ξένα που ζούσε ο Κωνσταντής ο θειός του μικρού παιδιού, ο αδερφός της πεθαμένης μάνας του. Ήταν ένας παλικαράς ανίκητος και χωρίς φόβο στην καρδιά, ένας ανδρειωμένος που δεν είχε άλλον σαν κι αυτόν που μόλις έμαθε τι εγίνει εθυμώθηκε, και καβαλίκεψε το άλογο του να πάει να πάρει εκδίκηση.
Τα μαντάτα όμως τον επροσπέρασαν και έφτασαν στο μικρό χωριό. Οι Γραικοί κάτοικοι ένιωσαν χαρά καθώς επί μακρόν ταπεινωμένοι και ανήμποροι παρακολουθούσαν σιωπηλά την ατιμία που διέπρατταν οι Τούρκοι επί των μικρών κορασίδων, ενώ φόβος κυρίευσε τα Τουρκιά καθώς γνώριζαν την ανδρειωσύνη του Κωσταντή. Ειχαν ακουστά πως τα έβαλε με ολόκληρο στρατό και δεν νικήθηκε, πως χριριζόταν τα άρματα με μαεστρία, πως σε όλες μαχες ήταν νικητής.
Και σαν δειλοι, σκέφτηκαν να τον σκοτώσουν δόλια χωρίς να εκτεθούν στον κινδυνο μιας μάχης. Σκέφτηκαν να του στήσουν ενεδρα και να τον φανε μπαμπεσικα.
Κρύφτηκαν στο έμπα του χωριού, και μόλις ο Κωσταντής εφάνηκε,του έριξαν δύο βόλια και τον σκότωσαν.
Και ύστερα με περισσό θράσος τον έσυραν κωλοσυρτό στο χωριό, και τον πέταξαν κάτω από το δέντρο που σκοτώθηκε το μικρόν παιδίν, χωρίς να επιτέψουν σε κανένα χωριανό να τον θάψει, παρά να τον αφήσουν να τον φάνε οι σκύλοι και τα όρνεα
Έτσι λοιπόν άδοξα τέλειωσε η ιστορία του Κωνσταντή με τέλος τραγικό που δεν άρμοζε για τη μεγάλη του φήμη, και χειρότερα απ όλα τον άφησαν άταφο όπως ένα ψοφίμι.
Και έμεινε ο Κωσταντής άταφος για μέρες, ώσπου ο Αρχάγγελος Μιχαήλ δεν άντεξε το άδικο, φύσηξε δυνατό άνεμο κι έφερε άμμο από τη θάλασσα και τον σκέπασε.
Από τότε πολλές φορές στα μέσα του καλοκαιριού μες το χάραμα του φού και στην ανατολή του ήλιου, πολλοί ισχυρίζονται ότι έχουν δει σκιές να περιφέρονται, κάποιοι λένε ότι πρόκειται για αντικατοπτρισμό που οφείλεται στη διάθλαση των ηλιακών ακτίνων ανάμεσα των φυλλωμάτων και της νοτιάς. Πολλοί που τις παρατήρησαν είπαν ότι είναι ξώρκια, και κάποιοι πως είναι οι ψυχές του μικρού αδερφού και του παλικαρά του Κωσταντή που δεν βρίσκουν αναπαμό και περιφέρονται γυρεύοντας εκδίκηση.
ΤΟ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟ
Το Κτήμα συνόρευε δυτικά με το χωριό της Χλώρακας και νοτιοανατολικά με την Γεροσκήπου. Η Κάτω Πάφος ως μέρος της πόλεως, ήταν μια παραλιακή πεδιάδα που ενωνόταν με τα παραλιακά χωράφια της Χλώρακας, και μαζί αποτελούσαν έναν μεγάλο εύφορο κάμπο.
Εκεί που έσμιγαν τα σύνορα των τριών τόπων, ήταν ένα εγκαταλειμμένο αρχοντικό που μόνο του στον κάμπο φάνταζε όμορφο και άφθαρτο στο χρόνο. Ήταν πολύ παλαιό αλλά καλά κτισμένο, και καλά διατηρημένο. Περιβαλλόταν από γόνιμες εκτάσεις γης, με πολλά πηγάδια νερού σκαμμένα κάθε λίγη απόσταση, σημάδι πως κάποτε τη γη την καλλιεργούσαν. Τώρα, ήταν εγκαταλειμμένη, τα πηγάδια στεγνά, και ο κάμπος ξερός. Κάποιοι λέγουν πως παλιότερα ήταν ένας πράσινος κάμπος, μια μεγάλη όαση, πως έμοιαζε ίδια γη της επαγγελίας. Αλλά και τώρα, μπορούσε ο κάμπος να αποτελεί ένα μεγάλο βοσκότοπο που θα μπορούσαν οι ιδιοκτήτες να πολλά πολλά κοπάδια.
Ήταν λοιπόν άξιον απορίας, γιατί τόση περιουσία έμενε ανεκμετάλλευτη. Όταν ήμουν μικρός, την ίδια απορία είχα και εγώ, γι αυτό ρώτησα ένα γέροντα, που μου είπε μια ιστορία:
Στα χρόνια του μεσαίωνα τη περιοχή όριζαν Ρήγαινες και Ρηγάδες που κάποτε χάθηκαν χωρίς να αφήσουν σημάδι αν η γενιά τους συνέχισε να υπάρχει. Και έμεινε η περιοχή εγκαταλειμμένη να την χρησιμοποιούν κυρίως οι βοσκοί για τα ζώα τους.
Όμως, στις αρχές του περασμένου αιώνα ένας ξένος, κληρονόμος των Ρηγάδων κατά πώς έλεγε, ήρθε από μέρη μακρινά και κατοίκησε στο ψηλό σπίτι.
Επιδιόρθωσε το παλιό σπίτι και εγκαταστάθηκε μέσα. Προσέλαβε εργάτες και δούλους, ρέντεψε τα χωράφια και πρασίνισε τον τόπο όλο.
Σαν αφέντης έχαιρε μεγάλης υπόληψης, αλλά περισσότερο έχαιρε σεβασμού, καθώς είχε μεγάλη μόρφωση. Μαζί του από τα ξένα έφερε πολλά βιβλία, και με τις ώρες ασχολιόταν μ αυτά, ενώ για τις δουλειές προσέλαβε έναν καλό επιστάτη που φρόντιζε για όλα. Όσοι τον συναντούσαν και έρχονταν εις γνώσιν μαζί του, έλεγαν πως ήταν πολύ μορφωμένος και διαβασμένος.
Στη Χλώρακα ζούσε μια μελαχρινή κόρη που έλεγαν πως ήταν απόγονος τσιγγάνων. Ήταν πανέμορφη και είχε καλλίγραμμο κορμί που κόλαζε τους νιους. Ήταν μια πλανεύτρα αυτάρεσκη μάγισσα, που γνωρίζοντας την αύρα που εξέπεμπε, χωρίς να λυπάται, τους ξετρέλαινε και ύστερα γελούσε μαζί τους.
Οι γονείς της φτωχοί χωρικοί, έσπερναν κάτι μικρά χωραφάκια, καθώς και η ίδια έβοσκε ένα μικρό κοπάδι από πρόβατα, έτσι που κουτσά στραβά και πολύ φτωχικά, κατάφερναν να έχουν τον επιούσιο. Θα μπορούσαν όλοι να ζήσουν πλουσιοπάροχα αν μόνο δεχόταν να παντρευτεί έναν από τους πολλούς μνηστήρες άρχοντες που την περιτριγύριζαν. Μα αυτή δεν ήθελε κανέναν, ούτε πλούσιο, ούτε πρίγκιπα. Της άρεσε μόνο να βόσκει τα πρόβατα στα θερισμένα χωράφια μέσα στον μεγάλο κάμπο της Χλώρακας δίπλα στη θάλασσα. Και όποτε κάποιον συναπαντούσε, ευχαριστιόταν καθώς έβλεπε πως τον ξετρέλαινε με την ομορφιά της.
Μια φορά που έβοσκε τα πρόβατα, τα βήματα της την οδήγησαν λίγο μακρύτερα, μέχρι τα χωράφια του Ρηγόπουλου. Εκεί, ένα αρνί ξέφυγε από το κοπάδι και μπήκε στο τσιφλίκι του άρχοντα. Δρασκέλισε λοιπόν τον πετρότοιχο η κόρη, και πήγε να το πάρει. Το βρήκε κάτω από ένα δένδρο, όπου κάτω από τον ίσκιο έστεκε ένας εύμορφος νέος που αμέσως κατάλαβε πως ήταν ο μεγάλος αφέντης. Εύκολα φαινόταν η αφεντιά, η ευγένεια, και η καλή του καταγωγή.
Έμεινε λίγο θαυμαστικά να τον κοιτάζει, και χωρίς να χασκιαστεί ή να ντραπεί, τον κόντεψε και τον χαιρέτησε,
-για σου άρχοντα μου,
έπιασαν την κουβέντα και γνωρίστηκαν. Αμέσως αγαπήθηκαν, ήταν το πεπρωμένο τους.
Από εκείνη τη μέρα η μικρή βοσκοπούλα έπαιρνε τα πρόβατα της να βοσκήσουν εκεί, και με το Ρηγόπουλο κάτω από τον του δεντρού κάθονταν και κουβέντιαζαν ώρες πολλές. Ταίριαξαν απόλυτα, και η αγάπη τους περισσότερο έδεσε.
Άμα πέρασε καιρός, το καλό Ρηγόπουλο αποφάσισε να την κάμει Ρήγαινα τιμημένη και αρχόντισσα. Ήταν σίγουρος πως θα της έδινε μεγάλη χαρά, πως μόλις της το έλεγε θα έπεφτε στην αγκαλιά του ευτυχισμένη, καθώς συνέχεια του φώναζε δυνατά πόσο πολύ τον αγαπούσε. Ήταν σίγουρος για την απάντηση της, καθόλου δεν αμφέβαλλε.
Όμως ώ τί δυστυχία, η κόρη καθώς είχε συνηθίσει να ραγίζει καρδιές, ή ίσως από από έπαρση, ή μήπως είχε κάποια κληρονομική καταστροφική τρέλα στο μυαλό της, του αρνίστηκε. Μια άρνηση που ύστερα πολύ μετάνιωσε και δεν μπορούσε να πιστέψει πως έκαμε τέτοια τρέλα, πως του απαρνήθηκε την αγάπη της, αφού τόσο πολύ τον αγαπούσε. Και την άλλη μέρα πολύ πρωί έτρεξε να τον συναπαντήσει και να του ξανά ομολογήσει την αγάπη της.
Το Ρηγόπουλο όμως βαθιά πληγώθηκε, και η καρδιά του σκίστηκε και ράγισε και δεν χτυπούσε πλέον φυσιολογικά, παρά κάθε χτύπος και ένας μεγάλος πόνος. Ένιωσε τα όνειρα του να γκρεμίζονται, μεγάλη στενοχώρια να τον καταθλίβει, και να πέφτει σε ανείπωτη κατάθλιψη. Όλη τη νύχτα ξαγρύπνησε χωρίς με ένα μεγάλο πόνο στην καρδιά, αποφάσισε πως δεν ήθελε πλέον άλλο να ζήσει. Επιθυμούσε μόνο να πάψει να πονεί.
Έτσι τα ξημερώματα με κόπο έσυρε και πάλιν τα βήματα του για τελευταία φορά στον τόπο που γνώρισε την μικρή αγαπημένη, και πάνω σε ένα κλαδί του δένδρου που τόσες φορές σκίασε αυτόν και εκείνην, έδεσε ένα σχοινί και κρεμάστηκε, και βρήκε την αιώνια γαλήνη.
Πέρασε ο καιρός, η όμορφη βοσκοπούλα πονούσε και έκλαιγε, δεν μπορούσε να τον ξεχάσει.
Χάλασε και ασχήμυνε από το μαράζι, οι τύψεις την έσκιαζαν και της τρέλαναν το νου. Όρεξη για ζωή δεν είχε, ειρηνίες την κατέτρεχαν, ήθελε να πεθάνει, ήθελε να κοιμηθεί μια μέρα και να μην ξυπνήσει. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, πολλές φορές σκέφτηκε να σκοτωθεί και αυτή, αλλά θέλοντας να αυτοτιμωρηθεί, έμενε ζωντανή να βασανίζεται ως τιμωρία για το μεγάλο κακό που προκάλεσε.
Κλείστηκε στο σκοτάδι της κάμαρης της και δεν πλενόταν, ούτε λουζόταν, χτίκιασε και το μυαλό της σάλταρε, ώσπου γέρασε και πέθανε, και επιτέλους ηρέμησε η ψυχή της.
Μετά το θάνατό της πολλοί ισχυρίστηκαν πως όταν περνούσαν εκεί που κρεμάστηκε το Ρηγόπουλο, ένιωθαν το φάντασμά της στον αέρα να μουρμουρίζει και να ζητά συγχώρεση και ακόμα κάποιες νύχτες σαν ψιθύρισμα ακούουν το λυπητερό της κλάμα.
Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΕΖΟΥ
Οι γερόντοι κάτοικοι της Χλώρακας ενθυμούνται τη σπηλια του Δράκου δίπλα στο παρεκλήσι του Αρχάγγελου Μηχαήλ μέσα σε ένα απότομο γκρεμμό, καθώς και οι επόμενοι της γενεάς την ενθυμούνται ως σπήλαιο με το Αγίασμα του Αγίου, ενώ η σημερινή γενεά δεν γνωρίζει τίποτα εξ αυτών καθώς ο τόπος έχει ξεχερσωθεί και έχουν ανεγερθεί πολυκατοικίες.
Έως πρότινος ήταν ένα λαγούμι μέσα στη γη που ανέβλυζε νερό, που όπως μαρτυρούν οι γεροντότεροι πήρε το όνομα από ένα δράκο φρουρό που φύλαγε κάποιο κρυμμένο θησαυρό.
Το νερό ανέβλυζε και έτρεχε μέσα σε μια λίμνη σκαμμένη στη γη που υπερχίληζε, και συνέχιζε το δρόμο του μέχρι τη θάλασσα, αφου προηγουμένως γέμιζε άλλες μικρές λίμνες που έφτιαξαν οι άνθρωποι και πότιζαν τα χωράφια.
Πριν αιώνες στη Κύπρο είχε συμβεί μεγάλη πείνα εξαιτίας παρατεταμένης ανομβρίας που κατέστρεψε όλη τη σπορά. Και η πείνα ήταν μεγάλη, όλα τα νερά των πηγών σταμάτησαν, και οι άνθρωποι εμετακινούντο από τόπο σε τόπο μαζί με τα ζώα τους για να βρουν νερό και να ζήσουν. Κι όλα είχαν στεγνώσει και πηγάδια και πηγές, και πολλοί εγκατέλειπαν τους τόπους τους και έφευγαν προς τα εκεί και προς τα εδώ, για να βρουν τροφή για τα ζώα και για τους ίδιους, όμως και αυτά δεν αρκούσαν, έτσι που πολλοι έκαναν επιδρομές κατά αλλήλων, και οι μεν στρέφονταν εναντίον των δε.
Μέσα σ αυτό το κακό, ενας φαμελιάρης, οδήγησε την οικογένεια του στα μέρη του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, γιατί μια νύχτα είδε στ όνειρο του τον Αρχάγγελο να τον καλεί να πάει στα μέρη του, γιατί εκεί υπήρχε νερό.
Και πράγματι μεσα σε μια χαραμάδα ενός γκρεμμού όταν είδαν βλάστηση έσκαψαν ένα λαγούμι και βρήκαν νερό. Και όσο συνέχιζαν να σκάβουν, εύρισκαν κι άλλο. Εν τέλει το έσκαψαν πολύ βαθιά μέσα στη γη και βρήκαν αστείρευτο νερό. Εγκαταστάθηκαν εκεί, φύτεψαν και καλιέργησαν τη γη και δημιούργησαν ένα μικρό συνικισμό.
Ο καιρός περνούσε, και η ανομβρία συνεχιζόταν. Ο πληθυσμός σε ολόκληρη την Κύπρο υπέφερε, διψούσε και πεινούσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι εγκατέλειψαν τη Κύπρο καταφεύγοντας στις γειτονικές χώρες. Οι άλλοι που έμειναν μετανάστευαν από τόπο σε τόπο διαβιώντας με πολλή δυσκολία. Πολεμούσαν μεταξύ τους για μια σταλαγματιά νερό, και ο ένας φόνευε τον άλλο, οι αδύνατοι κρύβονταν από τους δυνατούς, και είχε καταντήσει ολόκληρη η ύπαιθρος γεμάτη παράνομους και ληστές. Ήταν μια παρατεταμένη ανομβρία που κράτησε πολλά χρόνια, και όλοι οι τόποι ξεράθηκαν και ερήμωσαν.
Στο μικρό συνοικισμό όμως κανείς δεν είχε δίψα ή πείνα. Οι άνθρωποι πρόκοψαν, έκτισαν σπίτια και εφτιαξαν νόμους. Οργανώθηκαν, οχυρώθηκαν και ένας φρουρός συνεχώς στεκόταν στην κορφή του γκρεμού προσέχοντας για τυχών επιδρομείς.
Αλλά όπως τα καλά δεν διαρκούν για πάντα, μια φορά στρατιά ληστών, στο διάβα τους ανακάλυψαν το όμορφο μέρος και έκαναν επιδρομή.
που στο διάβα τους κατέφευγαν σε κλεψιές, αρπαγές, και φόνους, και πολλά χωριά τα άφηναν ερείπια παραδίδοντάς τα στις φλόγες αφού πρώτα λεηλατούσαν τους κατοίκους και τους έδιωχναν ή τους σκότωναν αφήνοντας παντού ερήμωση, στο πέρασμα τους ανακάλυψαν τον όμορφο συνοικισμό, και παραφυλάσσοντας τους έπιασαν στον ύπνο.
Τους σκότωσαν όλους. Έκαμαν οικτρές πράξεις, έσφαξαν και κρέμασαν τους εναπομείναντες. Και τους άρεσε το τόπος, και αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί.
Από τη φρίκη της σφαγής, γλίτωσε μια κορούλα με τον μικρό της αδερφό που κρυμμένοι σε ένα θάμνο, παρακολούθησαν τη φρίκη και τις επαίσχυντες πράξεις των βαρβάρων.
Χωρίς μιλιά να μην ακουστούν, κατάφεραν να μείνουν απαρατήρητοι, και όταν το σκοτάδι της νύχτας έπεσε πηχτό, διέφυγαν και κρύφτηκαν ψηλά στο Μελισσόβουνο. Έζησαν στον άγριο τόπο, με τα άγρια ζώα, και αυτοι σαν άγρια ζώα, και κατάφεραν να επιβιώσουν.
Για να επιβιώσουν αναγκάζονταν και αυτοί να κλέβουν, έτσι σιγά με τον καιρό όταν μεγάλωσαν, ο μικρός απέχτησε τη φήμη αδίστακτου ληστή.
Όμως η φρίκη της σφαγής των δικών τους, έμεινε ανεξίτηλη στο μυαλό τους γραμμένη. Το μικρόν παιδί'οσα χρόνια και να πέρασαν ποτέ δεν ξέχασε, και είχε πάρει όρκο μέσα του πως θα έπαιρνε εκδικηση. Ήταν ο πόνος αβάσταχτος που του έκαιγε τα σωθικά, και δεν μπορούσε να ξεχάσει. Ήθελε εκδίκηση, το είχε τάξει στον εαυτό του.
Και όραν ήρθε ένας καιρός που αποφάσισε πως ήταν καάλληλος, κατέβηκε στον κάμπο και παραφυλάσσοντας και στήνοντας καραούλια στους τόπους τους γνώριμους οπου γεννήθηκε, άρχισε να τους σκοτώνει ένα ένα.
Τρόμος επικράτησε ανάμεσα στους ληστές που δεν μπορούσαν να αντισταθούν ούτε να τον ανακαλύψουν, καθώς τους έκανε αντάρτικο πόλεμο.
Δεν άφησε κανένα ζωντανό. Ήταν μια σφαγή χωρίς όρια που άφησε κατάπληκτο τον υπόλοιπο πληθυσμό, γιατί εγίνηκε με άγριο τρόπο και πολύ μίσος, χωρίς λύπηση για γυναίκες νιές, έγκυες ή γριές, ούτε μικρά παιδιά δεν λυπήθηκε, ούτε ανήμπορους γέρους.
Ύστερα ανατίναξε με δυναμίτη τη σπηλιά, το νερό σταμάτησε να τρέχει, και ο κάμπος ξέρανε και έγινε οπως παλιά, μια έρημη περιοχή.
Το ξεκλήρισμα ήταν ολοκληρωτικό και ο θάνατος τόσος, που ο κόσμος έφτιαξε ιστορίες και θρύλους, έλεγαν για κρυμμένους θησαυρούς μέσα στη σπηλιά που χάλασε, και για ένα δράκο που τους φύλαγε, εννοώντας ίσως τον φοβερό εκδικητή.
Ύστερα από πολλά χρόνια άρχισε να αναβλύζει λίγο νερό, είπαν ήταν Αγίασμα, ήταν αρκετό όμως για να ποτίζονται λίγα περβόλια που ήταν δίπλα. Βλάστησαν πολλές τρεμιθιές και δρύες, ενώ πολλοί κάτοικοι ενώ όργωναν βρήκαν αρχαίους τάφους και ανεκτίμητα κτερίσματα, σημάδι της μεγάλης ακμής που είχαν οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής. Ο τελευταίος ιδιοκτήτης του νερού ήταν ο Αγαθοκλής Μαρτέζος. Η περιοχή αγοράστηκε από πλούσιους επιχειρηματίες και στη δεκαετία του 1990 κτίστηκε με διαμερίσματα, αφού πρώτα διοχέτευσαν το τρεξιμιό νερό πίσω στη γη όπου και χάθηκε προς το παρών…
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΕ ΕΝΑ ΑΓΑΛΜΑ
Πάνω από την παλιά βρύση της Χλώρακας στην πλαγιά ενός απότομου γκρεμού, υπάρχει ένα αρχαίο φυσικό σπήλαιο που πάει βαθιά στη γη. Το στόμιο του ήταν καλά κρυμμένο από άγρια βλάστηση και κανείς δεν ήξερε την ύπαρξη του. Τυχαία το ανακάλυψε ένας βοσκός, όταν καθισμένος κάτω από ένα δρυ που πήρε το κοπάδι να το ποτίσει, είδε ένα ερίφιο που ανέβηκε στο ψήλωμα, να χάνεται πίσω από μια συστάδα θάμνων. Του σφύριξε να κατέβει, αλλά τίποτα. Του φώναξε, πάλι τίποτα, όπως να το κατάπιε η γη.
Ανέβηκε λοιπόν να το γυρέψει, και εκεί ακριβώς που χάθηκε, πίσω από πυκνές συστάδες μιας άγριας συκιάς, άκουσε το ζώο να βελάζει. Κατάλαβε πως τρύπωσε σε κάποια τρύπα και άρχισε να ψάχνει. Ανακάλυψε το μικρό στόμιο μιας σπηλιάς,
και γεμάτος περιέργεια, μπήκε μέσα. Ήταν όμως σκοτεινά, έτσι μάζεψε κάμποσα ξερά κλαδιά, τα έκαμε γουνάρι και άναψε μια μεγάλη φωτιά. Το θέαμα που αντίκρυσε ήταν μεγαλοπρεπές. Ήταν μια θεόρατη φυσική σπηλιά που πήγαινε σε μεγάλο βάθος. Τα τοιχώματα ήταν κάθετα από σκληρή συμπαγή πέτρα. Και πάνω σ’ αυτά αντίκρυσε τετραγωνισμένες πέτρες κτισμένες από ανθρώπινο χέρι. Κτύπησε δυνατά με την μαγκούρα του και άκουσε τον θόρυβο να βγαίνει υπόκωφο, σημάδι πως πίσω υπήρχε κενό. Κατάλαβε αμέσως πως ανακάλυψε ένα αρχαίο τάφο μάλλον της Ελληνιστικής περιόδου.
Αμέσως μέσα του σκέφτηκε πως ίσως ήταν η τυχερή του μέρα, και μέσα να έβρισκε κτερίσματα και χρυσάφια καθώς ήξερε πως οι Αρχαίοι έθαβαν τους νεκρούς τους με πλούσια δώρα. Ίσως, ξανασκέφτηκε, να γινόταν πλούσιος και να άφηνε την άχαρη εργασία του που ένεκα αυτής, ζούσε μια μίζερη ζωή μακριά από ανθρώπους και διασκεδάσεις. Με την ελπίδα λοιπόν, καθώς ήξερε πως και άλλοι χωριανοί ανακάλυψαν αρχαίους τάφους και έγιναν πλούσιοι, αποφάσισε χωρίς δεύτερη σκέψη να ανοίξει την πετρόκτιστη είσοδο.
Στο φως της φωτιάς που σιγόκαιγε, αρχίνησε δουλειά. Με την χοντρή μαγκούρα του με υπομονή και για ώρα πολλή κτυπούσε σε ένα σημείο, ώσπου η κτισμένη πέτρα υποχώρησε και έπεσε προς τα μέσα. Από εκεί και ύστερα, το χάλασμα έγινε ευκολότερο, και σε λίγο το τοίχωμα γκρεμίστηκε όλο. Πήρε ένα δαδί και περιεργάστηκε τι ανακάλυψε. Ήταν ένα λαξεμένο δωμάτιο, και μέσα υπήρχε μια σαρκοφάγος. Πήρε τη μαγκούρα του έτοιμος να σπάσει το καπάκι τη λάρνακα για να βρει τα χρυσάφια του, αλλά έμεινε άναυδος. Στο φως της δάδας αντίκρυσε πάνω στο πέτρινο καπάκι που σκέπαζε τη σαρκοφάγο, ένα σκαλιστό γλυπτό που παρίστανε σε φυσικό μέγεθος μια νεάνιδα ωραιοτάτου κάλλους.
Ήταν ένα πανέμορφο άγαλμα που το σμίλευσε σίγουρα κάποιος σπουδαίος γλύπτης, και παρίστανε μια εξαιρετικά ωραία κοπέλα με μορφή που φαινόταν έτοιμη να ανασάνει, που φαινόταν να τον κοιτάζει και να τον καλεί. Σαν ονειροπαρμένος όπως κάτι να του μάγεψε τη σκέψη, έμεινε ώρες ακίνητος να κοιτάζει και να αποθαυμάζει. Κατάλαβε πως κάτι έπαθε το μυαλό του, πως ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα το άγαλμα με το πέτρινο πανέμορφο πρόσωπο της πεθαμένης γυναίκας.
Από εκείνη τη μέρα, οι χωριανοί έβλεπαν τον βοσκό να βόσκει τα πρόβατα πάντα στο ίδιο σημείο, πάντα δίπλα στη παλιά βρύση. Διαιρωτούνταν τι να έπαθε, και σκέφτονταν ότι ίσως του τάραξε ο νους από τη πολλή μοναξιά του επαγγέλματος του.
Όμως ο βοσκός, επισκεπτόταν κάθε μέρα το σπήλαιο κρυφά να μην τον δουν και του κλέψουν την αγαπημένη, και με τις ώρες καθόταν και την κοίταζε. Η παγωμένη της πέτρινη μορφή κάθε μέρα έδειχνε περισσότερο όμορφη, και αυτός κάθε μέρα περισσότερο την αγαπούσε.
Και σε σε λίγο καιρό μια μέρα μη αντέχοντας να είναι μακριά της, παράτησε το σπίτι και το κοπάδι του, και εγκαταστάθηκε στο σπήλαιο. Έπινε νερό και πλενόταν από την βρύση, μάζευε άγρια χόρτα και καλλιεργούσε λίγα οπωρικά, και όλα αυτά του αρκούσαν, δεν ήθελε τίποτα άλλο, φτάνει που είχε παρέα την αγαπημένη του.
Οι χωριανοί πίστεψαν πώς σίγουρα του σάλεψε, και πως αποφάσισε να γίνει ασκητής, να ζήσει με το Θεό.
Και όταν πέρασαν πολλά χρόνια και όλοι τον ξέχασαν, ένας κυνηγός ανακάλυψε το κουφάρι του μέσα στη σπηλιά. Άντεξε και έζησε όλη του τη ζωή μέχρι τα γεράματα, με την όμορφη γυναίκα της σαρκοφάγου.
Ο κυνηγός ισχυρίστηκε πως απλά βρήκε τον νεκρό. Δεν είπε για σαρκοφάγο, παρά πως από όσα είδε στο σπήλαιο, μάλλον ο βοσκός έζησε σαν ασκητής αφιερωμένος στο θεό. Κάποιοι όμως ισχυρίστηκαν ότι ο κυνηγός βρήκε τη σαρκοφάγο που την πούλησε σε αρχαιοκαπήλους, και που τώρα ευρίσκεται σε ιδιωτικό Αρχαιολογικό μουσείο της Νέας Υόρκης.
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΚΑΡΑΒΟΥ
12. Και άγρίωσεν ή θάλασσα με κακαίς βοαίς,
ο ουρανός σκοτίστην άπό ταίς βρονταίς.
13. Κατάρτια τσακκιστήκαν απου ταίς αστραπαίς,
τότες είνε φόβοι, τρομάρες φοβεραίς,
14. τρομάρες ασυνήθισταις εις ταίς άμαρτωλαίς,
που πάσιν κολασμέναις και άξωμολόγηταις
15. Πως ετσι τουν το πάχτιν στήν Πάφουν να πνιγούν,
ανάμεσα στον κόλπον της Καραμανιάς
16. καράβιν κινδυνεύει μέσ' τα βαθιά νερά,
κλαίσιν και αναστενάζουν γυναίκες, πάς παιδιά,
το πώς θέν να γλυτώσουν έκείνην την βραδιά.
Τα άγρια κύματα της θάλασσας της Χλώρακας που για χιλιάδες χρόνια προσπαθούν να κατατρώουν τις πέτρινες ακτές της, εκείνη τη μέρα του 1810, θυμωμένα για την ανημποριά τους αυτή, έριξαν με βία το σιδερένιο πλοίο της γραμμής Κύπρου Ιεροσολύμων, πάνω στις ξέρες του Φουρφουρή και το έκαμαν κομμάτια. Ήταν γεμάτο πλούσιους επιβάτες που είχαν χρυσές λίρες, γι αυτό το είπαν χρυσοκάραβο
Από τον κόλπο της Μόρφου το επιβατικό πλοίο σαλπάρισε για τους Αγίους Τόπους. Σε μια εποχή Τουρκοκρατίας που ο Κυπριακός πληθυσμός ζούσε εξαθλιωμένη ζωή από τη φτώχεια και την καταπίεση των Τούρκων, σχεδόν κανένας δεν είχε την πολυτέλεια για ταξίδια αναψυχής, εξόν των πλουσίων προεστών και μεγαλοαστών που είχαν την εύνοια των Οθωμανών.
Τα πλοία που ελλιμενίζονταν στα Κυπριακά λιμάνια, ήταν συνήθως φορτηγά που μετέφεραν προϊόντα αλλα και επιβάτες συνάμα. Όμως, ένα επιβατικό πλοίο της γραμμής του Χακή Αλεξανδρή που σε αυτό ήταν μέτοχος και ο Δραγουμάνος Χατζη Γεωργάκης Κορνέσιος, έκανε το δρομολόγιο Κύπρου Ιεροσολύμων μεταφέροντας προσκυνητές στους Αγίους τόπους, και καθώς με αυτό μόνο πλούσιοι ταξίδευαν, οι φτωχοί το ονόμαζαν χρυσοκάραβο. Ήταν ένα γερό σκαρί από σίδερο, που τα κύματα το έριξαν στις ξέρες του Φουρφουρή στη Χλώρακα, και το βούλιαξαν.
Στη δεκαετία του 1800 λοιπόν, φόρτωσε εχούμενους επιβάτες για ένα προσκηνηματικό ταξίδι στα Ιεροσόλυμα. Ανάμεσα τους ήταν και η Μαρουθκιά σύζυγος του Χατζή Γεωργάκη ο οποίος δέσποζε στη ζωή του νησιού, με το μικρό παιδί τους τον Νικολάκη.
Ο Δραγουμάνος ήταν ένας αξιωματούχος Χριστιανός που είχε εξουσία και δύναμη, καθώς οι Τούρκοι συνήθιζαν να ορίζουν αντιπροσώπους εκ των κατακτηθέντων λαών. Εκλεγόταν από τους επισκόπους και ήταν επίτροπος του λαού με διοικητική και οικονομική εξουσία.
Σημαντικότερος των Κυπρίων δραγουμάνων ανεδείχθη ο Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος. Ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα με επιρροή, και είχε ισχυρους φίλους στη μεγάλη Πύλη, στην Κωνσταντινούπολη.
Εκτός από δραγομάνος ο Χατζή Γεωργάκης υπήρξε πλοιοκτήτης και μεγάλος γαιοκτήμονας, καθώς από τη θέση του απέκτησε πολλά χρήματα εκμεταλλευόμενος τη θέση του. Ένεκα όμως των ενεργειών του για υπέρμετρο πλουτισμό, ένα καιρό έπεσε υπό δυσμένεια και υπήρχε κίνδυνος απομάκρυνσης του, ή και θανάτωσης του.
Ανάμεσα σ αυτές τις συγκυρίες, η Μαρουθκιά Παυλίδη, μαζί με άλλους πλούσιους επιβάτες, επιβιβάστηκε στο πλοίο του Χακή Αλεξανδρή, για προσκύνημα στους Αγίους τόπους για να παρακαλέσει τον Χριστό να γλυτώσει από τον κίνδυνο ο σύζηγος της και τον θείος της Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος.
Ο καιρός έδειχνε ότι πήγαινε να χαλάσει, όμως ο καπετάνιος δεν σκέφτηκε να αναβάλει τον πλούν του πλοίου, έτσι ξεκίνησαν ελπίζοντας να μην τους πιάσει μεγάλη τρικυμία και να τους δυσκολέψει.
Όταν όμως το πλοίο ξανοίχτηκε, ξέσπασε θαλασσοταραχή που συνέχεια δυνάμωνε, ενώ δυνατοί άνεμοι τους χτυπούσαν κάνοντας την πορεία του πλοίου πολύ δύσκολη και επικίνδυνη.
Φόβος άρχισε να ζώνει τους επιβάτες, που όσο δυνάμωνε η τρικυμία, ο φόβος γινόταν τρόμος που φώλιαζε στην καρδιά τους και τους γέμιζε αγωνία. Όλοι μαζί οι επιβάτες και το πλήρωμα, κατατρομαγμένοι παρακαλούσαν τον Χριστόν και την Παναγία να τους γλυτώσει.
Το πλοίο κατάφερε να προχωρήσει και να παρακάμψει τη χερσόνησο του Ακάμα, όμως στα ανοιχτά της Χλώρακας, τα κύματα τους παρέσυραν στη στερια και τους έριξαν πάνω στις ξέρες του Φουρφουρή, στην περιοχή Δήμμα. Το πλοίο τσακίστηκε και βούλιαξε. Πολλοί επιβάτες πνίγηκαν μέσα στις καμπίνες τους, ενώ άλλους τους άρπαξαν τα δυνατά ρεύματα και τα άγρια κύματα και τους βούλιαξαν στα βαθιά νερά και τους επνιξαν, ή με ορμή άλλους τους τσάκισε τα κορμιά πάνω στις ξέρες και τους σκότωσε.
Δεν έμεινε κανένας ζωντανός, ούτε κανένας μπορεσε να κολυμπήσει να βγει στην στεριά που ήταν πολύ κοντά από το ναυάγιο.
Οι ξέρες του Φουρφουρη έχουν απόσταση από τη στεριά λίγες εκατοντάδες μέτρα, και η κοντινότερη ακτή, είναι ο κόλπος της Βρεξης ένας μικρός όρμος στρωμένος με άμμο και περικλυσμένος από μεγάλους βράχους όπου μετά από μεγάλες τρικυμίες η θάλασσα ξεβράζει αντικείμενα και ξύλα από ναυάγια, καθώς τα ρεύματα και οι άνεμοι, τα σπρώχνουν και τα βγάζουν εκεί.
Οι κάτοικοι της Χλώρακας μετά από κάθε τρικυμία επισκέπτονταν και έψαχναν τις παραλίες και τις χάστρες ανάμεσα στους βράχους, και ότι τα ρεύματα και οι άνεμοι ξέβραζαν, τα μάζευαν για δική τους χρήση.
Μόλις μαθεύτηκαν τα κακά μαντάτα για το ναυάγιο του Χρυσοκαραβου, οι κάτοικοι της Χλωρακας καθώς και των γειτονικών περιοχών, έτρεξαν με αγωνία κάτω στην παραλία.
Σε όλη την ακτή υπήρχαν ξεβρασμένα πτώματα πνιγμένων και άλλα αντικείμενα του βουλιαγμένου πλοίου, αλλά κυρίως στον ορμίσκο της Βρεξης, είχαν ξεβραστεί τα περισσότερα πτώματα δημιουργώντας ένα απερίγραπτο θέαμα που συγκλόνισε όσους το αντίκρισαν.
Οι Τούρκικες διοικητικές αρχές απεμάκρυναν τον κόσμο και απέκλεισαν την περιοχή. Περιμάζεψαν τα πτώματα και μάζεψαν ότι άλλο πολύτιμο ξεβράστηκε.
Ύστερα που τελείωσαν την μακάβρια αποστολή τους και αποχώρησαν, οι κάτοικοι έψαξαν και αυτοί με τη σειρά τους και μάζεψαν ότι απέμεινε, ξύλα, βαρέλια, σχοινιά ή ότι άλλο βρήκαν.
Αφού παρήλθαν λιγες μέρες και η ζωή επανήρθε στον ρυθμό της, δυο αδέρφια από τη Χλώρακα πρόγονοι της οικογένειας Πενταράς, σε μια συνηθισμένη επίσκεψη τους στη θάλασσα ψάχνοντας να βρουν λαττάδες, βρήκαν ένα πτώμα πνιγμένου που δεν είχε περιμαζευτεί μέσα σε μια βαθιά χάστρα σφηνωμένος, μισοσκεπασμένος από το νερό και τα φύκια, ίσα που φαινόταν.
Ήταν πρησμένος και τουμπανιασμένος, και στη μέση είχε ζωσμένη μια ζώνη. Σκέφτηκαν αμέσως ότι μέσα περιείχε χρυσά γρόσια, αφού ήταν γνωστό το πλοίο ως το χρυσοκάραβο των πλουσίων.
Ο ένας με δυσκολία και πολλή προσπάθεια κατεβηκε στη σχισμή των βράχων. Έσκυψε να λύσει και να πάρει την ζώνη, αλλά μετακινώντας το πεθαμένο κορμί, από την κίνηση ακούστηκε ένας ρόγχος να βγαίνει από τα σωθηκά του πνιγμένου και η βρώμικη μυρωδιά της σήψης που βγήκε από το στόμα του τον έλουσε, και τον έκανε να αναριγίσει καθώς αισθάνθηκε την ανάσα του θανάτου στο πρόσωπο του. Κυριεύτηκε από τρόμο, και από τη σιχαμάρα που του προκάλεσε η μπόχα της νεκραϊλας, ένιωσε το λογικό του να σαλεύει και αμέσως αρρώστησε βαριά.
Ο αδερφός του με δυσκολία τον μετέφερε σπίτι. Η αρρώστεια ήταν βαριά κανένας γιατρός δεν μπόρεσε να τον γιατρέψει, ούτε ξορκιστής να τον ξεματιάσει. Σε λίγες μέρες πέθανε. Ο αδελφός του πήρε τις λίρες, τις έκρυψε, και δεν τις ξόδεψε, γιατί τις θεώρησε καταραμένες. Λέγεται ότι έβγαλε μια τρύπα στον τοίχο του σπιτιού και τις έκτισε μέσα.
Από τότες έμειναν κρυμμένες και άφαντες για πολύ καιρό, ώσπου μετά πάροδο πολλών δεκαετιών, κάποιος που αγόρασε το σπίτι, ξαφνικά εγινε πλούσιος στα καλά καθούμενα. Κάποιοι είπαν ότι ίσως βρήκε την κρυψώνα.
Ο ΤΣΙΥΡΚΑΚΟΣ
Ήταν μια νύχτα παγωμένη, ήταν το φεγγάρι γεμάτο και η άγρια περιοχή φωτιζόταν με το κίτρινο φως του, ένα χλωμό και γεμάτο φόβο φως. Μια ψυχρή πνοή ανέμου φυσούσε αδύνατα, και σκέπαζε με πολλη παγωνιά ότι άγγιζε. Μια πνοή τόσο παγωμένη που όλα τα πάγωνε και τα σκότωνε.
Παλιά τον καιρό της Τουρκοκρατίας, ο Σιαμμάς, ένας Έλληνας Κύπριος για να μην σκοτωθεί στις σφαγές της 9ης Ιουλίου του 1821 καθώς συγγενείς του είχαν ανάμειξη στα επαναστατικά γεγονότα που έλαβαν χώραν εναντίον των Τούρκων, για να γλιτώσει έφυγε από την Κύπρο και ζήτησε καταφύγιο στην Αίγυπτο. Εκεί κατοίκησε για πάντα, αλλά τα τρία παιδιά του όταν ενηλικιώθησαν, γύρισαν πίσω.
Ένας εκ των τριών, ο Κυριάκος κατά το γυρισμό του πέρασε από τους Αγίους τόπους, έτσι από τότε και πλέον τον αποκαλούσαν Χατζιή Τσιυρκακό Σιαμμά.
Ήταν ένας νέος που του άρεσε η ησυχία και η μοναξιά, γι αυτό ζήτησε εργασία σε ένα βοσκό με ανταμοιβή φαγητό, και κάθε χρόνο έξι αρνιά. Όταν πέρασαν λίγα χρόνια, μάζεψε το μικρό κοπάδι που απέκτησε και ανέβηκε στα βουνά, έκτισε μια μάντρα και μια κάμαρη με ξερόλιθους, και κατοίκησε μες τις ερημιές και τα λαγκάδια, παρέα με τα πρόβατα τα πουλιά, και τις αλεπούδες.
Πέρνούσε ο καιρός, και ζούσε μες στην ησυχία του. Ήταν ευχαριστημένος και απολάμβανε την ήρεμη και ασκητική ζωή που διαβιούσε, ώσπου δυστηχώς μια κρύα μέρα αρρώστησε βαριά, δεν είχε αναπνοή, κατάκοιτος και μοναχός, προσπαθούσε να βρει γιατρειά, μα χωρίς αποτελεσμα.
Ήταν μια νύχτα παγωμένη, ήταν το φεγγάρι γεμάτο και η άγρια περιοχή φωτιζόταν με το κίτρινο φως του, ένα χλωμό και γεμάτο φόβο φως. Μια ψυχρή πνοή ανέμου φυσούσε αδύνατα, και σκέπαζε με πολλη παγωνιά ότι άγγιζε. Μια πνοή τόσο παγωμένη που όλα τα πάγωνε και τα σκότωνε. Τα ζώα και τα πουλιά ήταν φοβισμένα, τα φυτά έγερναν και πέθαιναν από την κρυότητα. Η υγρασία πάγωσε και η γιάλλα σκέπασε όλη τη γη, εγινε σαν καθρέφτης και μέσα του φαινόταν το άρρωστο κίτρινο φως του φεγγαριού σαν προμήνυμα κακών μαντάτων και άσχημων πραγμάτων.
Ήταν έρημη η βουνοπλαγιά, όλα ακίνητα και πεθαμένα, ακουγόταν μονο το ελαφρύ σφύριγμα της παγωμένης πνοής που αρρώσταινε και σκότωνε ότι άγγιζε. Ακουγόταν μαζί και το μακρόσυρτο ουρλιαχτό του λύκου που έσμιγε με τους ρόγχους τους επιθανάτιους του νεαρού παλικαριού. Που κατάκοιτος και άρρωστος τον άφηνε και έφευγε η ζωή του, παγωμένη και αυτή από τη τσουχτερή παγωνιά.
Ήταν σε μια καλύβα μοναχική, δίπλα στην μάντρα με τα ζώα, είχε αρρωστήσει και ήταν μόνος και έρημος μες την έρημη βουνοπλαγιά, μόνος αυτός μες την παγωμένη φύση. Πανω στο αχυρένιο στρώμα εδώ και μέρες με δυσκολία στην αναπνοή και μαύρους κύκλους στα μάτια που δεν είχαν δύναμη νάναι ανοιχτά, είχε νιώσει τον θάνατο που ήρθε και παρακαλούσε να ζήσει, και πάλευε για να ζήσει, ώσπου τελικά τα κουρασμένα στήθη σταμάτησαν να ανεβοκατεβαίνουν, και η αδύνατη καρδιά έπαψε να χτυπά ενώ στο κίτρινο πρόσωπό του απλώθηκε το άσπρο του θανάτου. Ένα κουφάρι στο κρεβάτι, και η παγωμένη πνοή του αέρα που τον σκότωσε έμπαινε από τις χαραμάδες της πόρτας…
Η ωρα πέρασε, ήρθε το πρωί, η παγωνιά έπεσε, και το φως της αυγής πήρε να χαράζει. Ο αέρας δυνάμωσε, έλιωσε η γιάλλα και η πόρτα στο μικρό σπιτάκι άνοιξε από τον αέρα και χτυπούσε στον παραστατό με ένα μονότονο ήχο.
Ένα δροσερό αεράκι άγγιξε το πρόσωπο του πεθαμένου παλικαριού, και ως να κοιμόταν άνοιξε τα μάτια, χασμουρήθηκε και με ένα πήδο πετάχτηκε όρθιος…
Στάθηκε στην πόρτα κι αγνάντεψε πέρα τα αντικρινά βουνά, και έμεινε να κοιτάζει σκεφτικός. Θυμόταν την χθεσινή νύχτα που δεν είχε αναπνοή, θυμόταν την ψυχή του να φεύγει, και το πνεύμα του να ταξιδεύει, να κινείται με τρομαχτική ταχύτητα σε όλη την οικουμένη, ακόμα και μέσα στην ύλη. Θυμόταν ξεκάθαρα τη διαδικασία του θανάτου του, ήταν ευχάριστη και εμπειρική. Ήταν ένα ταξίδι που του άρεσε, που ταξίδεψε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στα πέρατα του ουρανού, που συνάντησε ένα απέραντο φως και που ενώθηκε μαζί του, εγινε ένα με αυτό, και ένιωσε το πνεύμα του να αγαλλιά…
Έμεινε να κοιτάζει από την πόρτα όλη την γυρω φύση και σκεφτοταν γιατί γύρισε πίσω, γιατί δεν έμεινε εκεί που ήταν τόσο ωραία. Κατάλαβε ότι εγινε θαύμα, μέσα του ένιωθε γαλήνη, γονάτισε και προσευχήθηκε. Σηκώθηκε και προχώρησε προς τη μάντρα, είχε ένα αίσθημα ανήσυχο για τα πρόβατα, ήταν πολύ το κρύο για να το αντέξουν. Σαν κόντεψε τα είδε όλα νεκρά, ήταν η νυχτερινή παγωμένη πνοή του θανάτου που πέρασε και μαζί πήρε αυτόν, πήρε και τα ζά. Με έκφραση απόλυτης ηρεμίας και στωικότητας αντίκρισε τον ομαδικό θάνατο, τον είχε «ζήσει» και αυτός, ήταν μια απόλυτη εμπειρία, μια κατάσταση έξω από τη συνηθισμένη. Και δεν μπορούσε ύστερα από τέτοια εμπειρία να παραμείνει ασυγκίνητος ήταν ένα σημείο του Θεού που τον έκαμε να νιώθει άμετρη ηρεμία, ένιωθε ότι πέρασε από την κρίση του Θεού…
Γύρισε στη κάμαρη, άνοιξε το παλιό μπαούλο και πήρε την βαριά κάπα, έβαλε στην βούρκα του φαί και ροβόλησε την βουνοπλαγιά. Ήθελε να κατέβει στον κάμπο, να αλλάξει ζωή, να δει ανθρώπους, να ζήσει μαζί τους. Ένιωθε μέσα του μια ανάγκη, δεν μπορούσε άλλο μοναχός, είχε μια ανάγκη φυγής μακριά από την ως τώρα στεγνή καθημερινότητά του, τα φυλακισμένα του συναισθήματα αναζητούσαν διέξοδο, οι αισθήσεις του ήταν σε επιφυλακή για δράση, και η αιώνια αναμονή που παραλύει τα πάντα, ήθελε να τελειώσει.
Περπάτησε ώρες πολλές, έβαλε σημάδι την ξέρα του «Φερφουρή» στη θάλασσα της Χλώρακας. Εκεί ήθελε να παει, εκεί να κατοικήσει, μέσα στους κάμπους, δίπλα στη θάλασσα, κοντά στην πόλη του Κτημάτου μιας πόλης στην οποία θα μπορούσε να χαθεί και με φαντασία να ζήσει κάτι πρωτόγνωρο, καινούργιο, ήθελε να ονειρευτεί, να πετάξει, να απελευθερώσει όλα όσα κρύβει η ψυχή, ήθελε να αποκαλύψει τη γνήσια πνευματικότητα, να κυνηγήσει σκοτεινές και φλογερές παρορμήσεις, να αισθανθεί ελεύθερος.
Υ.Γ. Ο Χ" Τζιητσιυρκακός κατοίκησε στη Χλώρακα, απέκτησε μεγαλη περιουσία και έγινε άρχοντας της περιοχής. Παντρεύτηκε την Μαρίκα, και ύστερα την Χ'' Λωξάνδρα. Απόγονοι τους ήταν οι Χριστόδουλος Σιαμμάς αλλως Ττοουλούην, ο Χαράλαμπος που παντρεύτηκε την Έρχαρη, η Αργυρή Τσιυπρή, η ΧατζιηΕλενούα η μαμμή, η Δεσποινού η οποια παντρεύτηκε τον Ευστάθιον Κυρηνέαν Λαούρη που εργαζόταν ως μισταρκός στον πατέρα της, και στερνοπαίδι ο Κυριάκος πατέρας της Ελεγγούς του Ερωτόκριτου.
Ο ΟΘΩΝΗΣ ΚΑΙ Η ΧΡΥΣΗ ΣΠΗΛΙΑ
Ο Οθωνής της Ελεγγούς είχε γυρισμένα τα ποϊνάρκα του παντελονιού ως τα γόνατα και με τα πόδια ξυπόλυτα πατημένα μέσα στις λάσπες και κρατώντας σφικτά τη τσάπα, γύριζε τις δισιές. Το νερό κυλούσε στα αυλάκια και πότιζε τα κατεβατά με τα κόκκινα παντζάρια που βλάσταιναν σπαρμένα στο μεγάλο χωράφι. Στο κεφάλι φορούσε ένα παλιό ψάθινο καπέλο που του έκοβε τον ήλιο και τον προστάτευε από τις κοφτερές αχτίνες, ενώ στο λαιμό είχε δεμένο ένα μαντήλι που κάθε λίγο το βουτούσε και το έβρεχε για να τον δροσίζει.
Η κάψα του καλοκαιριού έσμιγε με το νοτιά της αλμύρας που έβγαινε από τη θάλασσα δημιουργώντας μια αφόρητη υγρασία που θόλωνε την ατμόσφαιρα και δημιουργούσε ένα αραιό πούσι.
Ετυχώς, σκέφτηκε, ο ήλιος που έγερνε να δύσει κάνοντας τη θάλασσα να λαμπιρίζει και να γυαλίζει, θα επαιρνε μαζι του όλη την αφόρητη κάψα εκείνης της μέρας, αφήνοντας τόπο στη νυχτερινή δροσιά να την αντικαταστήσει…
Τέλειωσε το πότισμα και ξέζεψε το γαϊδούρι από το αλακάτι. Του έβαλε την μουτταρκά και το σειήνιασε στον όχτο του χωραφιού με τον κιτρινισμένο φαρρά από κουτσούλλες κριθαριού. Αποφάσισε να αφήσει το ζώο να βοσκήσει, και αυτός θα επέστρεφε στο χωριό περπατητός. Τέτοιες ώρες τις απολάμβανε και τις ευχαριστιόταν, όταν έγερνε ο ήλιος να δύσει και αυτός έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού.
Εκείνη τη μέρα λοξοδρόμησε, πήρε το παραλιακό μονοπάτι που οδηγούσε στο Κοτσιά, ένα κόλπο που εκεί ξέβραζε η θάλασσα μεγάλες σανίδες ή βαρέλια, και ότι άλλο πετούσαν στη θάλασσα τα πλοία που περνούσαν. Το συνήθιζε αυτό το δρομολόγιο, γιατί μετά από κάθε τρικύμία, τα κύματα ξέβραζαν λαττάδες (μεγάλες σανίδες) που ήταν πολύ χρήσιμες εκείνους τους δύσκολους φτωχικούς καιρούς.
Δεν βρήκε τίποτα, και πριν ο ήλιος τελείως γύρει, βιαστικά ξεκίνησε για το χωριό, πριν τον προλάβει το σκοτάδι.
Διασχίζοντας τα σπαρμένα χωράφια, έβαλε σημάδι να βγεί στους Κλούνους, μια καταπράσινη κοιλάδα από άγρια βλάστηση που απλώνόταν κάτω από ένα ψηλό γκρεμμό, και όπου λίγο πιο πέρα ήταν το σπίτι του. Ήταν στο έμπα του χωριού, και στα σύνορα με το Τούρκικο χωριό της Λέμπας, δίπλα στο μικρό εκκλησάκι της Αγιάς Μαρίνας.
Τα θάμνα και τα βάτα βλάσταιναν τόσο πυκνά, που άνθρωπος δεν μπορούσε να περάσει ανάμεσα τους. Ήταν μια περιοχή περίσσιας ομορφιάς γεμάτη από φυσική άγρια βλάστηση, αλλά γεμάτη φίδια και αλεπούδες.
Όταν κόντεψε, ο Οθωνής είδε ένα μεγάλο φώς να βγαίνει μέσα από την πυκνή βλάστηση, και να φέγγει περισσότερο την ημέρα που σκοτείνιαζε καθώς ο ήλιος έγερνε να δύσει. Γεμάτος περιέργεια προχώρησε και άνοιξε δρόμο με το ραβδί του ανάμεσα στα πυκνά βάτα. Με πολλή δυσκολία κατάφερε να πάει κοντά, και έκπληκτος είδε το εκτυφλωτικό φως να βγαίνει από το στόμιο μιας σπηλιάς. Μπήκε μέσα, και είδε πως το φως ήταν η αντανάκλαση του ήλιου που δύοντας έριχνε τις ακτίνες του σε ένα μεγάλο σωρό από χρυσάφι.
Μονομιάς κατάλαβε. Ήταν η χρυσή σπηλιά της Αγιάς Μαρίνας. Ήταν τα αμύθητα πλούτη για τα οποία έλεγαν οι τοπικοί θρύλοι. Το ξάφνιασμα του ήταν μεγάλο, και εμβρόντητος κοίταζε χωρίς να είναι σίγουρος αν όσα έβλεπε ήταν πραγματικά, ή αν ήταν της φαντασίας του που κάλπαζε επηρεασμένη από όσα είχε ακούσει για τη χρυσή σπηλιά.
Όμως, ήταν αλήθεια, και αυτό το κατάλαβε όταν δυστηχώς πλέον ήταν αργά. Ένιωσε μια ζαλάδα, και το νου του να γυρίζει. Το στομάχι του ανακατώθηκε, και τα μέλη του κορμιού του άρχισαν να παραλύουν.
Με φόβο κατάλαβε πως τον έζωνε μια θανατερή αύρα, που ήταν διάχυτη μέσα στη σπηλιά. Ένιωσε να αναριγά και να αρρωσταίνει, και να πεθαίνει. Είχε αναπνεύσει τον πεθαμένο αέρα, τώρα, θα πέθαινε κι αυτός, καθώς ο θρύλος έλεγε για την κατάρα του σπηλαίου της Αγιάς Μαρίνας.
Με δυσκολία έσυρε τα βήματα του και βγήκε έξω στον καθαρό αέρα. Με περισσότερη δυσκολία καθώς όσο περνούσε η ώρα και περισσότερο το κορμί του δηλητηριαζόταν, κατάφερε σιγά-σιγά να φτάσει στο σπίτι του.
Έπεσε στο κρεβάτι χλωμός και πολύ άρρωστος. Το δέρμα του έσπασε και άνοιξε. Έγινε όλο του το κορμί μια ανοιχτή κίτρινη πληγή. Η γυναίκα του η Ελεγγού και οι συγγενείς του έφεραν τον μοναδικό γιατρό της περιοχής τον Χρίστο Κουφό, αλλά τίποτα δεν μπόρεσε να κάμει. Αφού τον εξέτασε καλά, αποφάνθηκε πως γρήγορα θα πέθαινε, γιατί στο κορμί του μέσα δεν είχε απομείνει καθόλου αίμα.
Άντεξε μόνο τρεις ημέρες. Το κορμί του κιτρίνισε, το δέρμα του έλιωσε, και πέθανε μέσα σε ένα παραμιλητό που κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έλεγε, έτσι κανείς δεν έμαθε πως βρήκε τη χρυσή σπηλιά, όμως ολονών ο νους, αυτό ακριβώς κατάλαβε.
Ο ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ
Οι Άνθρωποι για να επιβιώσουν μάθαιναν να εργάζονται σκληρά, και επέλεγαν επαγγέλματα σύμφωνα με τις διαθέσεις, τις δυνάμεις, τις βλέψεις και τις επιθυμίες τους. Ρίχνοντας μια ματιά στα παλαιά επαγγέλματα, θα γνωρίσουμε τις δυσκολίες που είχαν στην ανεύρεση ενός συμφέροντος επαγγέλματος. θα διαπιστώσουμε και θα θαυμάσουμε την επινοητικότητά τους για να μπορέσουν να εκμεταλλευτούν αυτά που τους έδινε η φύση. Θα δούμε κάποιους χαρισματικούς με υπερφυσικά προσόντα όπως μυϊκή δύναμη και υπεράνθρωπη αντοχή να γίνονται παλαιστές και να επιδεικνύουν τα προσόντα τους, και γνωρίζοντας την ανάγκη του λαού να θαυμάσει κάθε υπεράνθρωπο, έδιναν παραστάσεις πάλης και επίδειξης άλλων κατορθωμάτων που μόνο αυτοί μπορούσαν να επιτύχουν. Και ήταν πράγματι μεγάλα τα κατορθώματα τους, τόσο που η φαντασία του απλού λαού έπλασε τα αληθινά με τα φανταστικά και ένωσε το θρύλο με την ιστορία.
Στη σημερινή μου διήγηση, μια πραγματική ιστορία θα σας πω για έναν δυνατό παλαιστή που διακρίθηκε στην μακρινή Αμερική καθώς μετανάστευσε για ένα καλύτερο μέλλον και μια μεγαλύτερη φήμη.
Πρόκειται για τον Σάββα Ττοουλιά, ένα νεαρό με μεγάλη μυϊκή δύναμη, που μια φορά όταν τον έστειλε ο πατέρας του να πάρει το γαϊδούρι τους στους αγρούς να βοσκήσει και το έπιασε το γαϊδουρινό γινάτι και δεν περπατούσε, αυτός θύμωσε και το άρπαξε στα χέρια, το φορτώθηκε, και το κουβάλησε στους ώμους. Από μικρό παιδί είχε μεγάλη φυσική δύναμη που την όφειλε στα γονίδια της οικογένειας. Πολλοι προγονοι του φημοζονταν για τη σωματική τους ρώμη, αλλά προπάντων ο πατέρας του και ο παππούς του που ήταν δυνατοί, σαν λιοντάρια.
Από την Κισσόνεργα καταγόταν ο πρώτος πρόγονος που έφερε το επίθετο Ττοουλιάς, επίθετο το οποίον προήλθε από το μικρό του όνομα Χριστόδουλος ή Ττοουλής ή Ττοουλιάς, παρατσούκλι που έμεινε σαν επώνυμο και στις επόμενες γενιές έως σήμερα. Ήταν μεγαλόσωμος με πολλή δύναμη και δυνατό σωματικό σκαρί, χαρακτηριστικά που φέρουν αρκετοί απόγονοι του που επίσης διακρίνονται για τη μεγάλη σωματική τους δύναμη.
Οι πληροφορίες φέρουν δυο από τα παιδιά του να μετοικεί ένας στη Χλώρακα και άλλος στην Αυγόρου.
Στην Αυγόρου μετανάστευσε από μικρό παιδί ο Γεώργιος που πήγε δουλειά σαν μισταρκός και όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε και δημιούργησε οικογένεια εκεί. Ένα από τα παιδιά του ο Χριστόδουλος παντρεύτηκε στην Άχνα και έκαμε πέντε παιδιά τους Γιαννή, Δέσποινα, Γεώργιο, Κυριάκο, και Σάββα. Οι τελευταίοι τρεις μετανάστευσαν στην Αμερική όπου έζησαν και οι απόγονοι τους ευρίσκονται εκεί.
Εκ των τριών μεταναστών, ο Σάββας ήταν παλικάρι και είχε τεράστια σωματική δύναμη. Ήταν άφοβος και ανίκητος, έτσι που φυσιολογικά κατέληξε να γίνει επαγγελματίας παλαιστής.
Ανακάλυψε ένα προπονητήριο όπου μπορούσε να παλεύει. Αφοσιώθηκε με μανία στην προπόνηση, και γρήγορα με τον καιρό κέρδισε πολλούς αγώνες. Τον καλούσαν σε όλες τις πολιτείες της Αμερικής όπου έγινε πολύ γνωστός. Είχε αποκτήσει φήμη και γνώρισε μεγάλη δόξα, ήταν πάντα ο νικητής και μεγάλα στοιχήματα παίζονταν υπέρ του. Κέρδισε πολλά χρήματα, που όμως δεν τα λογάριασε. Το χειροκρότημα των θεατών ήταν η μεγαλύτερη του ανταμοιβή.
Όμως όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο και περισσότερο στην Αμερική, στις δουλειές αυτές όπου διακινούνται τεράστια ποσά χρημάτων, τον έλεγχο κάθε μεγάλης νίκης πάντα τον έχουν άνθρωποι του υποκόσμου. Με διάφορους τρόπους πάντα καταφέρνουν να γίνεται αυτό που τους συμφέρει. Είναι τόσο ασύλληπτα τα ποσά χρημάτων που διακινούνται στα στοιχήματα που περιπλέκονται στο συνδικάτο της διαχείρισης των αποτελεσμάτων κάθε αγώνος, που οι άνθρωποι και οι πέριξ αυτών που τα διαχειρίζονται, δρουν παράνομα και ανενόχλητα χωρίς η δικαιοσύνη να μπορεί να τους ακουμπήσει. Κανονίζουν τα αποτελέσματα με ένα τους λόγο και προωθούν στον πρωταθλητισμό όσους αυτοί και μόνον αποφάσιζουν, ασχέτως εαν αξίζουν πραγματικώς.
Ο Κύπριος παλαιστής Σάββας Τουουλιάς είχε τα φόντα για μια σπουδαία καριέρα εκεί στη μακρινή ήπειρο της νέας γης όπου η μια νίκη του διαδεχόταν την άλλη, σημάδι βέβαιο πως θα κατακτούσε την πρωτιά. Με αισθήματα πατριωτισμού να τον διακατέχουν, είχε μια μεγάλη επιθυμία στην καρδιά, ήθελε να κάμει το όνομα του και την άγνωστη μικρή πατρίδα του φημισμένα και ξακουστά ονόματα εκεί στη μεγάλη χώρα. Σύντομα το όνομα του έγινε αρκετά γνωστό, και τα χρήματα γέμιζαν τις τσέπες του, παρ όλο που δεν τον ενδιέφεραν τόσο αυτά, όσο η προσωπική του δόξα. Δεν δέχτηκε συμβιβασμούς, ούτε υπέκυψε σε εκβιασμούς, ήταν όμως αυτό αιτία να τον σκοτώσουν, να τον δολοφονήσουν.
Ήταν ένας αγώνας πάλης, ένα παιχνίδι στημένο που εάν τελεσφορούσε θα επέφερε πολλά εκατομμύρια κέρδη χρημάτων στους ανθρώπους της μαφίας που κυριαρχούσαν και εκβίαζαν, που δωροδοκούσαν ή τιμωρούσαν ή και δολοφονούσαν για παραδειγματισμό εάν χρειαζόταν. Που είχαν καταντήσει τα αθλήματα κυρίως της πάλης και του μποξ, καθαρά παράνομες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις που προκαθορίζονταν τα αποτελέσματα από τους νονούς με απώτερο καθαρό σκοπό το οικονομικό όφελος από τα στοιχήματα.
Γι αυτό όταν ο Σάββας Ττοουλιάς δεν υπάκουσε στην προσταγή τους, αυτοί θεώρησαν πως αυτός ο ασήμαντος ανθρωπάκος από ένα άγνωστο μέρος του κόσμου, έπρεπε να τιμωρηθεί και να γίνει μικρό παράδειγμα για τους υπόλοιπους συναδέλφους του, ώστε να υπακούν στο σύστημα που είχαν δημιουργήσει και που αποτελείτο από μπράβους και δολοφόνους, αλλά και «καθώς πρέπει» ανθρώπους της κοινωνικής και πολιτικής ελίτ.
Έτσι όταν αντί να ηττηθεί στον αγώνα όπως είχε λάβει προσταγή αυτός νίκησε, η καταδίκη του είχε προδιαγραφεί. Η διαταγή δόθηκε και ο παλαιστής με το λαμπρό μέλλον διαγράφηκε δια παντός από τους αγώνες, βρέθηκε σκοτωμένος σε μια γωνιά του δρόμου ένα πρωί ξημέρωμα από την αστυνομία. Είχε δολοφονηθεί ένα δείλις αργά ενώ επέστρεφε στο ξενοδοχείο που διέμενε, με τρόπο ενδεικτικό και επιδεικτικό που φανέρωνε τους λόγους του άδικου σκοτωμού.
Υ.Γ.
Συγγενείς του μεγάλου παλαιστή Σάββα Ττοουλιά σήμερα ευρίσκονται στην Αυγόρου, στην Άχνα, στη Λευκωσία, στη Λεμεσό, στη Κισσόνεργα, στη Χλώρακα, και τα τελευταία χρόνια με το μηδενισμό των αποστάσεων, σε όλη την Κύπρο και ακόμα παραπέρα.
Στη Χλώρακα έζησε ο Σάββας που παντρεύτηκε την Δεσποινού αδερφή του Μουχτάρη της Χλώρακας Χριστόδουλου Αζίνα. Απόγονοι τους ήταν οι Θεόδωρος (Τριανταφύλλης), Χαράλαμπος, Νικόλας (Εύζωνας), Καλλιστένη και Αγαθονίκη.
Ο Θεόδωρος ειχε απογόνους τους Χριστόδουλο, Χαμπή (Χαμπιάς) και Ανδρέα.
Ο Χαράλαμπος έκαμε απογόνους τους Νικόλα (Νικολάτσιη), Χριστόφορο (Ττόφας), Χριστόδουλο (Πάρπας), τον Γιωρκή (Κορκής), και την Μαρουλλα Μενελάου Μελιου.
Ο Νικόλας Εύζωνας έκαμε απογόνους τους Μιχάλη, Χριστάκη, Ανδρέα, Θέκλα, Παναγιώτα, Μαρία, Αγγελική και Λυδία.
Η Αγαθονίκη παντρεύτηκε στη Γεροσκήπου και έκαμε απόγονους τη Μαρία Σιαμμά Μαυρονικόλα, το Φιλιππο (υπασπιστής του Μητροπολίτη Πάφου Φώτιου) και το Γιώργο Κούπανο.
Η Καλλιστενη παντρευτηκε το Αντωνούϊ (Κολόιδο) και έκαμαν παιδια τους οι Νικόλα (Πίνος), Χριστόδουλο, Κατίνα, Γιώρκο (Κκελούϊ), Μιχάλη Κέρβερο και Παναγιωτού Χάμπου Πούρνελλου.
Ο ΣΤΟΙΣΕΙΟΜΕΝΟΣ (μια τρομερή ιστορία)
Μια ιστορία παλιά λέει πως την εποχή της Ελληνικής επανάστασης που οι αγριότητες των Τούρκων ήσαν απερίγραπτες, το ίδιο και μερικοί Έλληνες στην προσπάθεια τους να αντισταθούν αλλά και να πάρουν εκδίκηση, αγρίεψαν και οι ίδιοι, έγιναν το ίδιο σκληροί και απάνθρωποι. Για έναν συγκεκριμένο Έλληνα, ένας παλιός παπάς της Χλώρακας εκείνης της εποχής, ο Παπάγιαννης, μαρτύρησε μια ιστορία που από στόμα εις στόμα αμυδρώς έμεινε, και σήμερα εγώ την αποτυπώνω στο χαρτί να μείνει παντοτινή.
Πολλοί Κύπριοι φιλόπατρεις μετέβησαν στην Ελλάδα για να αγωνιστούν δίπλα στους αδερφούς Κλέφτες και Αρματωλούς. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες πως πήραν μέρος σε πολλές μάχες κατά την διάρκεια της επανάστασης. Τη δράση τους βεβαιώνουν τα πιστοποιητικά που εξέδωσαν μετά τη λήξη του αγώνα ξακουστοί οπλαρχηγοί της επανάστασης όπως ο Πετρόμπεης, ο Νικηταράς, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης και άλλοι. Στην επιστροφή τους στη Κύπρο, μαζί ήρθαν και λίγοι Έλληνες. Ένας που ήταν φίλος και σύντροφος του γνωστού Κύπριου αγωνιστή Γιάννη Πασαπόρτη από την Κοίλη της Πάφου που πολέμησε στην πολιορκία και στην έξοδο του Μεσολογγίου, ήρθε με την ελπίδα να βρει ένα καινούργιο πόλεμο για να συνεχίσει τον αγώνα εναντίον των Τούρκων καθώς ακόμα η Κύπρος τελούσε υπό Τουρκική κατοχή.
Μισούσε τους Τούρκους και κατά τη διάρκεια της επανάστασης τους πολέμησε βάναυσα, και τον ονόμαζαν Χασάπη καθώς με τη χαντζάρα τους έκοβε μικρά κομμάτια και τάιζε τους σκύλους.
Και όταν πλέον δεν είχε άλλο πόλεμο εκεί, ήρθε εδώ, με την ελπίδα πως θα ξεκινούσε ένας καινούργιος απελευθερωτικός αγώνας. Ήθελε να βοηθήσει να λευτερωθεί η Κύπρος από τους άπιστους.
Στην Κύπρο όμως δεν υπήρχε ξεσηκωμός, δεν υπήρχε πόλεμος, ούτε αντάρτικο. Έτσι μη έχοντας τι να κάμει, γυρνούσε στα καφενεία και τα κρασοπολεία, τους αγρούς και τα χωριά της Πάφου. Ήταν απόμακρος, φοβερός και είχε πρόσωπο βλοστρό και αγριωπό, και στο στόμα λόγια λιγα. Οι απλοϊκοί χωρικοί γνωρίζοντας τη φήμη του, του έδιναν φαγητό και χρήματα από το υστέρημα τους φοβούμενοι την δυσαρέσκεια του.
Έτσι περνούσε ο καιρός, απολάμβανε ο χασάπης μια καλή και αραχτή ζωή, χωρίς να χρειάζεται να κοπιάζει.
Ώσπου όμως κάποια φορά στις περιπλανήσεις του, στη Χλώρακα συνάντησε μια όμορφη κοπέλα που κεραυνοβόλα την ερωτεύτηκε με πάθος, και κατάλαβε πως θα ήταν καταλύτης για την επόμενη ζωή του. Τη ζήτησε σε γάμο, και οι γονιοί της του την έδωσαν με ευχές, καθώς ο φόβος που τους προκαλούσε ήταν μεγαλύτερος από την επιθυμία τους να αρνηθούν.
Την παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε σε ένα μικρό σπιτάκι. Η αγάπη τον ημέρεψε και έγινε ανθρώπινος και προσιτός. Άλλαξε, έγινε άλλος άνθρωπος. Άνοιξε ένα χασαπιό, και καθώς καλώς ήξερε να κόβει ανθρώπινες σάρκες, τώρα με πολλή μαεστρία πετσόκοβε τα σφαχτάρια ζώα.
Έγινε νοικοκύρης και με τον καιρό, όλοι ξέχασαν το κακόν του παρελθόν. Όσοι τον γνώρισαν πριν και μετά, έλεγαν για τη μεγάλη αλλαγή του χαρακτήρα του και της συμπεριφοράς του, τώρα έλεγαν γι αυτόν καλά λόγια. Ένα ναϊπι είχε μόνο, στην εκκλησία δεν πήγαινε, ούτε καν στις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και της Ανάστασης. Είχε χάσει κάθε επαφή με το θεό, καθώς πολλές αποτρόπαιες πράξεις είχε κάμει τον καιρό του πολέμου. Μοναδικές φορές λοιπόν που πέρασε το κατώφλι της εκκλησίας, ήταν για να παντρευτεί και όταν άλλοι τον πήραν σηκωτό για την κηδεία του.
Πέθανε ο χασάπης μια μέρα, όταν τον πρόδωσε η καρδιά του. Ένα απόγευμα που γυρνούσε από τη δουλειά, σταμάτησε η καρδιά του και έμεινε στον τόπο. Κάποιοι στενοχωρήθηκαν λίγο, κάποιοι δάκρυσαν λίγο, και όλοι μαζί τον έθαψαν και ύστερα τον ξέχασαν.
Εδώ είναι που ξεκινά η ανατριχιαστική μαρτυρία του ιερέως.
Μια μέρα η χήρα αναστατωμένη, εξομολογήθηκε φοβισμένη στον παπά ότι της φάνηκε πως είδε τον άνδρα της ζωντανό στη φραχτή να τσαπίζει τον μικρό κήπο. Σκέφτηκε μήπως τρελάθηκε ή έβλεπε φαντασιώσεις, έτσι ήρθε στον παπά που γνώριζε γράμματα να της εξηγήσει.
Και ο παπάς που γνώριζε γράμματα της εξήγησε πως έως το σαρανταήμερο της κηδείας, το πνεύμα του πεθαμένου περιτριγυρίζει στους τόπους που συνήθιζε εν ζωή, γι αυτό να μην ανησυχεί, μετά το σαρανταήμερο η ψυχή του θα πήγαινε στον ουρανό.
Όταν όμως πέρασαν κάποιοι μήνες, η χήρα ξαναπήγε στον παπά περισσότερο φοβισμένη, γιατί της φάνηκε πώς τον ξανάδε να τσαπίζει.
Τότε σκέφτηκε ο παπάς πως κάτι άλλο συνέβαθνε, και άρχισε Αγιασμούς και ξόρκια στο σπίτι, στην αυλή και στον τάφο. Αλλά μάταια, οι επισκέψεις του νεκρού κατά καιρούς, συνέχιζαν.
Τα νέα γρήγορα μαθεύτηκαν και οι κάτοικοι πολύ αναστατώθηκαν, και τα παιδιά περισσότερο φοβήθηκαν. Οι κουβέντες των ανθρώπων έγιναν φοβισμένες και τρόμος έσκιασε τις σκέψεις τους.
Ο ΠαπάΓιαννης καθώς ομολογεί, και αυτός τα είδε σκούρα γιατί κατάλαβε πως κάτι απόκοσμο συνέβαινε, κάτι πέραν από τους φυσικούς νόμους, ίσως ο πεθαμένος να στοίχιωσε. Με ψυχραιμία όμως, σκέφτηκε πως έπρεπε να δράσει συναιτά. Πήγε στον Δεσπότη (εκείνο τον καιρό επίσκοπος ήταν ο Χαρίτων) που σίγουρα γνώριζε περισσότερα, και του είπε την ιστορία. Και ο Δεσπότης που ήξερε καλύτερα, του ορμήνεψε τι να κάμει.
Έτσι με τον νεκροθάφτη ξέθαψαν τον πεθαμένο, και όπως είχε προβλέψει ο Δεσπότης, βρήκαν το πτώμα ακέραιο χωρίς αποσύνθεση, σημάδι ότι το νεκρό σώμα ήταν Βρυκολακιασμένο, στοιχιό του Σατανά.
Ξώρκισε λοιπόν το πτώμα, και άκαμε αγιασμό για να φύγουν τα δαιμόνια ώστε να μπορέσει η ψυχή να ημερέψει, και το νεκρό σώμα να λιώσει. Και ξανασκέπασαν το, τάφο.
Πέρασε λίγος καιρός, η χήρα δεν ξανά παραπονέθηκε. Όλοι πίστεψαν πως έπιασε ο εξορκισμός.
Ώ, κακή μοίρα όμως, κάποια μέρα βρέθηκε σε μια ρεματιά νεκρός ένας χωρικός με ζωγραφισμένο ανείπωτο τρόμο στο πρόσωπο, και στον επόμενο καιρό στα περίοικα χωριά άλλοι δύο.
Ήταν φανερό πως τα ξόρκια και οι αγιασμοί δεν έπιασαν. Ήταν φανερό πως ο θεός δεν έδινε ανάπαυση στον κριματισμένο.
Έτσι ο Παπαγιάννης με τον νεκροθάφτη, μια σκοτεινή νύχτα να μην τους βλέπει κανείς, έσκαψαν ξανά τον τάφο, και στο φως του καντηλεριού, αντίκρισαν τον νεκρό ελάχιστα λιωμένο, σχεδόν άθικτο.
Τον φόρτωσαν σε ένα μουλάρι και πήγαν μακριά, σε ένα μέρος ερημικό, σε απάτητα βουνά, και μάζεψαν ξύλα και άναψαν μεγάλη πυρά και κατέκαυσαν τον πεθαμένο. Και ύστερα κοπάνησαν τα απομεινάρια του, και τα έκαμαν στάχτη, και την ανέμισαν στους ανέμους.
Έτσι δόξασι ο Θεός, από εκείνο τον καιρό όλα πήγαν καλά, το κακό σταμάτησε και οι άνθρωποι ξαναβρήκαν την ηρεμία τους.
ΤΟ ΓΑΙΜΑΝ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΤΖΙΗ
Από την αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης η λέξη αίμα έλκυε τους ανθρώπους. Η δύναμη του ήταν αρκετή για να προκαλέσει πολλούς μύθους και θρύλους. Αναγνωρίζοντας την ζωοδότρα δύναμη του, πίστευαν ότι είχε δυνάμεις υπερφυσικές και απόκρυφες, πίστευαν ότι η πολλή αξία και δύναμη του συνδεόταν με τη ψυχή που μέσω της αποκτούσε ανώτερη αξία και όταν αποχωρίζονταν, η ψυχή αποκτούσε αθανασία που κάποιες φορές περιτριγύριζε στην ατμόσφαιρα χωρίς να βρίσκει αμάντα και ηρεμία.
Στη λευκή μαγεία συνήθως χρησιμοποιούσαν το αίμα κάποιου ζώου για να σφραγίσουν μιά ευχή ή ένα ξόρκι, ώστε να φύγει αυτή η κακή δύναμη και να αφήσει την ψυχή ελεύθερη να ταξιδεύσει όπου ανήκει, στην κόλαση ή στον παράδεισο.
Έτσι πολλοί έκαναν ξόρκια για ο μάτιασμα, τη βασκανία και το στοίχειωμα. Προσπαθούσαν δι αυτών των τρόπων να απελευθερώσουν τις ψυχές από τον εναγκαλισμό του διαβόλου που τις είχε αιχμάλωτες.
Μια φορά έναν καιρό κοντά στο 1900 ένα νεαρόν παιδίν ο Γιαννάτζιης, ανέβηκε σε μια τρεμιθιά να τρυγήσει τρεμίθια, αλλά σε μια κακή στιγμή το κλαδί που πατούσε έσπασε, και με φόρα έπεσε κάτω στη γης και χτύπησε η κοιλιά του πάνω σε μια πέτρα μυτερή σαν το μαχαίρι, και σκίστηκε και άνοιξε, και το αίμα κυλούσε από το σώμα του σαν βρύση.
-Αχ",
φώναξε, δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο. Μόνο αυτή η χαμηλόφωνη κραυγή, ο λυγμός, ξέφυγε από το ματωμένο στόμα του. Το χτύπημα σαν σπαθιά που είχε δεχτεί με την πτώση του, είχε ανοίξει μια μεγάλη πληγή, και ένα κατακόκκινο αυλάκι ξεκινούσε από το στήθος και κατέληγε στη βάση της κοιλιάς. Το αίμα κυλούσε και άδειαζε σαν φλασκί με κρασί που τρύπησε.
Ανήμπορος έμεινε κατάχαμα με φοβερούς πόνους να σπαρταρά σαν ψάρι έξω από το γιαλό. Έχοντας τις αισθήσεις του, καταλάβαινε πως δεν μπορούσε να κινηθεί, δεν μπορούσε να σταματήσει το γαίμα που έτρεχε, πως μέσα στην ερημιά που βρισκόταν κανείς δεν θα τον έβρισκε, πως δεν είχε σωτηρία. Ο φόβος του θανάτου άρχισε να τον σκιάζει και τρόμος τον έζωσε καθώς καταλάβαινε πως η ψυχή του έφευγε και αβοήθητος άφηνε την τελευταία του πνοή με πόνο στο κορμί και φόβο στη ψυχή. Καταλάβαινε πως ήταν η ώρα του θανάτου του και δεν ήταν έτοιμος. Ήταν νέος, δεν έζησε πολύ, δεν ήθελε να φύγει.
Ο θάνατος είναι πολύ φοβερός, όσοι δεν τον έχουν γευτεί δεν ξέρουν, οι στιγμές είναι αγωνιώδεις, το ξεψύχισμα δύσκολο. Ο ετοιμοθάνατος στις στιγμές αυτές που ο αρχάγγελος του παίρνει τη ζωή, με βλέμμα απλανές βλέπει τρομοκρατημένος να εγκαταλείπει τα εγκόσμια και ούτε τα παρακάλια στο Θεό βοηθούν, και φόβος τον καταλαμβάνει καθώς καταλαβαίνει πως ήρθε το τέλος.
Και χάνοντας τον έλεγχο με το περιβάλλον, ο Γιαννάτζιης με τα μάτια ανοιχτά χωρίς να βλέπει, παρά μόνο με τα μάτια της ψυχής αντίκρυζε το χάρο να του παίρνει τη ζωή, και ψηλότερα στον ουρανό τον Αρχάγγελο Μηχαήλ με τη ρομφαία έτοιμο να τον αποτελειώσει.
Ικέτευε η ψυχή του εκείνη την ώρα, αυτός όχι. Δεν είχε τη δύναμη το σώμα του, ήταν αποτελειωμένο, σκοτωμένο, το μυαλό του θολωμένο. Και ο θάνατος άπονος, ανελέητος δεν ήθελε να προσπεράσει, έσκυψε να τον φορτωθεί να τον πάρει μαζί του.
Ήταν την ώρα εκείνη του αποχωρισμού ζωής και ψυχής που τον βρήκε ο Λεωνής ο αδελφός του, που έβοσκε τα πρόβατα και έτυχε να περάσει από το μέρος εκείνη την ώρα. Τον βρήκε κάτω πεσμένο στο χώμα μισοπεθαμένο με όλο το αίμα να έχει ποτίσει τη γη δίπλα. Αλαφιασμένος έβγαλε το βρακοζώνι και του έδεσε σφικτά την πληγή, μόλις πρόλαβε να μην χυθεί όλο, του έμεινε μια σταλιά. Ήταν η στιγμή που έφευγε η ψυχή. Του έδεσε τις πληγές, τον φορτώθηκε και τον μετέφερε στο σπίτι τους. Δεν υπήρχε γιατρός κοντά, γι αυτό φώναξαν τη μαμμού που τον περιποιήθηκε με όσα γιατροσόφια ήξερε.
Η κατάσταση ήταν άσχημη, τον είχαν ξεγραμμένο. Όμως νέος και δυνατός, πάλεψε με το χάρο σαράντα μέρες. Αλλά η πάλη ήταν άνιση, νίκησε ο χάρος.
Άντεξε σαράντα μέρες πάλης, που για παρόμοιες καταστάσεις υπάρχουν αναφορές στη δημοτική ποίηση δεισιδαιμονικές, πως η ψυχή εγκλωβίζεται και δεν φεύγει παρά μένει στη γήινη ατμόσφαιρα και βασανίζεται. Και το αίμα που πότισε τη γη, βογκά και οδύρεται. Κογκά και αναστενάζει, και οι κλαυθμοί τρομάζουν τα παιδιά και φοβίζουν τους ανθρώπους.
Το ίδιο συνέβηκε δυστυχώς με τον Γιαννάτζιη. Έμεινε η ψυχή του να αιωρείται και να μην φεύγει, έμεινε και η γη ποτισμένη με το αίμα του να αναστενάζει και να γογκά.
Και έμεινε το πνεύμα του στοιχειωμένο και κάθε που φυσούσε άνεμος δυνατός, από τον τόπο που σκοτώθηκε, ακούγονταν κραυγές γοερές που προκαλούσαν τρόμο και φόβο στις καρδιές ακόμα και των πιο άφοβων ανθρώπων.
Όλοι στο χωριό τρομοκρατημένοι, απέφευγαν να περνούν από εκείνο το μέρος. Και πάντα την ημέρα του θανάτου του κοντά στα ξημερώματα, τα κογκήματα δυνάμωναν και έφταναν ως την άλλη άκρη του χωριού.
Και πίστεψαν οι άνθρωποι πως για να ησυχάσει η ψυχή του θανόντος, αλλά και οι ίδιοι από τους γοερούς κλαυθμούς, χρειάζονταν ξόρκια και αγιασμοί κατά πως λέγουν οι παραδόσεις, και ζήτησαν από τον παπά να διαβάσει και να θυμιάσει.
Αλλά τίποτα καθώς δεν γινόταν, οι ίδιοι έκαμαν άλλα ξόρκια παγανιστικά. Έκαψαν λαρδί χοίρου και το έριξαν στην ποτισμένη με το αίμα του σκοτωμένου γη, για να φύγει το σατανικό πνεύμα. Και αφού το κακό συνεχιζόταν, πάνω σε σταχτωμένα κάρβουνα στο θυμιατήρι, έβαλαν κομμάτι από καρδιά χοίρου ώστε το στοισειό να μυρίσει την καπνιά να φύγει.
Έκαναν αυτά και άλλα πολλά, όταν κατά καιρούς το αίμα κογκούσε και αναστάτωνε το χωριό, η κατάρα όμως δεν έφευγε, και περνούσαν τα χρόνια. Ο τόπος οπου γίνηκε το κακό έγινε στο νου των ανθρώπων καταραμένος και κανείς δεν περπατούσε εκεί.
Πέρασε κι άλλος πολλής καιρός, μια μέρα έφθασε στο χωριό ένας καλόγερος. Ήταν ένας πολύ ευσεβής και Άγιος άνθρωπος, που κάποιοι έλεγαν πως με την προσευχή του έδιωχνε το διάβολο από σεληνιασμένους και δαιμονισμένους.
Γνώρισε το φοβερό πρόβλημα που είχαν οι χωριανοί, και τους λυπήθηκε.
Έτσι γύρεψε τον πατέρα του πεθαμένου νέου και του ορμήνεψε τι να κάμει…
-Σήμερα του Αϊ Γιανιού,
του είπε,
-αν έχεις παιδί αβάφτιστο, να το ονοματίσεις το όνομα του Αγίου και του πεθαμένου. Και όταν γίνει όσα τα χρόνια του Χριστού, να του ορμηνέψεις να ξορκίσει το μνήμα και τον καταραμένο τόπο.
Έτσι ο Ττοουλής ο κύρης του σκοτωμένου νέου, βάφτισε το γιο του Γιαννάτσιη και αυτός με τη σειρά του καθώς του είχαν ορμηνέψει, όταν έγινε 33 χρονών έκαμε ξόρκι και Αγιασμό, και το κακό πέρασε. Το θαύμα γίνηκε, και η στοιχειωμένη ψυχή βρήκε αναπαμό.
Ήταν μια κατάσταση τρόμου που διήρκησε δεκαετίες, που όποτε φυσούσε Χειμωνιάτικος αγέρας δυνατός, στο χωριό έπεφτε βαθιά σιωπή γεμάτη φόβο και όλοι κλείνονταν στα σπίτια τους καθώς ο γαίμα κογκούσε και η βουή του απλωνόταν στην ατμόσφαιρα και τους φόβιζε.
Η ιστορία είναι πραγματική και συνέβηκε πραγματικώς, και ο νέος που σκοτώθηκε ήταν από την οικογένεια του Ττοουλουθκιού Σιαμμά.
Στα υστερινά χρόνια, κάποιοι γραμματιζούμενοι είπαν πως δεν κογκούσε το γαίμα, αλλά ήταν κάποιο νυχτερινό πουλί που φώναζε το ταίρι του.
Όμως η λογική αυτή εξήγηση, δεν εξηγεί γιατί με τον Αγιασμό σταμάτησε το κόγκημα και από τότε δεν ξανακούστηκε.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΣΚΛΑΒΩΝ
Ο Μέλανος είναι ένας μεγάλος τόπος τοποθετημένος από το Θεό στην άκρια του οροπεδίου της Χλώρακας στα νότια σύνορα του χωριού με την Κάτω Πάφο, που αγναντεύει όλο το πέλαγο απ άκρη σ άκρη,. Τα πετρώματα του είναι στο σύνολο τους από μέλανο, εξ ου και το τοπωνύμιο. Καθώς άγονα και σκληρά τα εδάφη που η υγρασία δεν μπορεί να τα διαπεράσει και οι ρίζες των δεντρών δύσκολα μπορούν να προχωρήσουν βαθιά, έμεινε στους αιώνες τόπος άγριος βλαστημένος μόνο με χαμηλή βλάστηση, ιδανικός για βόσκηση.
Όταν τα χρόνια τα παλιά εκείνα ,που η δουλεία υπήρχε ως θεσμός σε όλους τους πολιτισμούς του κόσμου και πήγαζε από την ανάγκη εξεύρεσης εργατικού και αγροτικού δυναμικού καθώς και άλλων αναγκών, και η υποδούλωση των ανθρώπων θεωρείτο μια απόλυτα νόμιμη κατάσταση κατά την οποία δούλοι ή σκλάβοι αντιμετωπίζονταν ως αντικείμενα και η μεταχείριση τους στη σκληρή εργασία ήταν μέχρι θανάτου, έτσι και η Κύπρος δεν εξαιρέθηκε του κανόνος, και κατά τη διάρκεια των αιώνων, ο φτωχός πληθυσμός ως υπόδουλοι κάτοικοι, υπήρξαν σκλάβοι. Καθώς όμως μικρός ο πληθυσμός, οι τσιφλικάδες και οι ιδιοκτήτες των λατομείων του χαλκού, χρησιμοποιούσαν εισαγόμενους σκλάβους, νέγρους που άρπαζαν οι πειρατές, ή ηττημένους σε πολέμους που οι νικητές πουλούσαν στους δουλέμπορους.
Συνήθως οι σκλάβοι ήταν πολύ περισσότεροι από τους ελεύθερους πολίτες. Έτσι για να τους ελέγχουν από τυχόν επαναστάσεις, τους συμπεριφέρονταν σκληρά. Τους είχαν αλυσοδεμένους και τους τιμωρούσαν απάνθρωπα ή και τους σκότωναν δια βασανισμού προς παραδειγματισμό.
Στην Πάφο το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε να συμβαίνει εις μεγάλο βαθμό κατά τον 12ο αιώνα, όταν οι Φράγκοι κατακτητές μοίρασαν τη γη σε φεουδάρχες, οι οποίοι ησχολήθησαν με την καλλιέργεια ζαχαροκάλαμων και τεύτλων για την παραγωγή ζάχαρης την οποίαν εξήγαγαν στις γειτονικές χώρες της Ευρώπης. Με πλοία που προσάραζαν την ακτή του Κοττσιά μια παραλία αμμώδη που πάνω προσάραζαν τα πλοία, οι δουλέμποροι έφερναν τους σκλάβους και τους πουλούσαν. Επίσης με τα ίδια πλοία γίνονταν εισαγωγές και εξαγωγές διαφόρων γεωργικών προϊόντων ή μεταλλευμάτων. Έτσι στη θάλασσα εκεί, κάθε φορά γινόταν μεγάλο σκλαβοπάζαρο.
Ο μεγαλύτερος αριθμός σκλάβων δούλευε σε μεταλλεία και σε αγρούς, που ήταν οι σημαντικότερες πηγές πλούτου στην Κύπρο.
Στη Πάφο ένας προεστός είχε στη κατοχή του περισσότερους από 1000 σκλάβους τους οποίους όριζε ως ιδιοκτησία και τους είχε να εργάζονται σε λατομεία και σε αγρούς, ιδιαίτερα σκληρές εργασίες.
Κατείχε όλη την περιοχή από τη Μάα μέχρι την πέτρα του Ρωμιού και οι δούλοι την καλλιεργούσαν και την έσπερναν ζαχαροκάλαμα και τεύτλα με τα οποία κατασκεύαζαν ζάχαρη που ακολούθως έκαναν εξαγωγή στις γειτονικές χώρες της Ευρώπης. Ως απόδειξη επί τούτου, υπάρχουν τα χνάρια του αυλακιού της Ρήγαινας που έκτισε ο Διγενής Ακρίτας για να φέρνει νερό από τη μακρινή Τάλα και να ποτίζουν τα ζαχαροκάλαμα.
Η δουλεία ως θεσμός που νομιμοποιούσε τη μετατροπή του ανθρώπου σε ιδιοκτησία, συνεπαγόταν όχι μόνον τον κοινωνικό θάνατο του ατόμου, αλλά του αφαιρούσε την ανθρώπινη υπόσταση και το υποβίβαζε σε αντικείμενο. Η καταπίεση τους ήταν μεγάλη και χωρίς όρια. Τα ζώα είχαν πολύ καλύτερη ζωή από αυτούς. Οι ανθρώπινες απώλειες ήταν μεγάλες είτε από τις κακουχίες, είτε για την ανυπακοή τους, είτε ως παραδειγματισμό, και αντικρίζονταν από τους αφεντάδες μόνο ως απώλεια περιουσίας. Οι γυναίκες και τα κοριτσάκια χρησιμοποιούνταν ως σκεύη ηδονής, και διαχωρίζονταν οι οικογένειες όταν προέκυπτε να πουλήσουν μέλη της.
Οι ξεσηκωμοί που συνέβαιναν κατά καιρούς, καταπνίγονταν σκληρά εν τη γενέσει τους.
Στη Χλώρακα εκείνη την εποχή, ένας σκλάβος του μεγάλου αφέντη ανυπόταχτος, κατάφερε μια νύχτα να σκοτώσει τον φύλακα και παίρνοντας τα κλειδιά, ελευθέρωσε και τους υπόλοιπους οι οποίοι χωρίς να σκεφτούν τις σίγουρες καταστροφικές συνέπειες για τη ζωή τους, τον ακολούθησαν καθώς δεν άντεχαν τις κακουχίες.
Χωρίς σχέδιο και προσανατολισμό, η άλλη μέρα τους βρήκε μαζεμένους και στρυμωγμένους πάνω στο οροπέδιο του Μελάνου. Και από κάτω γύρω γύρω, στρατιώτες τους είχαν περικυκλώσει. Τους έστειλε ο βασιλιάς με διαταγή να τους σφάξουν όλους, να μην γλυτώσει κανείς, ούτε γέρος, ούτε νέος, ούτε παιδί. Έπρεπε να σταλεί μήνυμα σε όλη την Κύπρο πως όσοι άλλοι επεδίωκαν την ελευθερία τους, θα είχαν το ίδιο τέλος. Έπρεπε να διαφυλαχθεί η τάξη, διότι χωρίς σκλάβους δεν θα υπήρχε ανθηρή οικονομία για την ανώτερη τάξη. Έπρεπε λοιπόν, να εφαρμοστεί ο νόμος χωρίς διάκριση.
Και μια ανελέητη σφαγή άρχισε. Οι λίγοι δούλοι που κρατούσαν τσάπες και δικράνια, σκοτώθηκαν πρώτοι, και ύστερα οι στρατιώτες κατέσφαξαν χωρίς έλεος μάνες και παιδιά, γέρους και νέους. Με μια αγριότητα φοβερή που εκείνους τους καιρούς ήταν συνηθισμένη, έπαιρναν τα κεφάλια αι άνοιγαν τις κοιλιές κάνοντας το αίμα να ρέει σαν ποτάμι. 1000 σκλάβοι σφαγιάστηκαν και όλη η γη του Μελάνου βάφτηκε κόκκινη. Και έγινε το αίμα ποτάμι και έτρεξε στη θάλασσα που ήταν λίγα μέτρα παρακάτω, και χρωματίστηκε και αυτή μελανιά, μελανιά .
Από τότε ο χερσαίος τόπος της άγριας σφαγής ονομάστηκε Μέλανος και η θάλασσα Μελανούθκια, καθώς η γη στη στεριά και στη θάλασσα, έμεινε βαμμένη σε χρώμα μελανί από το αίμα των σκλάβων.
Από τότε η γη θεωρείτο καταραμένη από τους ντόπιους, και όλοι απέφευγαν να την κατοικήσουν ή να την αξιοποιήσουν.
Αυτή η κατάσταση διήρκησε 1000 χρόνια, ώσπου οι άνθρωποι ξέχασαν αυτήν την μεγάλη αμαρτία, και τώρα, τα τελευταία χρόνια έκτισαν όλη την περιοχή με διαμερίσματα που έχουν απρόσκοπτη θέα όλη την πόλη της Κάτω Πάφου, και όλο το πέλαγο της νοτιοδυτικής Μεσογείου.
Το μόνο που έμεινε να υπενθυμίζει τη μεγάλη σφαγή, είναι το όνομα Μέλανος που προήλθε εξ αυτής.
ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ
Η μορφή του τοκογλύφου στη φαντασία όσων δεν γνώρισαν το είδος του είναι άσχημη, κακιά με ύφος βλοσυρό σκληρό και βλέμμα σκοτεινό.
Όσοι έμπλεξαν σε συναλλαγές με τοκογλύφους λένε τα χειρότερα καθώς δεινοπάθησαν και καταστράφηκαν, έχασαν τις περιουσίες τους, πείνασαν. Και όσο τα θύματα πτώχευαν, αυτοί περισσότερο πλούτιζαν.
Έτσι καθώς όλοι τους κατηγορούσαν, στη σκέψη όσων δεν τους γνώρισαν έμοιαζαν αντιπαθείς αδίστακτοι, πανούργοι, άπληστοι.
Στη Κύπρο την εποχή του μεσοπολέμου υπήρχε μεγάλη ανεργία και ο κόσμος δυσπραγούσε. Η κοινωνική καταπίεση από τους Βρεττανούς αποικιοκράτες δεν επέτρεπαν την οικονομική ανάπτυξη των κατοίκων, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να καταφεύγουν στους τοκογλύφους.
Σε ένα χωριό της Πάφου υπήρχε ένας διαβόητος τοκογλύφος που ήταν σκληρός και άπληστος, που ποτέ δεν λυπήθηκε κανένα, που απομυζούσε τον κόπο τους και ρουφούσε το αίμα τους. Με τον καιρό έγινε πολύ πλούσιος και οι δοσοληψίες του εξαπλώθηκαν σε όλη την επαρχία. Ρωμιοί και Τούρκοι έτρεχαν σε αυτόν όταν δεν είχαν άλλη διέξοδο. Και αυτός τους έδινε ψίχουλα και τους έπαιρνε πολλά. Και όσοι δεν πλήρωναν, με συνοπτικές διαδικασίες στα δικαστήρια, τους έπαιρνε τις περιουσίες.
Είχε ένα μπακάλικο που πάνω στο πάγκο έκανε τις συναλλαγές του, και ένα συρτάρι που μέσα κλείδωνε τα συμφωνητικά με τις υποθήκες. Ο φτωχές νοικοκυρές ψώνιζαν βερεσέ και υπέγραφαν για τα βερεσιέδια σε ένα μπακαλοδεύτερο. Ο τοκογλύφος όμως σκληρός και αδίστακτος, από όσες καημένες δεν μπορούσαν να πληρώσουν, τους έπαιρνε ακόμα και τα σπίτια.
Η αναλγησία του τον οδήγησε να πιστεύει πως δεν έκανε κακό, ούτε αμαρτία, παρά μόνο εξασκούσε ένα νόμιμο επάγγελμα. Ταξίδευσε στα Ιεροσόλυμα και έγινε Χατζιής. Παρίστανε τον θρησκευόμενο και κάθε Κυριακή πήγαινε εκκλησία. Οι επίτροποι του έδιναν τον πρώτο σκάμνο, στη θεία μετάληψη ο παπάς τον κοινωνούσε πρώτο. Όταν τέλειωνε η λειτουργία έπαιρνε το αντίδωρο, φιλούσε το χέρι του παπά, και ύστερα προσκυνούσε όλες τις εικόνες στο θείο τέμπλο.
Οι χωριανοί έβλεπαν την μεγάλη του υποκρισία και αγαναχτούσαν, αλλά όλοι σιωπούσαν και τον καλοκρατούσαν καθώς είχαν την ανάγκη του, μια ανάγκη που γνώριζαν πως θα τους οδηγούσε στην καταστροφή, αλλά δεν είχαν άλλη επιλογή.
Τον μοχθηρό άνθρωπο κανείς δεν τον θέλει και τον αποφεύγει, αλλά ο Χατζιής δεν ήταν μόνο σκληρός, ήταν και απάνθρωπος. Όλοι έλπιζαν πως κάποια μέρα θα έπεφτε θεία τιμωρία γιατί ήταν σίγουροι πως ούτε ο Θεός τον αγαπούσε. Ήταν τόσο άπληστος, είχε μαζέψει αμέτρητη περιουσία και χρήματα, παρ΄ όλα αυτά αντί να μαλακώσει καθώς δεν είχε πλέον ανάγκη, περισσότερο κυνηγούσε τα πλούτη και περισσότερο γινόταν σκληρός στις συναλλαγές του.
Τη δεκαετία του 1950 ήταν εποχές δύσκολες, ξεκίνησε ο αγώνας της ΕΟΚΑ και οι Τουρκοκύπριοι συνεργάζονταν με τους Άγγλους κατακτητές. Οι φιλικές σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων διαταράχθηκαν, και οι Ελληνοκύπριοι τους θεωρούσαν συνεργάτες του εχθρού.
Όμως ο Χατζιής χωρίς να λογαριάζει κίνδυνο ένεκα της απληστίας του για περισσότερο κέρδος, συνήθιζε να επισκέπτεται μια φορά την εβδομάδα ένα διπλανό Τούρκικο χωριό, και σε ένα καφενείο συναλλαττόταν μαζί τους.
Στο καφενείο που ήταν στην οδό Φελλάχογλου, ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους πελάτες του, είχε και ένα νεαρό Τουρκάκι που ο πατέρας του είχε πολλή περιουσία, και ο τοκογλύφος του έδινε ταχτικά δανικά, και ήταν σίγουρος πως δεν θα τα έχανε, ήταν σίγουρος πως δεν θα άφηνε ο πατέρας το γιο να πάει φυλακή για χρέη.
Το Τουρκάκι όμως ήταν χαρτοπαίκτης και συνέχεια ζητούσε δανικά. Τα χρέη συσσωρεύτηκαν, έτσι ο τοκογλύφος άρχισε να τον πιέζει να εξοφλήσει, και να τον απειλεί ότι θα τον πάρει δικαστήριο.
Το Τουρκάκι με ψυχή και σώμα απόλυτα αφωσιωμένος στο τζόγο, όπως όλοι οι φανατικοί χαρτοπαίχτες, σκεφτόταν διαφορετικά έχοντας πρωταιρεότητα μόνο το παιχνίδι. Κυριευμένος από πάθος δεν σκεφτόταν πόση δυστυχία προκαλούσε στην οικογένεια του. Γνώριζε το κακό που σκορπούσε γύρω του, αλλά δεν νοιαζόταν, τον είχε κυριεψει το σύνδρομο του χαρτοπαίχτη και μόνη έγνοια είχε πως με οποιοδήποτε τρόπο να έβρισκε χρήματα να κορέσει το πάθος του. Σε όλους χρωστουσε, στους φίλους του, στους συγγενείς του, στους γνωστούς του. Χάνοντας κάθε ντροπή και αξιοπρέπεια, βουτηγμένος στα χρέη και απόλυτα εξαρτημένος από το καταστροφικό του πάθος, έχασε κάθε εντιμότητα και ήθος. Όσοι του δάνεισαν, αφού κατάλαβαν πως ήταν αγύριστα, σταμάτησαν να του δίνουν άλλα. Ο πατέρας του αφού απόειδε, αποφάσισε πως μόνο στη φυλακή ίσως συνετιζόταν. Έτσι γνωρίζοντας για τα χρέη του στον τοκογλύφο, του δήλωσε πως δεν επρόκειτο να τον βοηθήσει.
Υπό αυτές τις δυσμενείς συνθήκες, μια μέρα έλαβε κλήση για δικαστήριο. Κατάλαβε πως ήρθε το τέλος. Ήξερε πως ο Χατζιής δεν θα του χαριζόταν. Η φήμη της σκληρότητας του ήταν εξαπλωμένη σε όλη την επαρχία. Σίγουρα θα κατέληγε στη φυλακή, κάτι όμως που ήθελε διακαώς να αποφύγει. Έπεσε σε βαθιά συλλογή, και αποφασισμένος κατέστρωνε σχέδια να γλυτώσει. Αποφάσισε πως για να επιτύχει, μόνη λύση ήταν να πεθάνει ο τοκογλύφος.
Ήταν χάραμα φου, μέρα καθιερωμένη επίσκεψης στο Τούρκικο καφενείο. Η απόσταση ήταν κοντινή και ο Χατζιής καβαλικεμένος σε ένα άλογο όδευε με την ησυχία του στη στράτα για τον προορισμό του. Στο μισοσκόταδο του πρωϊνού μέσα σε παντέρμη ερημιά, οι οπλές του αλόγου έσπαζαν την απόλυτη σιωπή και συντρόφευαν τον τοκογλύφο. Κανένας άλλος θόρυβος δεν ακουγόταν καθώς όλη η πλάση κοιμόταν.
Επηρεασμένος λίγο από την απέραντη σιωπή, με αδημονία σκέφτηκε πως πλησίαζε το τέλος της διαδρομής, σε λίγο θα έφτανε στο καφενείο να συναντήσει άλλους ανθρώπους, να ακούσει φασαρία, να τον κεράσουν καφέ, να κουτσομπολέψει μαζί τους.
Στις πλευρές του δρόμου υπήρχαν μόνο χωράφια σπαρμένα κριθάρια με λίγα δένδρα στις όχθες. Ήταν πολύ πρωί, ο κόσμος ακόμα κοιμόταν και ο δρόμος ήταν εντελώς άδειος. Μια απόλυτη ησυχία επικρατούσε.
Ξαφνικά την σιγαλιά διατάραξε δυνατό θρόισμα μέσα από τα ψηλά στάχια. Γύρισε ξαφνιασμένος και το βλέμμα πήρε μια σκιά να ξεπετάγεται και να τρέχει ίσα πάνω του. Η σκιά έγινε ανθρώπινη φιγούρα που στάθηκε εμπρός του και αρπάζοντας τα χαλινάρια ακινητοποίησε το άλογο.
Τρομαγμένος ο Χατζιής αντίκρυσε το νεαρό Τουρκάκι να στέκει με μάτια σκοτεινά, και με αποφασιστικότητα να ψηλώνει το χέρι οπλισμένο με ένα πιστόλι, και να το ακουμπά κάτω από το σαγόνι του.
Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο, ένα δυνατό μπάμ ακούστηκε και η σφαίρα τρύπησε το μαλακό κρέας και σφηνώθηκε λίγο λοξά στην αριστερή του γνάθο. Δεν ένιωσε μεγάλο πόνο, παρα μόνο το αίμα να τρέχει να τον πιτσιλίζει και να τον πνίγει.
Σαστισμένος και έχοντας τις αισθήσεις είδε το Τουρκί να φεύγει τρέχοντας, και αυτός ασυναίσθητα με τα πόδια κέντρισε το άλογο. Ελπίζοντας να καταφέρει να φτάσει στο καφενείο να γυρέψει βοήθεια, γερμένος εμπρός κρατώντας την πληγή να μην τρέχει το αίμα, άφησε το ζώο να συνεχίσει το δρόμο του.
Διένυσε τη μικρή απόσταση που είχε απομείνει και με τα ρούχα που είχαν βαφτεί κόκκινα αφού το αίμα έτρεχε σαν βρύση, αφέθηκε στα χέρια των θαμώνων. Ήταν ο καφετζής, το Τουρκάκι και ένας δυο άλλοι. Έτρεξαν όλοι με πρώτο το Τουρκάκι να τον βοηθήσουν. Τον ξεπέζεψαν και τον ξάπλωσαν πάνω σε ένα μεγάλο τραπέζι. Ήταν φανερό όμως πως έχασε πολύ αίμα και δεν θα τα κατάφερνε. Φαινόταν στο πρόσωπο του που ήταν άσπρο στο χρώμα του θανάτου, φαινόταν στις κινήσεις του που δεν είχαν ζωή.
Ήταν ξαπλωμένος στο τραπέζι και η ζωή του έφευγε, ήθελε να μιλήσει, ήθελε να καταδείξει το φονιά, αλλά μιλιά δεν είχε, το αίμα από την πληγή τον έπνιγε. Το κατάπινε και πνιγόταν, και από την πικρή γεύση ένιωθε την ψυχή του να εξέρχεται. Δάκρυα απελπισίας κυλούσαν από τα μάτια του για την ανημποριά του να ομολογήσει τον φονιά. Μόνο με βλέμμα απλανές τον κοιτούσε και με πείσμα προσπαθούσε να σηκώσει το χέρι να τον δείξει, αλλά δεν μπορούσε, δεν του είχε μείνει άλλη δύναμη, και ο φονιάς από πάνω τον κρατούσε σφιχτά για να τον βοηθήσει.
Οι θαμώνες βουβοί και σοκαρισμένοι άκουγαν τον ρόχθο του θανάτου του, ενώ ο ίδιος χωρίς ζωή πλέον, ένιωθε τους δαίμονες να αποσπούν με βιά τη ψυχή του από το σώμα του.
Με την είδηση του φονικού οι περισσότεροι που του χρωστούσαν καθώς θρησκευόμενοι και πιστεύοντας στις δέκα εντολές για το θεαθήναι καταδίκασαν την αποτρόπαια πράξη, αλλά εσωτερικά ένιωσαν ανακούφιση, ίσως και αγαλλίαση.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΑΓΑΠΗΣ
Ένας έρωτας παράφορος που θόλωσε το νου ενός παλικαριού και του όπλισε το χέρι με το φονικό όπλο.
Έναν παλαιόν καιρό στην Κρήτου Τέρρα ήταν δυο φίλοι οικογενειάρχες με τα σπίτια τους κολλητά, τους χώριζε μόνο ένα χαμηλό τοιχάκι. Ήταν φτωχοί, άκληροι που μόνη περιουσία είχαν τα σπίτια τους, και για να ζήσουν τις οικογένειες τους ξενοδούλευαν στα κτήματα του μόνου πλούσιου στο χωριό, που συνάμα ήταν τοκογλύφος.
Τα απογεύματα κάθονταν στην αυλή ο ένας του άλλου, και οικογενειακά έκαναν παρέα συζητώντας την φτώχεια τους και τη μαύρη τους τη μοίρα. Ο ένας είχε μια κόρη, και ο άλλος ένα γιο. Έτσι όταν πέρασαν τα χρόνια, θεώρησαν πολύ φυσικό να τους λογοδοτήσουν. Τους αρραβώνιασαν και όπως όριζαν τα έθιμα εκείνους τους καιρούς, καμιά φορά δεν τους επέτρεψαν να μείνουν μόνοι, έπρεπε αυτό να συμβεί μόνο μετά το γάμο τους. Όπου πήγαιναν έπρεπε να τους συνοδεύουν οι γονείς.
Ήταν όλοι ευτυχισμένοι, οι γονείς ήταν καλοί φίλοι, τώρα έγιναν και καλοί συμπεθέροι. Οι νέοι αγαπήθηκαν και τα πρόσωπα τους λαμποκοπούσαν έρωτα και ευτυχία. Από την πολλή αγάπη που είχαν, πίεζαν τους γονείς τους να τους παντρέψουν για να νοικοκυρευτούν και να μπορέσουν έτσι να εκφράσουν και να ολοκληρώσουν τον έρωτα τους.
Αποφάσισαν οι γονείς να τους παντρέψουν, αλλά καθώς φτωχοί, πήγαν στον τοκογλύφο για δανικά.
Όμως ήταν μια μαύρη μέρα εκείνη, που αποφάσισαν να επισκεφτούν το σπίτι του τοκογλύφου. Σκέφτηκαν οι άμοιροι, να πάρουν μαζί τους και τα παιδιά τους.
Εκείνη λοιπόν τη καταραμένη μέρα, μαζί με τον τοκογλύφο ήταν και ο γιος του, ένας ψηλός, όμορφος νέος. Που είδε την όμορφη κόρη, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και παράφορα. Έτσι όταν έφυγαν οι ξένοι, αποφασιστικά ζήτησε από τον πατέρα του να κάμει ότι κάμει, ήθελε την νέα δική του. Ειδάλλως, απείλησε, θα έφευγε και θα χανόταν, θα ξενιτευόταν και δεν θα επέστρεφε πίσω ξανά. Με αυτά τα σκληρά λόγια, έπεισε τον πατέρα του που τον αγαπούσε πολύ και δεν ήθελε να τον χάσει. Εξ άλλου, ήξερε ότι η όμορφη κόρη, ακόμα ήταν παρθένα εφ όσον εκείνες τις εποχές επικρατούσαν άλλα αυστηρότερα έθιμα.
Το κακό γίνηκε, ο πλούσιος πατέρας κατάφερε να αλλάξει γνώμη στον πατέρα της κοπέλας, και αυτός με τη σειρά του έπεισε την κόρη του να διαλύσει τον αρραβώνα με τον φτωχό νέο και να αρραβωνιαστεί το πλούσιο και όμορφο πλουσιόπαιδο. Δεν ήταν δύσκολο να την πείσει να ξεχάσει τον έρωτα της. Ο καινούργιος γαμπρός ήταν πολύ όμορφος και πολύ πλούσιος.
Ένα πρωινό που ξύπνησε ο φτωχός νέος, διαπίστωσε ότι το γειτονικό σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του ήταν άδειο και οι ένοικοι έλειπαν. Γεμάτος ανησυχία αφού δεν γνώριζε για τα τεκτενόμενα, σαν τρελός έψαχνε να ανακαλύψει που χαθήκαν όλοι χωρίς μια ειδοποίηση.
Όταν ξημέρωσε καλά, ο πλούσιος τοκογλύφος έστειλε έναν ταχυδρόμο άνθρωπο δικό του, που του παρέδωσε μήνυμα πως ότι μετακόμισαν με τη βοήθεια του, και την κόρη τους την λόγιασαν με τον δικό του γιο.
Η γη έπεσε στο κεφάλι του, τα πάνω ήρθαν κάτω και θεωρούσε αδιανόητο αυτό το μεγάλο κακό να συμβαίνει στον ίδιο και από τη μια στιγμή στην άλλη που ένιωθε να πλημμυρίζει τόση ευτυχία, να τον βρίσκει τόση δυστυχία.
Περνούσαν οι μέρες και ένιωθε μέσα του ένα θυμό που όλο μεγάλωνε. Συνέχεια σκεφτόταν αν θα ξαναφαινόταν, κι όλο έβλεπε τον δρόμο μήπως και φανεί.
Μάταια όμως, την έχασε για πάντα, μια τρέλα τον κυρίευε, σκεφτόταν ότι δεν ήθελε έτσι τη ζωή, σαν κουβάρι η καρδιά του μπερδεύτηκε και υπέφερε πολύ.
Για τον μεγάλο πόνο που ένιωθε αιτία ήταν αυτή που τον πρόδωσε που τον έκαμε να πιστέψει στην αγάπη της, μια αγάπη δολοφόνος που τον σκότωσε και του γκρέμισε τα όνειρα και του μπέρδεψε την καρδιά και του τρέλαινε τη σκέψη, του άλλαξε τον ψυχισμό και έκανε τα ένστικτα του να γίνουν βίαια και να ζητούν εκδίκηση.
Πήγε στο παλιό πλυσταριό και έστησε καρτέρι. Με υπομονή την περίμενε να εμφανιστεί και να εξηγηθεί μαζί της.
Στις πολλές μέρες την είδε μια μέρα να έρχεται. Που έσκυψε να τρίψει τα ρούχα της παρουσιάστηκε, αλλά αυτή μόλις τον είδε άρχισε να φωνάζει βοήθεια. Βλέποντας στο πρόσωπο της τον τρόμο και την απέχθεια με την οποία τον κοίταζε, το μυαλό του θόλωσε, της όρμισε και την άρπαξε από το λαιμό και της έκλεισε το στόμα…
Όταν έπαψε να φωνάζει, με τρόμο διαπίστωσε ότι την έπνιξε. Την είδε κάτω σωριασμένη και πεθαμένη ένα άψυχο κουφάρι, και από απέναντι είδε τον πατέρα της να τρέχει κατά πάνω του.
Γεμάτος οργή και φόβο, χωρίς να ξέρει τι κάνει, με το μυαλό θολωμένο και τα νεύρα σπασμένα, είδε την αιτία της δυστυχίας του και με μια ψυχραιμία ανεξήγητη, τράβηξε το μαχαίρι του, και με απίστευτη δύναμη, τον μαχαίρωσε με μίσος στην καρδιά αμέτρητες φορές.
Και ύστερα με μια φαινομενική αφύσικη ηρεμία πήγε στο σπίτι του.
Οι γονιοί του βλέποντας τα ματωμένα ρούχα και την αλαφιασμένη όψη του, κατάλαβαν ότι έγινε το μεγάλο κακό που εδώ και μέρες υποψιάζονταν καθώς παρακολουθούσαν το γιο τους να μετατρέπεται σε άλλον άνθρωπο, σαν ένα θηρίο άγριο σε κλουβί.
Τον έκατσαν σε μια καρέκλα, και καθαρίζοντας τον από τα αίματα, αυτός σαν άβουλο μικρό παιδάκι που άρχισε να συνειδητοποιεί αυτό που έκαμε, τους είπε για το φονικό. Οι γονείς του με σφιγμένη την καρδιά και προσπαθώντας να μείνουν ήρεμοι, σκέφτηκαν ότι έπρεπε να τον φυγαδεύσουν.
Του ετοίμασαν ένα μποξιά και τον παρότρυναν να φύγει να κρυφτεί, να γλυτώσει.
Έτσι έφυγε ο φονιάς και κρύφτηκε στα όρη. Όσο κι αν έψαξαν οι ζαφτιέδες δεν τον βρήκαν.
Ο πατέρας του τον προμήθευε φαγητό και εφόδια περιμένοντας να περάσει καιρός να αποχωρήσουν τα μπλόκα που έστησαν οι Τουρκικές αρχές στα μονοπάτια που οδηγούσαν εκτός του χωριού, ώστε να μπορέσει να τον φυγαδεύσει σε κάποιο άλλο μακρινό μέρος.
Όμως δυστυχώς για λόγου του, όσο καιρός και αν πέρασε, η αστυνομία συνέχισε τα μπλόκα τους καθώς ο τοκογλύφος είχε ισχυρά μέσα.
Ώσπου μια μέρα αφού πρώτα έλαβε δυο πουγκιά γρόσια από τον τοκογλύφο, ο τοπικός μπέης επισκέφτηκε τον πατέρα του φονιά. Κλείστηκαν σε μια κάμαρη για ώρα πολλή. Τι διαμείφθηκε κανένας δεν ξέρει, είναι ένα μυστήριο που ακόμα υπάρχει μέχρι σήμερα σε όσους διηγούνται την ιστορία.
Την επόμενη μέρα πηγαίνοντας προμήθειες στο γιο του, τους άφησε να τον παρακολουθήσουν, να βρουν την κρυψώνα και να συλλάβουν το γιο του. Τον ίδιο την άλλη μέρα τον βρήκαν οι χωριανοί ρεμμασμένο σε ένα δένδρο δίπλα στο μικρό ρυάκι που διασχίζει το χωριό. Έβαλε τέρμα στη ζωή ύστερα που αναγκάστηκε να προδώσει το γιο του. Σε λίγες μέρες πέθανε και η γυναίκα του από το μαράζι της.
Σε ένα μήνα έγινε η δίκη και ο καδής καταδίκασε σε απαγχονισμό τον φονιά…
Όταν ήρθε η αυγή εκείνης της μέρας που ορίστηκε η εκτέλεσή του, τον βρήκε γονατισμένο στο κελλί με τα χέρια ενωμένα σε προσευχή. Είχε το κεφάλι σκυμμένο κατα γης και τα μακριά ακούρευτα μαλλιά του έπεφταν στο μέτωπο του. Οι παλάμες του ίδρωναν, είχε φτάσει το τέλος του. Δεν λυπόταν για το διπλό φονικό που έκαμε, ούτε λυπόταν για τη δική του ζωή που θα έχανε σε λίγο. Μαράζωνε και λυπόταν μόνο που χάθηκαν άδικα για λόγου του οι γονείς του, που για τις δικές του άνομες πράξεις πλήρωσαν βαρύ τίμημα οι δικοί του.
ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΦΥΓΕΙΝ ΑΔΥΝΑΤΟ
Σε ένα μικρό χωριό ζούσε μια φτωχή χηράτη με το μονάκριβο γιο της που με κόπο προσπαθούσε να τον αναγιώσει. Δεν γύρεψε άλλη παντρειά, έμεινε μαγκούφα με μόνο σκοπό να μην του λείψει τίποτα. Ξενοδούλευε στα χωράφια μέρα νύχτα για να τον μεγαλώσει και να τον μορφώσει. Τον αγαπούσε πολύ και με χίλιες δυο στερήσεις προσπαθούσε για λόγου του.
Και αυτός όμως την αγαπούσε πολύ και δεν της χαλούσε χατίρι. Την άκουε και την υπάκουε, γι αυτόν ο λόγος της ήταν προσταγή.
Μια Κυριακή που ο κανακάρης της έλειπε από το σπίτι και η χηράτη είχε σχόλη και έκανε τις δουλειές του σπιτιού, από τη στράτα έξω πέρασε μια ξένη γριά ακουμπώντας το ραβδί της και έδειχνε κουρασμένη και ταλαιπωρημένη. Της φώναξε να κοπιάσει να την φιλέψει και να ξεκουραστεί.
Η γριά αφού δροσίστηκε και ξεκουράστηκε, της πρότεινε για την καλοσύνη της να της πει τη μοίρα. Και η χηράτη που πίστευε πολύ στη μοίρα και στο πεπρωμένο, δέχτηκε πρόθυμα.
Η γριά ξεκρέμασε από το λαιμό της ένα σταυρουδάκι και κρατώντας το από την αλυσιδίτσα, το κράτησε ψηλά ακίνητο. Το σταυρουδάκι άρχισε από μόνο του να κινείται πέρα δώθε, και ύστερα να κάνει μικρούς κύκλους που σιγά σιγά δυνάμωναν, και να κυλίεται τεθλασμένα.
Η χηράτη που την παρακολουθούσε, είδε απότομα το πρόσωπο της να σκοτεινιάζει και να αφήνει το σταυρό να της πέφτει χάμω.
-Τι συμβαίνει, τι έπαθες, τι είδες; Τη ρώτησε ανήσυχη η χηράτη.
-Καλή μου κοπέλα, μεγάλο κακό θα σε έβρει. Έχεις ένα γιο που όταν θα τον παντρέψεις, τη νύχτα του γάμου θα τον δαγκώσει ένα φίδι και θα αποθάνει, της απάντησε η γριά.
Η καημένη μάνα αναστατώθηκε γιατί πίστεψε τα λεγόμενα της, και στεναχωρεμένη για μέρες νηστική και φοβισμένη σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε να γλυτώσει το γιο της. Ήταν σίγουρη πως της έλεγε την αλήθεια, γιατί καθώς πίστευε πολύ στη μοίρα, ήταν επίσης απόδειξη πως η γριά έλεγε αλήθεια καθώς δεν ήξερε πως είχε γιο, αλλά το είδε διαβάζοντας τη μοίρα της.
Βάλθηκε από εκείνη τη μέρα να υποβάλει στο μυαλό του παιδιού της να γίνει μισογύνης και να μην θέλει να παντρευτεί καμιά γυναίκα όταν θα μεγάλωνε, αλλά να μείνει γεροντοπαλίκαρο.
Τα χρόνια πέρασαν, το παιδί μεγάλωσε και δεν ήθελε να παντρευτεί. Μισούσε τις γυναίκες και τις θεωρούσε μπελά στη ζωή του. Η μάνα του πίστεψε πως είχε επιτύχει το σκοπό της και η ψυχή της επιτέλους ηρέμησε.
Αλλά άλλες οι βουλές του μυαλού, και άλλες της καρδιάς. Μια μέρα συνάντησε μια όμορφη κοπέλα που την αγάπησε κεραυνοβόλα, και μονομιάς αναθεώρησε τις αντιλήψεις του.
Η μάνα έκλαιγε και οδυρόταν και του εξηγούσε το κακό που θα γινόταν, αλλά αυτός ανένδοτος δεν την άκουσε, ήταν η πρώτη φορά που την παράκουσε.
Και ήρθε η μέρα του γάμου. Τέλειωσε το μυστήριο, διασκέδασαν οι καλεσμένοι, και το βράδυ αργά, οι νεόνυμφοι αποσύρθηκαν στο δωμάτιο τους.
Όλοι διασκέδασαν και χόρεψαν, εξόν από τη μάνα που ανήσυχη και φοβισμένη, μόλις έφυγαν οι καλεσμένοι, πήρε μια τσάπα και κρύφτηκε πίσω από το ερμάρι περιμένοντας να σκοτώσει το φίδι.
Όταν αργά το πρωί άκουσε το σύρσιμο του φιδιού που ερχόταν, με μίσος σήκωσε ψηλά τη τσάπα και έκοψε την κεφαλή της κουφής που με δύναμη αποχωρίστηκε από το υπόλοιπο σώμα και πετάχτηκε μακριά. Ύστερα ανακουφισμένη έφυγε αθόρυβα χωρίς να την πάρουν χαμπάρι.
Αλλά ώ τι δυστυχία, το ξημέρωμα όταν ο γαμπρός σηκώθηκε και φόρεσε τις παντόφλες του, το κεφάλι του φιδιού που εκσφενδονίστηκε ήταν μέσα και πατώντας το τα δηλητηριώδη δόντια του τον δάγκωσαν και τον άφησαν στον τόπο.
ΟΙ ΒΕΒΗΛΟΙ (πραγματική ιστορία)
Η Χλώρακα τα παλαιά χρόνια ονομαζόταν Πρασκίουρο που σήμαινε πράσινη ουρά. Ξεκινούσε από τα υψώματα της οδού Χατζηφιλίπου και προεκτεινόταν ως τον ποταμό που χωρίζει τη Κισσόνεργα με τη Λέμπα. Τα υψώματα και οι γκρεμοί που σχημάτιζαν το οροπέδιο της σημερινής Χλώρακας, ήταν κατάφυτο από αιωνόβια δένδρα και σχημάτιζαν μια πράσινη ουρά, ως εξ αυτού είχε το όνομα Πρασκίουρο.
Στα χρόνια της Ενετοκρατίας η περιοχή της σημερινής Λέμπας αποτελούσε συνέχεια του τσιφλικιού της Έμπας. Στα παράλια της Λέμπας και της Χλώρακας στη παραλία του Κοττσιά όπου κατά περιόδους η άμμος ξεβράζεται σε απεριόριστους τόνους στην ακτή, εχει αποτέλεσμα η θάλασσα να ξεβαθαίνει και ο βυθός της έως βαθιά να είναι στρωτός με άμμο. Έτσι εκείνα τα χρόνια τα φορτηγά πλοία προσάραζαν είτε για να φορτώσουν, είτε για να ξεφορτώσουν. Ξεφόρτωναν σκλάβους και φόρτωναν ζάχαρη που κατασκευαζόταν στην Κύπρο κυρίως από τεύτλα. Η θάλασσα έμπαινε στη στεριά και σχημάτιζε ένα μικρό έμπα όπου προσάραζαν τα πλοία. Ως εξ αυτού, αφού η συνέχεια της στεριάς αποτελούσε το μεγάλο τσιφλίκι, το χωριό της Έμπας πήρε το ομώνυμο όνομα. Αργότερα επί Οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί, το δυτικό μέρος κατοικήθηκε κυρίως από Τούρκους και η περιοχή πήρε εκ παραφθοράς το όνομα Λέμπα.
Το χωριό της Λέμπας από εκείνα τα χρόνια ήταν μικτό με περισσότερους Τούρκους και λιγότερους Χριστιανούς μέχρι την ανεξαρτησία της Κύπρου όπου ξεκίνησαν οι δικοινοτικές ταραχές και οι Έλληνες κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό.
Τις δεκαετίες 1850 και 1880, μια τεράστια περιοχή της Λέμπας κατείχε ένας Χριστιανός μεγαλοτσιφλικάς, ο Σάββας Νικολαΐδης. Σε μια άκρια της περιουσίας του στην άκρια του δρόμου υπήρχε ένα υπόστεγο που το χρησιμοποιούσε σαν αποθήκη. Μέσα οι περαστικοί έμπαιναν και προσεύχονταν θεωρώντας πως ήταν Άγιος τόπος και λατρευτικός χώρος του Αγίου Στεφάνου που μαρτύρησε στα χέρια των ειδωλολατρών, όπως το ίδιο μαρτυρούσαν και οι Χριστιανοί από τους κατακτητές Οθωμανούς.
Στα χρόνια που πέρασαν ο τόπος καθιερώθηκε ως πλήρως λατρευτικός χώρος του Αγίου ο οποίος ανεδείχθηκε θαυματουργός και τον επισκέπτονταν από πολλά μέρη της Πάφου, οπότε ιδιοκτήτης της αποθήκης Σάββας Νικολαιδης σε μια κρίση πίστεως έκτισε το υπόστεγο και το μετέτρεψε σε πρόχειρο εκκλησάκι το οποίον δώρισε στην εκκλησία και στους πιστούς.
Στο εκκλησάκι προσέτρεχαν να προσκυνήσουν Ρωμιοί και Τούρκοι έως την περίοδο της Αγγλοκρατίας που οι Βρεττανοί διέσπειραν τα μίση και τα πάθη μεταξύ των δύο κοινοτήτων Ελλήνων και Τούρκων που είχαν ως συνέχεια τις δικοινοτικές ταραχές και την εισβολή των Τούρκων στη μεγαλόνησο.
Εκείνους τους καιρούς που η διχόνοια επικρατούσε μεταξύ των δύο κοινοτήτων, τρία Τουρκάκια έβαλαν στόχο και με μίσος βεβήλωναν συχνά το μικρό εκκλησάκι κάνοντας ασχημίες. Οι Χριστιανοί ήταν ανάστατοι και καταριόνταν τα Τουρκιά που δεν μπορούσαν να συλλάβουν επ αυτοφώρω καθώς αυτοί ασχημονούσαν και έφευγαν βιαστικοί και κρύβονταν στο Τουρκοκυπριακό χωριό υπό την κάλυψη των ομοχωρίων τους.
Μα ίσως η θεία δίκη, ίσως οι κατάρες των Χριστιανών, έπεσαν σαν πέλεκυς επί των κεφαλών τους και η τιμωρία τους ήταν σκληρή.
Μια τέτοια φορά αφού λέρωσαν την εκκλησία, ο ένας με το σουγιά έγδαρε το μάτι του Αγίου. Εκείνη την ώρα όμως μπήκαν μέσα Χριστιανοί και τους είδαν επ αυτοφώρω. Αυτοί φοβήθηκαν και έτρεξαν να φύγουν. Βγήκαν στην αυλή και τρεχτοί δρασκέλισαν τον τοίχο που χώριζε την αυλή με τον αμαξιτό δρόμο για να ξεφύγουν. Όμως στη βιασύνη τους δεν πρόσεξαν ένα αυτοκίνητο που περνούσε, το οποίο πάτησε τον ένα και τον άφησε στον τόπο.
Στες τέσσερις μέρες το άλλο Τουρκάκι βρέθηκε πυροβολημένος και πεθαμένος σε ένα χωράφι πιο πάνω από το εκκλησάκι προς τη μεριά της Έμπας. Και ύστερα από άλλες τόσες μέρες, το τρίτο Τουρκί, ένα πρωινό που πήγε για μπάνιο στη θάλασσα του Κοττσιά τον πήρε το ρεύμα και τον έπνιξε. Και ύστερα από μέρες αναζήτησης, βρέθηκε ξεβρασμένος στην θάλασσα του Ακάμα με το ένα μάτι του να λείπει. Του το είχαν φάει οι φτίρες της θάλασσας. Ήταν το Τουρκάκι που είχε γδάρει το μάτι του Αγίου.
Την περίοδο της Αγγλοκρατίας όπου οι Άγγλοι αγόρασαν την Κύπρο από τους Τούρκους, οι Τουρκοκύπριοι ζούσαν υπό την εύνοια των Αποικιοκρατών, και πολλοί από αυτούς συμπεριφέρονταν βάναυσα στους Χριστιανούς υπό το στραβό βλέμμα των Βρεττανών.
Η φτώχια στον πληθυσμό ήταν αβάσταχτη και οι κάτοικοι διαβιούσαν υπό ανέχεια. Το έγκλημα άνθιζε και οι κάτοικοι υπέφεραν. Όταν τα Χασαμπουλιά δρούσαν, είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος από την Πάφο μέχρι τη Λεμεσό.
Η δράση τους τερματίστηκε το 1896. Σε αυτή την περίοδο στο χωριό Μαμώνια ζούσε ο Αντωνής ένας μεγαλοτσιφλικάς, που πάντρεψε την κόρη του Παναγιωτού με τον Χρήστο, αργότερα Πελλόχρηστο επίθετο που παραμένει στους απογόνους του μέχρι σήμερα.
Ο Χρήστος καταγόταν από ο Παλαιχώρι και ήταν αδερφός του πατέρα του Πολύκαρπου Γιωρκάτζιη. Η μάνα του πέθανε στη γέννα και την ανατροφή του ανέλαβε η πρωτότοκος αδερφή του Μαρία.
Στα δεκαεφτά του χρόνια το έσκασε και πήγε στην Ελλάδα όπου κατετάγει στο στρατό και έλαβε μέρος στον «ατυχή πόλεμο» το 1897.
Ατυχής πόλεμος ήταν ο πόλεμος μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Ελλάδας με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα, στο οποίο η Ελληνική πλειοψηφία της Οθωμανικής επαρχίας της Κρήτης επιθυμούσε την Ένωση με την Ελλάδα. Ονομάστηκε ατυχής γιατί έληξε με την ήττα της Ελλάδας.
Στην επιστροφή του ο Χρήστος από ντροπή γιατί έφυγε σκαστός αλλά και για την ήττα του πολέμου, δεν πήγε στους γονιούς που τον ανέθρεψαν, αλλά κατετάγη στο σώμα των έφιππων αστυνομικών της αποικιακής κυβέρνησης. Τον φώναζαν Χρήστος ο Σουβαρής καθώς έτσι ονομάτιζαν τους έφιππους αστυνομικούς. Ήταν μεγαλόσωμος και το έλεγε η καρδιά του, έτσι γρήγορα απόχτησε φήμη σκληρού ανδρός.
Καθώς λοιπόν παλικάρι, τον μετέθεσαν στο σταθμό των Μαμωνιών όπου εκεί το έγκλημα ανθούσε ώς συνέπεια της δράσης των Χασαμπουλιών και των εναπομενόντων συντρόφων και συνεργατών τους.
Ο Χρήστος παντρεύτηκε την Παναγιωτού την κόρη του Αντωνή με την οποία έκανε δεκατέσσερα παιδιά εκ των οποίων επέζησαν μόνο τα μισά. Μια κόρη του η μικρότερη η Ευφημία, παντρεύτηκε τον Ζωσιμά Παπάζωσιμά από τη Σουσκιού, πατέρα του Ανδρέα Παπάζωσιμά, ο οποίος μου διηγήθηκε την ιστορία αυτή.
Στη Τίμη ζούσε ένας ψυχοπαθής Τουρκοκύπριος τσιφλικάς και αυτός. Ήταν μεγαλόσωμος, χειροδύναμος με μαυριδερό δέρμα, έτσι τον φώναζαν Μαύρατσο.
Ήταν κακός άνθρωπος και πίκρης, αδικούσε πολλούς, έδερνε όποιον τον λοξοκοιτούσε, είχε μια βάναυση συμπεριφορά προς όλους. Οι άνθρωποι τον φοβούνταν και εναπόθεσαν τις ελπίδες τους για δικαιοσύνη στην αστυνομία.
Όμως αυτός δεν λογάριαζε ούτε αστυνομία, και όταν δυο φορές δοκίμασαν να τον συλλάβουν, έδειρε τους αστυνομικούς.
Αστυνόμος στο σταθμό της Πάφου ήταν ο Καρεκλάς που σκέφτηκε πως καλά θα μπορούσε να τον κάνει μόνο ένας πιο πελλός, έτσι φώναξε τον Χρήστο που είχε νάμι από το σταθμό των Μαμονιών, και τον διέταξε να τον συλλάβει. Όμως γνωρίζοντας την πελλάρα που είχε κι αυτός, του συνέστησε την προσοχή να τον φέρει ζωντανό και όχι σκοτωμένο.
Ο Χρήστος πήρε έναν αστυνομικό για βοηθό και έφιπποι με ένα ακόμα άλογο μετέβησαν στην Τίμη, μπήκαν μες τον καφενέ και ρώτησε ποιος είναι ο εφέντης Μαύρατσος.
Στη γωνια του καφενέ όπου καθόταν ο λεγάμενος Τούρκος καπνίζοντας ναργιλέ και πίνοντας καφέ, που τους άκουσε με απύθμενη ανέδεια πολοήθηκε με μια βρισιά στο στόμα,
-Πεν πε ππεζεβέγκ, εγιώ είμαι, τί θέλεις με;
Ο χρήστος χωρίς να απαντήσει, προχώρησε με ανοιχτές δρασκελιές κατά πάνω του και με ένα ρόπαλο του έδωσε μια στο κεφάλι και ύστερα άλλη μια, και όταν έπεσε αιμόφυρτος με ένα ραβδί άρχισε να τον δέρνει αβέρτα. Τα αίματα πιτούσαν και το πάτωμα βάφτηκε κόκκινο.
Όταν σταμάτησε να σπαρταρά, διέταξε τον βοηθό του και τον έδεσε χειροπόδαρα, και ύστερα τον φόρτωσαν στο άλογο και ξεκίνησαν για τον αστυνομικό σταθμό στο Κτήμα. Στο έμπα της πόλης όσοι βλέποντας το αιματοβαμμένο σώμα μπρούμητα στη ράχη του αλόγου, άρχισαν να μουρμουρίζουν πως είναι πεθαμένος Και ο αστυνόμος από ψηλά στο μπαλκόνι του αστυνομικού σταθμού βλέποντας το ακίνητο σώμα το ίδιο πίστεψε, και θυμωμένος έβγαλε μια δυνατή φωνή επίπληξης προς τον Χρίστο,
-βρε Πελλόγρηστε σου είπα να μου τον φέρεις ζωντανό, όχι πεθαμένο.
Και ο Πελλόγρηστος μειδιώντας, σήκωσε το ραβδί και έδωσε μια δυνατή βιτσιά στα κολωμέρια του αιχμαλώτου, οπότε αυτός άρχισε να βογκά δυνατά, σημάδι πως ήταν ζωντανός.
Από εκείνο τον καιρό έμεινε ο Χρήστος με το όνομα Πελλόγρηστος, παραγκόμι που συνοδεύει μέχρι σήμερα τους απογόνους του.
Ο Χρίστος και η Παναγιώτα, όταν ήταν 83 και 75 ετών αμφότεροι, καθώς και ακόμα ένας γέροντας, δολοφονήθηκαν αναίτια ενώ εργάζοντο ένα πρωινό του Αυγούστου του 1958, στα χωράφια τους στα Μαμώνια από Τούρκους της περιοχής. Σε δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής αναφέρεται ότι εσφάγησαν και κατακρεουργήθηκαν, και τα κεφάλια τους αποκόπηκαν από τα σώματα τους.
ΑΦΡΟΔΙΣΙΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Τα λιμάνια παντού στον κόσμο συνήθως αποτελούν αγορές έρωτος και ναρκοτικών ουσιών, καθώς εκεί ξέμπαρκοι ναύτες μοναχικοί διαβάτες που ψάχνουν καράβι να μπαρκάρουν, ή πληρώματα πλοίων που δένουν για να ξεφορτώσουν, γυρεύουν θαλπωρή σε μια αγκαλιά σαρκικής απόλαυσης ύστερα από πολυήμερα ταξίδια σε θάλασσες και ωκεανούς. Άλλοτε οι πόρνες μόνες σουλατσάρουν προσπαθώντας να πουλήσουν το κορμί τους, και άλλοτε οι νταβατζήδες πρόθυμοι να ξεναγήσουν τα πληρώματα σε ναούς διασκέδασης και λαγνείας. Λαγνείας και απόλαυσης σαρκικής συνήθως συμβατής και κλασσικής, αλλά και αιρετικής και ανορθόδοξης πέραν των παραδεδομένων αξιών. Παζάρια ναρκωτικών ουσιών και αγοραίου έρωτος σε συχνότητες διασυρμού της αξιοπρέπειας, βαποράκια χωρίς αναστολές, γυναίκες πόρνες και άνδρες προαγωγοί άθλιοι εκμεταλλευτές χωρίς αιδώ, που έχοντας μόνη έγνοια το κέρδος, ξεπερνούν τα όρια της ηθικής, τη αξιοπρέπειας και της ευτέλειας.
Σε λιμάνια νέες γυναίκες και μικρά κοριτσάκια σε παράταξη περιμένουν πελάτες, ενώ όσοι ναυτικοί δεν γνωρίζουν τα συνήθει ή αναζητούν κάτι περισσότερο, αποτείνονται στους νταβατζήδες και τους εμπόρους για να τους εξυπηρετήσουν.
Ανάλογα με τη αυστηρότητα του νόμου, σε κάθε χώρα και λιμάνι, τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Θυμάμαι μια φορά στο Μπάρι, πριν ακόμα τελειώσει το δέσιμο του πλοίου στο μόλο, κάποιοι ντόπιοι δρασκέλησαν τα ρέλια και εισήλθαν στο πλοίο.
Ότι στην Ιταλία απλοί πολίτες είχαν δικαίωμα να επιβιβάζονται σε ελλιμενισμένα υπό ξένη σημαία πλοία δεν με παραξένεψε, καθώς σε προηγούμενα λιμάνια σε πολλές χώρες το αυτό συνέβαινε, γι αυτό χωρίς να σκεφτώ πονηρά, υπέθεσα πως ήταν τελωνειακοί ή εργάτες του λιμανιού. Με τα λαδωμένα ρούχα της δουλειάς στεκόμουν στην πόρτα που οδηγούσε στο μηχανοστάσιο και έβλεπα το σουλατσάρισμα τους.
Παρακολουθούσα όσα συνέβαιναν μη έχοντας τι να κάνω έως ότου τελειώσει η βάρδια μου. Στέκοντας λίγο μακρύτερα από τα συμβαινούμενα και όλα βλέποντας τα, εύκολα κατάλαβα τα παιχνίδια και τα κοντραπαζα που διαμείβονταν και παίζονταν μεταξύ πληρώματος και επισκεπτών. Συναλλαγές με εμπορεύματα από άλλες χώρες που συνηθίζαμε να αγοράζουμε και να εμπορευόμαστε εμείς οι ναυτικοί όπως ρολόγια και υπολογιστές Seiko από την Ιαπωνία, φωτογραφικές ζενίθ από τη Σοβιετική ένωση, και ουσίες από χώρες φθηνές κυρίως της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής. Θυμάμαι μια φορά στη Νιγηρία, φουντάραμε έξω από το λιμάνι για να ανεφοδιαστούμε καύσιμη υλη για τη μηχανή, οπότε από λάντζες που μας πλεύρισαν, τελωνειακοί αξιωματικοί και απλοί εργάτες μας πρόσφερναν πολύ φτηνά όλων των ειδών τέτοιες ουσίες, με αντάλλαγμα τσιγάρα πολυτελείας, κυρίως Rothmans.
Μέσα σ αυτή την έξαρση της συναλλαγής, έπιασε το μάτι μου έναν ντόπιο νεαρό να συζητά με το καμαροτάκι του πλοίου και ύστερα μαζί να περπατούν και να μπαίνουν στην καμπίνα του καμαρότου στο βάθος του διαδρόμου. Σκέφτηκα πως θα του έδειχνε κάτι να του πουλήσει, ή ακόμα να τα είχαν βρει μεταξύ τους, γιατί κανείς δεν ξέρει τι κρύβει μέσα του ο διπλανός του, αν είναι ετερόφυλος, ή κάτι άλλο. Το καμαροτάκι έδειχνε ένας νέος σοβαρός και ανδροπρεπής, που δυσκολα ο νους κάποιου θα πήγαινε σε σκέψεις άλλες. Όμως τα μάτια μου είδαν πολλά, τόσα πολλά, που τίποτα δεν θα με ξάφνιαζε.
Στο χρόνο που ακολούθησε, φάνηκε καθαρά πως άλλα πράγματα έκαναν εντός της καμπίνας, και όχι κοντραπάζα. Δεν ήταν μόνο γιατί έκαναν ώρα πολλή μέσα, ήταν και γιατί μετά τον απόπλου μας ο καμαρότος είχε κολλήσει αρρώστια βαριά από αφροδίσιο νόσημα και μόλις προλάβαμε να τον παραδώσουμε πριν μας πεθάνει στη θάλασσα καθώς πολύ γοργά η ασθένεια άρχισε να τον κατατρώγει και αφόρητα να τον βασανίζει.
Η ομοφυλοφιλία συνήθως έχει γενετικό υπόβαθρο, που σε συνδυασμό με τις περιβαλλοντικές επιρροές κάνει έναν άνθρωπο ομοφυλόφιλο. Δηλαδή οι περισσότεροι τοιούτοι γεννιούνται με προδιάθεση, και δεν πρόκειται για θέμα επιλογής τους αργότερα στη ζωή. Στο απλό κοινό των ανθρώπων αυτό θεωρείται κακό έως και έγκλημα, ενώ για ανοιχτόμυαλους και μορφωμένους, θεωρείται απλά διαφορετική σεξουαλική προτίμηση.
Όμως μελέτες επιστημόνων τονίζουν, πως στις σεξουαλικές αυτές πράξεις χρειάζεται ιδιαίτερη προφύλαξη, καθώς ένεκα της κοινωνικής κατακραυγής που τυγχάνουν οι ομοφυλόφιλοι και στη μυστικότητα που αναγκάζονται να ενεργούν, υποχρεώνονται να αλλάζουν συντρόφους με αποτέλεσμα οι ασθένειες να μεταδίδονται ευκολότερα.
Η ίδια απειλή από μολυσματικές και λοιμώδεις νόσους εγγυμονεί και για τους ναυτικούς ένεκα του ασυνήθιστου περιβάλλοντος που διαβιούν και των συνθηκών εργασίας που απασχολούνται. Από μελέτες έχει αποδεδειχθεί πως όσοι εξ αυτών ασθενούν και αποβιώνουν, οι περισσότεροι θάνατοι δεν οφείλονται σε ατυχήματα και πνιγμούς όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά στις λοιμωδεις ασθένειες και κυρίως τις αφροδίσιες, ιδιαίτερα την παλιά εποχή που δεν ήσαν ιάσιμες Είναι λοιπόν γεγονός αναμφισβήτητο πως οι ναυτικοί κινδυνεύουν από ευρύ φάσμα ασθενειών κυριότερες οι οποίες είναι όσες προέρχονται από το σεξ, καθώς πολλοί δεν παίρνουν τις απαραίτητες προφυλάξεις. Πολύ τακτικές ασθένειες που ταλαιπώρησαν κατά τη γνώμη μου όλους τους ναυτικούς είναι οι έρπητες, οι κόντυλοι, οι ψείρες, η βλεννόρροια. Σίγουρα πολλοί κόλλησαν πιο επικίνδυνες ασθένειες, αλλά επειδή είναι βαριάς μορφής κανείς δεν τις αναφέρει, σε αντίθεση με τις συνηθισμένες που πολλοί τις συναφέρνουν και τις θεωρούν απλές όπως μια γρίπη ή ένα κρυολόγημα.
Το μικρό καμαροτάκι λοιπόν, κόλλησε σκουλαμέττο. Για μερικές στιγμές σεξουαλικής ηδονής που μάλλον δεν μερήμνησε να λάβει προφυλάξεις, η κακή στιγμή του επέφερε πολλά δεινά, αφόρητο πόνο και ταλαιπωρία. Στη βιά του ίσως, ή στην ανημποριά της πλήρους απόλαυσης, βιάστηκε να παραδοθεί σε σεξουαλικές ορέξεις χωρίς προφύλαξη. Για λίγες στιγμές λάγνες που γρήγορα τέλειωσαν, δεν ενέργησε σωστά, δεν προφύλαξε τον εαυτό του.
Και να τώρα, ύστερα από λίγες μέρες μέσα στον Ινδικό ωκεανό που ταξιδεύαμε, φανερώθηκε η άσχημη αρρώστια. Στην αρχή έκρυψε το πρόβλημα και μας σερβίριζε το φαγητό στην τραπεζαρία κρύβοντας τον πόνο του, χωρίς να δείχνει πώς υπέφερε.
Αλλά όσο περνούσαν οι ώρες και οι μέρες, η αρρώστια τον κατέτρωγε και τον έφθινε. Φαινόταν καθαρά στο πρόσωπο του και στις κινήσεις του πως πολύ πονούσε. Στις ερωτήσεις μας απαντούσε πως τον πείραξε ο σπόνδυλος του, γι αυτό και εμείς κατ αρχάς τον συμπονέσαμε και τον βοηθήσαμε με το να σερβιριζόμαστε μόνοι μας.
Ώσπου μια μέρα τον είδα να βγαίνει από την καμπίνα του με ανοιχτά πόδια όπως τον συγκαμμένο και χωρίς να δύναται καθόλου να περπατήσει, ενώ από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα, και σπασμοί στο πρόσωπο του φανέρωναν τον ανείπωτο πόνο του. Τον ρώτησα τι έχει, και αυτός κλαίγοντας μου απάντησε πως κόλλησε νόσημα, πως τον έφαγε και τον τέλειωσε, πως δεν άντεχε άλλο τους αφόρητους πόνους, πως ήθελε να πεθάνει, να γλυτώσει.
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ο λοστρόμος απέναντι στη άκρη του διαδρόμου, και βλέποντας τη σκηνή, ήρθε κοντά μας. Έμπειρος ναυτικός και παλιά καραβάνα, αμέσως κατάλαβε, και του είπε,
-ρε πούστη, κόλλησες βλεννόρροια στον ποπό;
Και γυρίζοντας σε μένα μου είπε,
-Κύπριε η κατάσταση είναι δύσκολη, τρέχα να φωνάξεις το Γραμματικό.
Ο δεύτερος πλοίαρχος ή γραμματικός όπως συνήθως τον καλούσαμε ήταν υπεύθυνος για όλα όσα συνέβαιναν στο πλοίο, και έπρεπε να μεριμνά ώστε όλα να γίνονται με το σωστό τρόπο. Φυσικά ήταν υπόλογος στον καπετάνιο που τον ενημέρωνε για όλα και έπαιρνε διαταγές μόνο από αυτόν.
Στην περίπτωση του καμαρότου αποφάνθηκε πως έπρεπε να περιοριστεί στη καμπίνα του έως ότου πιάσουμε λιμάνι για να πάει στο γιατρό. Η ασθένεια του ήταν κολλητική και δεν έπρεπε καθόλου να κυκλοφορεί ή να εργάζεται, πόσον μάλλον να σερβίρει φαγητό στο πλήρωμα.
Του έδωσε κάποια παυσίπονα λοιπόν, και τον κλείδωσε στην καμπίνα του δίνοντας διαταγή, κανείς να μην του ανοίξει, ούτε να τον επισκεφτεί.
Και ενώ οι μέρες περνούσαν, ο καμαρότος μέσα στην καμπίνα του περιορισμένος σπάραζε από τους πόνους και οι κραυγές του μέρα νύχτα ακούγονταν γοερές, και μας τριβέλιζαν τα αυτια. Ήταν μια κατάσταση που μας τρόμαζε καθώς το κλάμα του ήταν πολύ σπαραχτικό. Ήταν φαίνεται οι πόνοι του αφόρητοι και κάθε ώρα που περνούσε γίνονταν χειρότεροι.
Σκέφτηκα πόσο απάνθρωπο ήταν αυτό που συνέβαινε, και γιατί ο καπετάνιος δεν ειδοποιούσε να έλθει κάποιο ελικόπτερο να τον παραλάβει. Σκέφτηκα μήπως επί σκοπού δεν ειδοποιούσαν γιατί τα κόστα σε τέτοια περίπτωση για την εταιρεία θα ήταν μεγάλα. Σκέφτηκα ακόμα πως ίσως ο Γραμματικός να μην νοιαζόταν για τις ανθρώπινες ζωές και να άφησε τον καημένο ασθενή στο έλεος του και στη μαύρη του μοίρα. Οι σκέψεις μου αυτές ήταν βάσιμες, γιατί σε ένα προηγούμενο μας ταξίδι είδα σε αυτόν κακία και απανθρωπιά να τον κυριαρχεί. Ήταν θυμάμαι καλά όπως να ήταν χτες, ένα περιστατικό που πολύ με στενοχώρησε και με έκανε να τον απαξιώσω ως άνθρωπο. Είχαμε αποπλεύσει από ένα λιμάνι, και ο βοηθός λοστρόμος (Σάκη τον φωνάζαμε καλά θυμάμαι ακόμα) είχε αγοράσει ένα μικρό πιθηκάκι μια σταλιά και όλο χάρη, ένα πολύ ήρεμο, εκπαιδευμένο και συμπαθητικό ζωάκι. Όλοι το αγαπήσαμε, και όλοι παίζαμε μαζί του. Ώσπου μια μέρα ο Γραμματικός, ένας άνθρωπος πετσί και κόκκαλο που το φαγητό δεν το έπιανε ίσως από την μοχθηρία που τον διακατείχε, μόλις ήρθε εις γνώση του το γεγονός, άρπαξε το μικρό ζωάκι, και με δύναμη το έριξε φούντο στη θάλασσα. Ήταν ένα θλιβερό περαστικό που έμεινε ανεξίτηλο γραμμένο στη μνήμη μου καθώς έβλεπα το μικρό ζωάκι να κολυμπά προσπαθώντας να μην πνιγεί. Και το πλοίο έφευγε μακριά αφήνοντας πίσω το καημένο πιθηκάκι, με προδιαγραμμένη την μοίρα του να πνιγεί και να το φαν τα ψάρια. Γνώριζα πως απαγορεύονταν τα ζώα στα πλοία γιατί υπήρχε κίνδυνος να μεταδώσουν ασθένειες μολυσματικές στο πλήρωμα και πως ο γραμματικός ενέργησε βάση των κανονισμών, παρ όλα αυτά, θεώρησα την πράξη του απάνθρωπη.
Οι κραυγές του πόνου και οι κλαυθμοί της απόγνωσης του ασθενούς μας πίκραιναν την καρδιά και μας έθλιβαν, ώσπου ξαφνικά κάποια μέρα σταμάτησαν να ακούονται. Όλοι σκεφτήκαμε το χειρότερο, και με πολλή αγωνία ζητήσαμε ενημέρωση από τον δεύτερο πλοίαρχο. Μας έδωσε μια εξήγηση αληθοφανή, πως τον μετέφερε στο αναρρωτήριο στο πλωριό ντεκ, ώστε να μην επηρεαζόμαστε εμείς το υπόλοιπο πλήρωμα από τις κραυγές του στην απόδοση της εργασίας μας. Δεν πίστεψα πολύ αυτή την εξήγηση, και ακόμα έως τώρα διερωτώμαι αν έτσι είχαν τα πράγματα, ή αν το άμοιρο καμαροτάκι δεν άντεξε τους πόνους και την καταραμένη αρρώστια, αν μέσα σε εκείνο το πλοίο άφησε την τελευταία του πνοή και άν ο γραμματικός με τον στιούαρτ μετέφεραν στο ψυγείο το άψυχο του σώμα μέχρι να πιάσουμε λιμάνι, καθώς όριζαν οι κανονισμοί.
Σε όλους μας πέρασε αυτή η κακή σκέψη, όμως ήμασταν υποχρεωμένοι να δεχτούμε όσα ο υποπλοίαρχος μας εξήγησε.
ΣΑΒΑΩΣ Ο ΑΛΙΚΑΤΟΡΑΣ
Οι άνθρωποι την πλαλαιάν εποχή μάζευαν αλάτι για δική τους χρήση από τα παράλια των θαλασσών, εκεί όπου υπήρχαν χαμηλές ακτές και μικρές αλυκές. Δυστυχώς όμως αυτό επί Αγγλοκρατίας απαγορεύτηκε καθώς ήθελαν να τους πωλούν αλάτι από τη μεγάλη αλυκή της Λάρνακας που οι ίδιοι διαχειρίζονταν και περήγαγαν τεράστιες ποσότητες.
Έτσι για να τους αποτρέπουν είχαν διορισμένους φύλακες, τους Αλικάτορες, που περιπολούσαν τις παραλίες και κατάγγελλαν τους παραβάτες.
Ο Σαβαώς ήταν διορισμένος αλικάτορας. Καταγόταν από την Τσάδα και ήταν σκληρός και άπονος. Ήταν άνθρωπος που δεν σεβόταν την φτώχεια των ομοθρήσκων του Χριστιανών και τους κυνηγούσε ανηλεώς, δεν χαριζόταν σε κανέναν, εκτός όσων τον εχρημάτιζαν.
Πολλοί του έδιναν από το υστέρημα τους, κυρίως οι βοσκοί που το χρειάζονταν απαραιτήτως για την κατασκευή των χαλουμιών.
Όμως αυτός ανελέητος και κακός, όσοι δεν του έδιναν κανίσια, με δόλιο τρόπο προσπαθούσε να ξεγελάσει τα μικρά παιδιά και να τους εκμαιεύσει πληροφορίες για να καταγγείλει τους γονιούς τους.
Εκείνες τις εποχές το πιο διαδεδομένο επάγγελμα ήταν του Βοσκού, ιδίως στο χωριό της Πέγειας που σχεδόν όλοι οι κάτοικοι ήταν βοσκοί και είχαν απόλυτη ανάγκη το άλας για την κατασκευή χαλουμιών. Όμως Ο Σαβαώς καβαλικεμένος πάνω σε ένα μεγαλόσωμο άλογο, περιπολούσε συνέχεια στις ακτές του Ακάμα και δυσκόλευε πολύ τους βοσκούς. Αυτοί άνθρωποι φτωχοί καθώς δεν μπορούσαν να τον εξαγοράσουν, αυτός απάνθρωπα τους κυνηγούσε και τους κατήγγελλε.
Όλοι τον είχαν άχτι και τον μισούσαν. Τον θεωρούσαν σπιούνο, προδότη και εχθρό της πατρίδας καθώς ήταν υπάλληλος των κατακτητών. Είχε πάρει τον ρόλο του Αλικάτορα πολύ σοβαρά και με πείσμα και μανία έταξε σκοπό της ζωής του να μην αφήνει κανένα να μαζεύει άλας.
Πολλοί παρακαλούσαν να τον ρίξει το άλογο του, να κουτσωθεί, να πεθάνει, να ησυχάσουν.
Οι Πεγειώτες άνθρωποι αγράμματοι, απλοϊκοί και ταπεινοί, στη φτώχεια τους είχαν για παρηγοριά την θρησκεία τους. Ευσεβείς κάθε Κυριακή και γιορτή, δεν έχαναν λειτουργία ή εσπερινό. Και σαν καλοί Χριστιανοί δεν θα έπρεπε να επιθυμούν τον θάνατο κανενός. Όμως στα τόσα δεινά που τους δημιουργούσε ο κακός Αλικάτορας, ευχή και επιθυμία είχαν τον θάνατο του και παρακαλούσαν τον Θεό να βοηθήσει σε αυτό.
Και όταν πέρασε καιρός, ένα πρωί άκουσαν πως ο Σαβαώς βρέθηκε πεθαμένος κάτω στη θάλασσα, σε μια μακρινή περιοχή του Ακάμα ριγμένος σε ένα χωράφι γεμάτο αγκάθια. Δεν βρέθηκαν σημάδια στο κορμί του ούτε χτυπήματα, ούτε μαχαιριές, ούτε σφαίρες. Η Αστυνομία έβγαλε πόρισμα ότι πέθανε από φυσικά αίτια. Οι κάτοικοι όλης της χαμηλής Πάφου χάρηκε και δόξασαν τον Θεό. Γλύτωσαν από ένα τύραννο, από ένα κακό άνθρωπο. Οι Πεγειώτες και αυτοί δόξασαν τον Χριστό, και ήταν σίγουροι πως ο Θεός άκουσε τις προσευχές τους. Δεν τον λυπήθηκε κανείς, δεν τον συμπόνεσε κανείς, δεν τον έκλαψε κανείς. Παρά μόνο όλοι ευχαριστημένοι γιόρτασαν και αγαλλίασαν και ένιωσαν απελευθερωμένοι από τον κατατρεγμό του.
Πέρα μακριά στον Ακάμα τρεις φίλοι νεαροί που έβοσκαν τα πρόβατα τους, και αυτοί χαρούμενοι χωρίς τύψεις κουβέντιαζαν για το φόνο που έκαναν, που σκότωσαν τον Σαβαώ και γλύτωσαν αυτοί, οι χωριανοί τους, και όλη η Πάφος.
Είχαν αποφασίσει πριν καιρό να τον ξεκάνουν και κατέστρωσαν σχέδιο έξυπνο να μην πιαστούν. Έτσι ένα πρωί χωρίς μάρτυρες, του έστησαν καρτέρι. Τον κατέβασαν με το ζόρι από το άλογο και ενώ τον βαστούσαν ακίνητο, τον χτυπούσαν στο στομάχι με κάλτσες γεμάτες άμμο. Τα χτυπήματα με αυτό τον τρόπο δεν αφήνουν σημάδια και μελανιές, έτσι η αστυνομία αποφάνθηκε πως πέθανε από φυσικά αίτια.
Ήταν Πεγειώτες βοσκοί οι οποίοι χρειάζονταν άλας για τα χαλούμια τους, και αυτός ήταν εμπόδιο.
Περαστοί τον βρήκαν και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, αλλά ήταν πεθαμένος.
Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα και όλοι οι Χριστιανοί στα παράλια έστησαν γιορτή και χάρηκαν για τον θάνατο του κακού Σαβαού.
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΕΛΛΗΣ
Η Ξενού ήταν πλουσιοκόρη και μοναχοπαίδι, και ήταν από τις ελάχιστες γυναίκες που τέλειωσε σχολαρχείο. Πολύ περήφανη για τη μόρφωση της, αλλά συνάμα και πολύ εγωίστρια, καμάρωνε για την καταγωγή της και έβλεπε τον υπόλοιπο πληθυσμό αφ’ υψηλού καθώς ένιωθε πως άνηκε σε ανώτερη κοινωνική τάξη.
Σεβόταν τους γονείς της και ήταν υπάκουη σε αυτούς, έτσι από μικρή έμαθε το ίδιο να τη σέβονται και να την εκτιμούν οι άλλοι, συμπεριφορές που πήγαζαν όπως πίστευε, ένεκα της ανώτερης καταγωγής της και εκ της μορφώσεως της, καθώς και της προσωπικότητας της. Ήταν καλή Χριστιανή και αγαπούσε και εφάρμοζε το νόμο του Θεού, ήταν ηθική και αγαπούσε το δίκαιο. Πίστευε πως όλες οι αρετές ήταν χαρισμένες εκ γενετής σε αυτήν.
Ήταν λοιπόν ευχαριστημένη και ευτυχισμένη αγαλιούσε η ψυχή της γνωρίζοντας το σεβασμό που ενέπνεε.
Οι γονείς της το ίδιο περήφανοι την είχαν καμάρι και την προόριζαν να την καλοπαντρέψουν με ένα εξ ίσου από καλή οικογένεια παλικάρι. Από ενωρίς ξεκίνησαν να ετοιμάζουν την προίκα της, και όταν πλέον ήταν σε ηλικία για γάμο, τα προικιά της πλουσιοπάροχα ήταν έτοιμα να μοιραστούν στη νύφη και στον κατάλληλο ευρεθώντα γαμπρό.
Και όταν παρήλθε καιρός και η Ξενού έτοιμη πλέον για παντρειά, αυτοί σίγουροι για το τι ήθελε συμβεί, μεταξύ τους συζητούσαν ποιον γαμπρό θα επέλεγαν.
Όμως άλλαι αι βουλαί του Θεού, και άλλαι των ανθρώπων
Μια απρόσμενη συμφορά τους πλάκωσε και έπεσαν από τα σύννεφα, όταν τους είπε πως αγαπούσε ένα παλικάρι και ήθελε να τον παντρευτεί, και ποιος ήταν αυτός; Ένας αχαΐρευτος ομορφονιός από ξένα μέρη που από φήμες έμαθαν πως ήταν προικοθήρας, άνεργος, χαρτοπαίκτης και τυχοδιώκτης. Χωρίς δεύτερη σκέψη την αποπήραν, και για να τη συνετίσουν, να τη τιμωρήσουν και να τη συμμορφώσουν, την κλείδωσαν στη κάμαρη της για κάμποσες μέρες.
Αυτή όμως κυριευμένη από μεγάλο έρωτα, δεν υποχωρούσε. Έμεινε μέσα κλεισμένη να κλαίει και να οδύρεται, χωρίς να τρώει ούτε να πίνει. Και καθώς μέρες πέρασαν και αυτή έστηνε γινάτι, οι γονιοί της φοβούμενοι για την υγεία της, την αποφυλάκισαν.
Η Ξενού αποφασισμένη να ζήσει την μεγάλη της αγάπη, αν και γνωρίζοντας τον πόνο που θα προκαλούσε, αν και γνωρίζοντας ότι με την πράξη της θα έχανε πλούτη, περιουσίες, χρήματα και θα εξέπεμπτε της κοινωνικής της θέσης για την οποία ήταν τόσο υπερήφανη, το έσκασε και πήγε να βρει τον μορφονιό της.
Στη μεγάλη πόλη όμως όπου μετοίκισε με τον αγαπημένο της, δυστυχώς πολύ λίγο καιρό πρόλαβε να ζήσει τον μεγάλο έρωτα. Ο αχαΐρευτος όταν κατάλαβε πως η Ξενού δεν επρόκειτο λα λάβει κληρονομιά, άρχισε να την παραμελεί, και σιγά να απομακρύνεται από κοντά της, ώσπου μια μέρα την εγκατέλειψε και την άφησε μόνη της παρατημένη μέσα στα ξένα μέρη.
Και η δύστυχη με καταρρακωμένη την περηφάνια και την αξιοπρέπεια της, έμεινε μονάχη να παλεύει για τη ζωή της, χωρίς καμιά φορά να σκεφτεί να πάει πίσω στους γονιούς της και να ζητήσει ήμαρτον. Ο εγωϊσμός που είχε ήταν μεγάλος και δεν ήθελε να πάει πίσω στο χωριό και όλοι να ιδούν τον ξεπεσμό της. Και έμεινε η δύστυχη με την καρδιά ραγισμένη να ξενοδουλεύει για ένα κομμάτι ψωμί.
Και ο καιρός όσο περνούσε, η αγάπη της μετατρεπόταν σε μίσος. Και το μίσος κατάντησε ανυπόφορο, της έσκιζε τα σωθικά, ήθελε να τον βλάψει, ήθελε να τον σκοτώσει. Και κουρασμένη τα βράδια στο κρεββάτι δεν μπορούσε να κοιμηθεί, κατέστρωνε σχέδια με τη φαντασία της πως να τον τιμωρήσει, πως να χορτάσει το ανείπωτο μίσος της. Ήταν αποφασισμένη να γίνει φόνισσα, της έγινε έμμονη ιδέα.
Μια μέρα όμως δυστυχώς ήρθαν κακά μαντάτα, έμαθε πως τον σκότωσαν τοκογλύφοι που τους χρωστούσε. Θύμωσε που θα έχανε την εκδίκηση της, και αλαφιασμένη και ταραμένη, πήρε τις στράτες και καταριόταν τους φονιάδες που της στέρησαν αυτό το δικαίωμα.
Στη κηδεία την είδαν τρελαμένη να στέκει πάνω στο μνήμα και να φτύνει και να καταριέται τον νεκρό. Να τον υβρίζει και να τον οικτίρει. Την απομάκρυναν με το ζόρι, και αυτή φιγούρα λυπητερή έσυρε τα βήματα της και χάθηκε στο βάθος του δρόμου.
Όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι, το σαλεμένο της μυαλό δεν την άφηνε να ησυχάσει. Ήθελε εκδίκηση, ήθελε να τον τιμωρήσει, αλλά πως; Τώρα ήταν πεθαμένος.
Και ξαφνικά της ήρθε μια ιδέα, σκέφτηκε η τρελή να πάει στον άλλο κόσμο να τον βρει. Να βρει την αχρεία του ψυχή και να αποδώσει δικαιοσύνη.
Την άλλη μέρα την βρήκαν κρεμασμένη σε ένα χοντρό κλαδί μιας συκαμινιάς. Και κάτω από τα πόδια της ένα χαρτί, ένα σημείωμα, που έγραφε «πάω να βρω την αχρεία του ψυχή και να την τιμωρήσω».
Η ΚΑΤΑΡΑ (πραγματική ιστορία)
Ήταν ένας παπάς αυστηρός σε ότι αφορούσε τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα, που καμιά φορά θέλοντας να τηρούνται και να εφαρμόζονται, γινόταν άδικος. Ευλογούσε όσους τον ακολουθούσαν και καταριόταν όσους του έδειχναν ανυπακοή.
Ήταν γνωστός ότι έπιαναν οι κατάρες του, άλλοι έλεγαν ήταν του Θεού, και άλλοι του διαβόλου.
Μια φορά καταράστηκε μια χωριανή του, που βρήκε την καημένη ένα κακό, τόσο μεγάλο που δεν το άντεξε ούτε η Παναγία και του το αντιγύρισε -πίστεψαν οι χωριανοί αλλά και ο ίδιος-. Την καταράστηκε να γεννήσει ένα κουτσό παιδί, να το βλέπει εφ όρου ζωής και να μαραζώνει.
Είχε ο παπάς μια κόρη που ήθελε να την καλοπαντρέψει, ήθελε να της δώσει σύζυγο καλό, πλούσιο και από σόι καθώς και για την κόρη του είχε και αυτός μάλι μεγάλο να την προικίσει. Έτσι διάλεξε ένα καλό παλικάρι, και έστειλε την προξενήτρα να τα κανονίσει.
Αλλά η «καταραμένη χωριανή» ήθελε την κόρη του να την κάνει νύφη της, να την παντρέψει με τον ανιψιό της. Άρχισε τα σούρτα φέρτα και τα πήγαινε έλα, ώσπου κατάφερε την μικρή κοπέλα να αγαπήσει το ανιψιό της και να αρνηστεί το προξενιό του πατέρα της.
Ο παπάς σαν είδε όλα αυτά, φουρκισμένος κλείδωσε την κόρη του σε μια κάμαρη και γεμάτος οργή πήγε στην χωριανή που καθώς ήταν και αγκαστρωμένη, αφού την επέπληξε με φωνές που άκουε όλο το χωριό, της έβαλε κατάρα το παιδί που θα γεννούσε να έβγαινε από την κοιλιά της χωλό και άλαλο.
Και γέννησε η καημένη ένα γιό κουτσό και άλαλο που για όλη του τη ζωή σερνόταν στα τέσσερα και τον έβλεπε και στεναχωριόταν και οδυρόταν, και στον πόνο της καταριόταν και αυτή τον παπά να πάθει το ίδιο.
Και η Παναγία που έβλεπε από ψηλά, ίσως δεν άντεξε το άδικο και του αντιγύρισε την κατάρα.
Είχε ο παπάς κάμποσα παιδιά, είχε και ένα γιο λεβέντη που τον είχε καμάρι και τον είχε ξεχωριστό ανάμεσα στα άλλα. Ψηλός, όμορφος και έξυπνος. Καλός και υπάκουος σαν μαθητής, καλός και υπάκουος σαν γιος. Μετρημένος στο παιχνίδι του, στους φίλους του, στη συμπεριφορά του, δεν είχε ναϊπι.
Ήρθε μια μέρα όμως της Λαμπρής, και την ώρα του Επιταφίου μέσα στην εκκλησιά που στεκόταν, στα καλά καθούμενα έπαθε επιληψία και έπεσε χάμω φηρμένος. Και από εκείνη την ημέρα πάθαινε τακτικά κρίσεις και έπρεπε κάποιος συνέχεια να είναι μαζί του να τον παρακολουθεί, να μην πνιγεί, να μην πεθάνει.
Ο παπάς τον γύρισε σε όλους τους γιατρούς, ξόδεψε όλη του την περιουσία, αλλά γιατρειά δεν βρισκόταν.
Και μια μέρα πάλι της Λαμπρής, ο νέος έπαθε κρίση, έπεσε χάμω και σπαρταρώντας βγάζοντας αφρούς από το στόμα, πνίγηκε και πέθανε χωρίς να μπορέσει κανείς να τον βοηθήσει.
Όλο το χωριό στεναχωρέθηκε και τον έκλαψε, αλλά ο παπάς περισσότερο τον έκλαιγε μέρα νύχτα και ήταν πολύ δυστυχισμένος.
Ευτυχώς όμως η δυστυχία του δεν κράτησε πολύ, καθώς από τον μεγάλο του πόνο, σε λίγο καιρό πέθανε και αυτός.
Ήταν μια μέρα πολύ πρωί ο ήλιος δεν είχε φέξει ακόμα, μέσα στον καφενέ οι χωρικοί πριν πάνε στη δουλειά τους είδαν τον παπά τρεχτό να μπαίνει μέσα αναμαλλιασμένο με τις τρίχες των μαλλιών του και των γενιών του κορτωμένες και τεντωμένες όπως τες σπόντες, φοβισμένο με τα χέρια ανοιχτά κλαίγοντας να τους λέγει,
-είδα την Παναγία εψές, ήρθε στον ύπνο μου και μου είπε πως για όλα φταίω εγώ, φταίω που ανοίγω το στόμα μου και καταριέμαι τους ανθρώπους.
Από εκείνη τη μέρα κανείς δεν ξαναείδε τον παπά, ούτε στο δρόμο, ούτε στην εκκλησία. Κλείστηκε και απομονώθηκε στο σπίτι του και απαρηγόρητος έκλαιγε μέρα νύχτα, ώσπου τον συμπόνεσε η Παναγία και τον πήρε κοντά της.
Και έμεινε ο κουτσός να σέρνεται στους δρόμους μέχρι τα βαθιά του γεράματα και να θυμίζει στους χωριανούς την λυπητερή ιστορία του παπά.
ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΑΤΧΗΓΕΩΡΓΑΚΗ
Πριν γίνει αρχιεπίσκοπος Κύπρου το 1767, ο Χρύσανθος είχε διατελέσει για πέντε χρόνια επίσκοπος Πάφου ως Χρύσανθος Α'. Από τη θέση αυτή, προώθησε ως δραγουμάνο τον Χατζηγεωργάκη Κορνέσιο από την Κρήτου Τέρρα ο οποίος ήταν συγγενής του, παντρεμένος με την ανιψιά του Μαρουθκιάν Παυλίδη. Η Μαρουθκιά με το παιδί της πνίγηκε λίγα χρόνια πριν, όταν το πλοίο που ταξίδευε για τους Αγίους τόπους έπεσε σε τρικυμία και ναυάγησε στις ξέρες του Φουρφουρή στη Χλώρακα. Η συνεργασία του Αρχιεπισκόπου και του Δραγουμάνου προσέδωσε και στους δυο σημαντική ισχύ, που όμως προκάλεσε τον φθόνο των αγάδων οι οποίοι υποκίνησαν εξέγερση που οδήγησε στην πτώση του Χατζηγεωργάκη και τη φυγή του στην μεγάλη πύλη για να βρει το δίκαιο του το 1808, όπου όμως εκτελέστηκε δια αποκεφαλισμού.
Κατά κακήν του τύχη έπεσε σε ένα υψηλά ιστάμενο αξιωματικό ο οποίος κατά το παρελθόν όταν υπηρετούσε στην Αίγυπτο και περνώντας από την Κύπρο για να πάει στην Τουρκία, επισκέφθηκε τον Χατζηγεωργάκη φορώντας κίτρινα σανδάλια σημάδι πως ήταν λοχίας, και του ζήτησε δυο πουγγιά γρόσια. Ο Δραγουμάνος όμως του έδωσε μόνο ένα, γνωρίζοντας πως θα ήταν χωρίς επιστροφή.
Ο Οθωμανός Τούρκος νευριασμένος, φεύγοντας μουρμούρισε στα Τούρκικα «Έν θε να ππέσεις στα χέρια μου»;. Ανταπαντώντας ο Χ΄Γεωργακης του λέει «σαν εσένα με κίτρινα υποδήματα, τα μάτια μου είδαν πολλούς».
Δεν παρήλθε πολύς καιρός από της αναχωρήσεως του Τούρκου αξιωματικού, και ήρχισε ο φοβερός διωγμός από τους Τούρκους εναντίον του Χ΄Γεωργάκη. Τον εξύβριζαν και τον ελιθοβολούσαν, υπέφερε τα πάνδεινα, και τα παράπονα του δεν εισακούοντω. Έπαυσε να έχει ισχύ. Ηναγκάσθην να κλειστεί εις την οικία του, αλλά και πάλι εδέχετω ενοχλήσεις.
Ο ίδιος διωγμός κατά την ίδια χρονική περίοδο, συνέβαινε και στον Καραβά εναντίον του Χριστοδούλου Παλταδώρου, φίλου του Χ΄Τζηγεωργάκη. Αυτός ήτο ένας ευφυής άνθρωπος, και εσυμβούλευσε τον φίλο του, να μεταβούν στην Κ/Πόλη και να ζητήσουν ακρόαση στη Μεγαλη Πύλη. Με τη μεσολάβηση του Άγγλου Πρόξενου στην Λάρνακα, επιβιβάστηκαν σε πλοίο, και έφτασαν στην Πόλη, ελπίζοντας ότι με την βοήθεια της Αγγλικής Πρεσβείας, με τα συστατικά γράμματα που είχαν από τον Άγγλο Πρόξενο στην Κύπρο, και με την βοήθεια των ισχυρών φίλων που είχαν εκεί, θα εύρισκαν προστασία ώστε να επανέλθουν στην Κύπρο δικαιωμένοι. Άμα έφτασαν, ο Παλταδωρος πρότεινε να μεταβούν στην Αγγλική Πρεσβεία για να επιδώσουν τις συστατικές επιστολές. Αλλά ο Δραγομάνος επέμενε να παει αμέσως στην Υψηλή Πύλη, ελπίζοντας να έβρει αμέσως δικαίωση, έτσι είπε στον φίλον του, αυτός να παει στην Πρεσβεία, και ο ίδιος επήγε στην Υψηλή Πύλη. Φθάνοντας εκεί, έσπευσε αμέσως εις τον Βεζίρη ο οποίος οπού τον βλέπει τον ερωτά εάν τον ενθυμείται. «Πως μπορώ εγώ ο ταπεινός να γνωρίζω ένα τόσο υψηλό πρόσωπο»; Απήντησε ο Δραγουμάνος. «Είμαι εκείνος ο οποίος ήλθων εις την οικία σου με τα κίτρινα σανδάλια και εσύ με επεριφρόνησες», ανταπήντησε εκείνος. Και ευθύς αμέσως, χωρίς άλλη διαδικασία, διέταξε «Αποκεφαλίστε αυτόν», και η διαταγή εξετελέσθη αμέσως.
Αυτό εσυνέβη για ένα απλό περασμένο επεισόδιο που ο Δραγουμάνος ούτε το ενθυμείτο καν. Έχασε τη ζωή του δια αποκεφαλισμού. Τον σκότωσαν, του πήραν το κεφάλι, το κάρφωσαν σε ένα κοντάρι, και το εξέθεσαν σε κοινή θέα ως εσυνήθιζαν να πράττουν οι Τούρκοι τον καιρό εκείνο.
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρύσανθος (1767-1810) πριν ενδυθεί τα ράσα, ήταν πολίτης και νυμφευμένος, και είχε αποκτήσει και έναν υιό. Όταν η σύζυγος του απέθανε, αυτός ιερώθηκε, και το 1762 εξελέγη στον μητροπολιτικό θρόνο Πάφου, ενώ το 1767, ανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου. Ήταν γνωστό της πάση, ότι έπιαναν πολύ οι κατάρες του. Η εξέγερση του 1804 δεν κλόνισε την ισχύ του. Η πτώση όμως του Κορνέσιου το 1809 επέτρεψε στους πολιτικούς του αντιπάλους μεταξύ αυτών και του Κυπριανού ο οποιος διεκδικούσε το θρόνο με οποιονδήποτε τρόπο, να τον κατηγορήσουν ότι δημιούργησε μεγάλα χρέη στην εκκλησία, ότι προωθούσε τους συγγενείς του στα διάφορα εκκλησιαστικά αξιώματα, και ότι συνεργαζόταν με άλλους για επανάσταση. Έτσι πέτυχαν να εκδοθεί σουλτανικό διάταγμα εξορίας του αρχιεπισκόπου στην Εύβοια.
Στη θέση του αρχιεπισκόπου ανεδείχθει ο Εθνομάρτυρας Κυπριανός χωρίς να έχει τοιούτο δικαίομα καθώς ο Χρύσανθος δεν είχε αποβιώσει και το εκκλησιαστικό δίκαιο δεν το επέτρεπε. Όμως ήταν τόση μεγάλη η επιθυμία του να γίνει Αρχιεπίσκοπος, που συνεργάστηκε με τους Οθωμανούς για την απομάκρυνση του Χρύσανθου.
Μεταφερόμενος με άμαξα από τους Τούρκους στο λιμάνι της Λάρνακας για το ταξίδι της εξορίας, ζήτησε από τους φρουρούς του να τον αφήσουν να προσευχηθεί για τελευταία φορά στα χώματα της Κύπρου. Γονατιστός και βλέποντας προς τη μεριά της Λευκωσίας, παρακάλεσε το Θεό όπως στον υπαίτιο που παρακίνησε τους Τούρκους να τον εξορίσουν, να πέσει τιμωρία στο κεφάλι του, και να κρεμαστεί από τους Τούρκους. Στην εξορία αφού πέρασαν 5 μήνες, απεβίωσε οπότε ανελαβε πλέον νόμιμα τον θρόνο ο Κυπριανός, ο οποίος το 1821 συνελήφθη από τους Τούρκους και κρεμάστηκε επαληθεύοντας τοιουτοτρόπως την κατάρα του Χρύσανθου.
ΤΟ ΞΑΦΝΙΚΟ ΘΑΝΑΤΙΚΟ
Ο Φοαρτάς είπιε τον καφέ του στο καφενείο και ήταν έτοιμος να σηκωθεί να πάει στην εργασία του, όταν ξαφνικά απέναντι από το δρόμο φάνηκε ένας πιτσιρικάς τρεχτός να κουνά τα χέρια και να φωνάζει.
Μπήκε μες τον καφενέ φοβισμένο και αναστατωμένο και με τρεμάμενη φωνή ανήγγειλε το κακό μαντάτο
Ήταν ηλιόλουστη η μέρα και ο ήλιος έκαιγε, ενώ από τη θάλασσα φαινόταν μια αραιή άχνη να αναδύεται και να γεμίζει τον ουρανό, ένα πούσι προερχόμενο από την καυτή αύρα που ζέσταινε την ατμόσφαιρα. Ήταν μια μέρα γεμάτη σκόνη, μια κακή μέρα που έμελλε να φέρει κακά μαντάτα, να φέρει θάνατο και δυστυχία.
Λίγο πριν, πέρασε από το δρόμο η Γαλατού η όμορφη σύζυγος του Φοαρτά και ευπροσήγορη καθώς ήταν, χαιρέτησε τους θαμώνες. Μαζί με τη μάνα της πήγαιναν στο Σκαλί να τρυγήσουν τρεμίθια εξήγησε στον άντρα της.
Ο Φοαρτάς και η Γαλατού ήταν νιόπαντροι και καθώς ήταν αγκαστρωμένη, της είπε να προσέχει. Και με περηφάνια και καπάρτισμα γιατί είχε όμορφη γυναίκα, τις ακολούθησε με το βλέμμα που χάνονταν στο βάθος του δρόμου.
Και νάσου τώρα τα κακά μαντάτα. Ανέβηκε η δύστυχη πάνω στην τρεμιθιά να τρυγήσει τρεμίθια, και έσπασε ο κλώνος και έπεσε χαμαί και χτύπησε το κεφάλι σε μια πέτρα μυτερή, και έμεινε στον τόπο, ξεψύχησε μονομιάς. Το αίμα έτρεξε ασταμάτητο σαν νερό και πότισε τη γη και την έβαψε κόκκινη και αυτή δεν γογγούσε, είχε πεθάνει στη στιγμή. Πέθανε αυτή, πέθανε και το μωρό που είχε στην κοιλιά.
Δεν είχε κλείσει τα είκοσι, δεν είχε χαρεί τη νεότη και τον άνδρα της, παρα μόνο της έμελλε να σκοτωθεί στα άλμπουρα της νιότης της, να πέσει να πεθάνει και να φέρει θλίψη και δυστυχία σε όλο το χωριό.
Η ψυχή του Φοαρτά μαύρισε, η καρδιά του σκίστηκε. Δεν είχε καιρό που την παντρεύτηκε, και εκείνη τη μέρα άμαθε πως ήταν αγκαστρωμένη. Του το είπε το πρωί και ανείπωτη ευτυχία τον πλημμύρισε. Χαρά απερίγραπτη και ατέλειωτη που τον ανέβασε ψηλά στον ουρανό.
Και τώρα ξαφνικά τα πάνω ήρθαν κάτω, όλα αναποδογύρισαν. Ώ τι οδύνη, πόση πίκρα και δυστυχία, ώ τι πόνος αβάσταχτος, πόσο βασανιστικός.
Η τρεμιθιά ήταν βλαστημένη στον όχθο ενός χωραφιού που συνόρευε με το μικρό ποταμάκι της Βρύσης που ολόχρονα έτρεχε νερό και πότιζε τον κάμπο που απλωνόταν ως τη θάλασσα. Και όπως να γίνηκε θαύμα, μετά το θανατικό, στο χωράφι εκείνο βλάστησαν μαχαιράδες κάτι σπαθάτα κόκκινα και λουλακί λουλούδια σύμβολα της θλίψης, του θανάτου, αλλά και της ανάμνησης. Κάποιοι χωριανοί είπαν πως βλάστησαν ποτισμένοι από το αίμα της Γαλατούς που κοκκίνησε το χώμα. Και από τότες, κάθε χρόνο αργά την Άνοιξη βλαστούν οι μαχαιράδες και κοκκινίζει όλο το χωράφι ως ανάμνηση του άδικου της θανάτου.
Ο ΤΟΙΧΟΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΟΠΟΥΛΟΥ
Το χωριό Αρσος είναι κτισμένο στην πλαγιά του βουνού Λαόνα με ανοικτό ορίζοντα στην Κοιλάδα του ποταμού Διαρίζου μέχρι τη θάλασσα της Πάφου.
Το χωριό είναι κτισμένο συγκεντρωτικά. Οι στενοί δρόμοι, τα μακρινάρια και τα ανώγεια σπίτια κτισμένα με πελεκητή πέτρα, προσδίδουν μια γοητεία μοναδική.
Στην οδό Λευτέρη Θεοδοσίου πίσω από το σπίτι με τον αριθμό 76, βρίσκεται ένας παλιός τοίχος που θέλοντας οι κάτοικοι να διατηρήσουν στις μνήμες τους ένα παλιό περιστατικό, δεν τον χάλασαν, και τον συντήρησαν και υπάρχει μέχρι σήμερα γέρικος να στέκει και να θυμίζει τι γίνηκε το 1930.
Ο ψηλός τοίχος ήταν κτισμένος από ξερολιθιές σαν δόμη και χρησίμευε για να συγκρατεί τα χώματα της βραχτής μιας αυλής που είναι μέχρι σήμερα γνωστή σαν η «βραχτή του Τουρκόπουλου», όνομα που προήλθε από τον παλιό ιδιοκτήτη της κατά τη διάρκεια που συνέβηκε το περιστατικό, που συνέβηκε ένα φονικό που συντάραξε το μικρό χωριό.
Ο Πρίσκας ένας άξεστος χωριάτης από νεαρή ηλικία ήταν ερωτύλος και λιγούρης αγαπώντας όλες τις όμορφες νεαρές κοπέλες. Τις γλυκοκοίταζε και τους έστελνε μηνύματα με την προξενήτρα να τις παντρευτεί. Τον είχαν πάρει όμως χαπάρι, και δεν τον λογάριαζαν στα σοβαρά. Από τα πολλά όμως κάποια φορά, μια οικογένεια δέχτηκε το προξενιό και αφού συμφώνησαν στην προίκα, έκαμαν τα χαρτώματα.
Παράλληλα με τα δικά του χαρτώματα γινόταν στο χωριό και δεύτερο συνοικέσιο. Ο Γιώρκος του Διονυσή ένα καλό παλικάρι, έστειλε προξενιό στην όμορφη και μεγαλόκορμη Ελενάρα που όλοι την επιθυμούσαν για τα περισσά της σωματικά κάλλη, και πολλοί νέοι θα την παντρεύονταν με πολλή ευχαρίστηση αν τους την έδιναν.
Σε γάμο ανάμεσα σε όλα τα άλλα σκάπουλλα παλικάρια την γύρεψε και ο Πρίσκας που ήταν πολύ ερωτοχτυπημένος μαζί της, που όταν του την αρνήθηκαν όμως, έστειλε αμέσως προξένια στην άλλη χωριανή που είπαν οι γονιοί της το ναι, και έτσι εκείνο το Σάββατο έγιναν τρικούβερτα χαρτώματα με παρευρεθόντες όλους τους χωριανούς.
Η μεγαλόκορμη Ελενάρα είπε επίσης το ναί στον Γιώρκο του Διονυσή, έτσι και αυτός θα την χαρτωνόταν τις ερχόμενες μέρες.
Που το άκουσε ο Πρίσκας, πήγε στο καφενείο και βρήκε τον Διονυσή. Του είπε να κάμει πίσω, γιατί την μεγαλόκορμη Ελενάρα θα την χαρτωνόταν αυτός. Ξαφνιασμένος ο Διονυσής του είπε,
-μα τι ναι αυτά που λές, αφού εσύ χαρτώθηκες άλλη.
-Θα τις πάρω και τις δυο, μην την πάρεις γιατι θα σε σφάξω,
του απάντησε ο Πρίσκας.
Πιστεύοντας ότι τον χωρατεύει, δεν έδωσε σημασία στις απειλές. Έτσι το επόμενο Σάββατο γινήκαν κι άλλα χαρτώματα στο χωριό, με παρευρεθόντες πάλι όλους τους χωριανούς.
Ύστερα από λίγες μέρες ενώ ο Διονυσής περπατούσε αχάπαρος, την ώρα που ανηφόριζε τη στενή στράτα καθ’ οδόν για το σπίτι της χαρτωμένης του, πετάχτηκε εμπρός του αγριωπός ο Πρίσκας. Του είχε στήσει καραούλι και τον καρτερούσε. Ο Γιώρκος του Διονυσή χωρίς να υποπτευθεί τις κακές προθέσεις του, δεν έτρεξε να φύγει μακριά, ούτε τον απέφυγε, παρα μόνο τον χαιρέτισε συνεχίζοντας να περπατά.
Ο Πρίσκας ήταν θεόρατος γεμάτος μύες που του έκαναν το κορμί να φαίνεται πρησμένο, γι’ αυτό του είχαν δώσει και το παρατσούκλι. Δρασκέλισε την απόσταση που τους χώριζε και τον άρπαξε από λαιμό με το ένα του χέρι και σφίγγοντας τον σαν τανάλια τον σήκωσε ψηλά.
Με την απίστευτη του δύναμη τον έσφιγγε και τον έκαμνε να πνίγεται χωρίς αναπνοή, και να νιώθει να ζαλίζεται και να πεθαίνει. Μέσα στην παραζάλη που τούφευγε η ζωή, ο Διονυσής από μη μπορώντας να ξεφύγει και νιώθοντας την αναπνοή κομμένη, έβαλε το χέρι στην τσέπη, άρπαξε το σουγιά που κουβαλούσε πάντα μαζί του, και με πολλή προσπάθεια τον άνοιξε, και με περισσότερο κόπο τον έμπηξε στο κορμί του Πρίσκα. Ήταν ένα κοφτερό μαχαίρι, που ευτυχώς για τον ίδιο, τραβώντας το προς τα αριστερά, το ένιωσε να κόβει τη σάρκα πολύ εύκολα.
Η κοιλιά του σκίστηκε και άνοιξε, και τα άντερα του κρεμάστηκαν έξω. Και νιώθοντας τα, ξαπόλησε το θανατηφόρο του πιάσιμο, και τα άρπαξε και τα κράτησε να μην του πέσουν χαμαί στη γη.
Ο Διονυσής ένιωσε την αναπνοή του να επανέρχεται και βήχοντας ρούφηξε άπληστα όλο τον αέρα που είχε η ατμόσφαιρα. Κατάλαβε πως γλίτωσε παρά τρίχα, ευτυχώς που φάνηκε ψύχραιμος και τον έσφαξε. Ειδάλλως θα ήταν αυτός πνιγμένος, πεθαμένος. Ενώ ανέπνεε άπληστα γεμίζοντας τα πνεμόνια του κάνοντας τα να θέλουν να σπάσουν, κοίταζε το φονιά να στέκει απέναντι και αντί για τον φόβο του θανάτου, στο πρόσωπο του έβλεπε μόνο μίσος και άχτι.
Τον είδε να μαζεύει τα άντερα του, να τα βάζει στην κοιλιά του, και κρατώντας τα με το ένα χέρι να απλώνει το άλλο θέλοντας να τον αρπάξει και πάλιν από τον λαιμό.
Έκανε πίσω λίγα βήματα, και σαστισμένος τον είδε σαν να μην ήταν σφαγμένος, να προχωρεί για να τον φτάσει.
Ξεκίνησε να πάει μακρύτερα, αυτός πάλι προχωρούσε. Είχε κάπως συνέλθει, έτσι άνοιξε το βήμα του να φύγει μακριά, αλλά γυρίζοντας πίσω τον είδε να τον έχει βάλει του βούρου. Ξεκίνησε να τρέχει ώσπου έφτασε στο αδιέξοδο της οδού Λευτέρη Θεοδοσίου. Τέλειωνε ο δρόμος εκεί, και άρχιζε η βραχτή του Τουρκόπουλου. Σταμάτησε λαχανιασμένος και ελπίζοντας ο διώχτης του να σταμάτησε να τον κυνηγά, γύρισε να κοιτάξει. Με μεγάλη του έκπληξη τον είδε φουριόζο να τρέχει κρατώντας την κοιλιά του με τα δυο χέρια. Κατάλαβε ότι δεν θα γλύτωνε. Σκέφτηκε τι να κάμει, ήταν μικρόσωμος και αδύνατος, δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί του. Άλλο δρόμο διαφυγής δεν είχε, μπροστά του ήταν η βραχτή που κατέληγε σε ένα ψηλό τοίχο που την συγκρατούσε και από κάτω ήταν γκρεμός ύψους τεσσάρων και πλέον μέτρων.
Αποφάσισε να τον πηδήξει και ο Θεός βοηθός. Έκαμε το σταυρό του, και έδωσε ένα σάλτο λυγίζοντας τα πόδια του, που όταν άγγιξαν το χώμα τα τέντωσε προς τα πάνω κάνοντας τα να λειτουργήσουν σαν ελατήρια μετριάζοντας έτσι τη φόρα από το μεγάλο ύψος. Ένιωσε το σώμα του να τραντάζεται και να πονεί, αλλά ευτυχώς χωρίς να πάθει κάποιο κάταγμα, ένιωσε ότι μπορούσε ακόμα να τρέξει. Πήγε λίγο παρακάτω και γύρισε να κοιτάξει αν θα πηδούσε ο Πρίσκας.
Με μεγάλη έκπληξη τον είδε να έρχεται τρεχτός και χωρίς να σταματήσει ή να διστάσει, να πηδάει τον τοίχο και να προσγειώνεται με πάταγο. Ήταν έτοιμος να συνεχίσει το τρέξιμο, αλλά κατάλαβε ότι δεν χρειαζόταν πλέον. Ο Πρίσκας έσκασε σαν καρπούζι και απλώθηκε κάτω στη γη ανάσκελα με όλα τα άντερα του βγαλμένα έξω και απλωμένα πάνω στη χωματένια στράτα. Καταλαβαίνοντας ότι δεν υπήρχε πλέον κίνδυνος αφού το αίμα τρέχοντας σαν ποτάμι έβαψε τη γη σημάδι ότι δεν έμεινε πολλή ζωή στον διώχτη του, στάθηκε να κοιτάζει το καταματσιαιλλεμένο κορμί από τη πτώση και να σκέφτεται ότι σίγουρα του Πρίσκα θα του σάλεψε το μυαλό για να συμπεριφερθεί μ αυτό τον τρόπο.
Ο Πρίσκας πέθανε και τον έθαψαν, ενώ τον Διονυσή τον συνέλαβαν και τον δίκασαν και τον καταδίκασαν δυόμιση μήνες φυλακή για πρόκληση θανάτου σε αυτοάμυνα προς υπεράσπιση της ζωής του.
ΚΑΤΑ ΛΑΘΟΣ ΠΑΤΡΟΚΤΟΝΟΣ
Ο Κάκος είχε μια μυϊκή δύναμη ανυπολόγιστη, ότι άγγιζε το τσάκιζε. Ήταν δυνατός, θαρραλέος και ατρόμητος. Το χάρισμά του φάνηκε από πολύ ενωρίς όταν μικρό παιδί είδε μια παρέα πιτσιρικάδων να πειράζουν μια αίγια και καθώς λυπησιάρης αλλά και θαρραλέος χωρίς να τους φοβηθεί τη φορτώθηκε στους ώμους και την πήρε στο δάσκαλο του χωριού να τη γλυτώσει.
Δεν ήταν μεγαλόσωμος, είχε μικρή σωματική διάπλαση, αλλά το σκαρί του ήταν φτιαγμένο από ατσαλένιους μύες και δυνατό σκελετό, που μπορούσε στη χούφτα του να πολτοποιήσει χωρίς δυσκολία μια ωμή πατάτα.
Έγινε διάσημος και ξακουστός σε όλα τα γύρω χωριά με τα κατορθώματα του, αφού από πολύ μικρός στα παιχνίδια της Λαμπρής σήκωνε το διτσιήμι με το ένα χέρι.
Από μικρός ώσπου να μεγαλώσει όλοι τον θαύμαζαν, αλλά κανένας δεν τον φοβόταν. Τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν. Ήταν ένα ήσυχο και υπάκουο παλληκάρι με αγαθό μυαλό και καλή ψυχή, ήταν ένας ήρεμος άνθρωπος. Πρόθυμος πάντα να βοηθήσει τους άλλους, από το στόμα του κακολογία δεν έβγαινε για κανένα. Ήταν μια καλοσύνη έμφυτη που είχε, που όλοι διερωτώντο σε ποιον έμοιασε αφού ο πατέρας του ήταν ακριβώς το αντίθετο.
Ήταν ο πατέρας του μεγαλόσωμος και νευρικός, φωνακλάς και βίαιος. Εγωκεντρικός και ισχυρογνώμονας. Αντιπαθής και κακός. Παρ όλα αυτά ο Κάκος με την καλή καρδιά τον αγαπούσε και τον σεβόταν.
Οι καλοί χωριανοί όμως δεν τον συμπαθούσαν και απέφευγαν να έχουν νταραβέρια μαζί του, σε αντίθεση με το γιο του που τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν.
Ένα πρωινό λοιπόν έστειλε το γιο του κάτω στο χωράφι να τσαπίσει τους όχτους, να τους καθαρίσει από τα χόρτα.
-να πάεις στο κάτω χωράφι και να τσαπίσεις στο βραμό και να τον καθαρίσεις,
του είπε, και μπήκε στο λεωφορείο να πάει στην πόλη για κάποιες δουλειές που είχε να διεκπεραιώσει.
Από την πόλη γύρισε κοντά στο μεσημέρι όλο νεύρα γιατί τα πράματα δεν πήγαν καλά. Έβαλε λίγο φαγητό στο ζεμπίλι και κίνησε να το πάρει στο γιο του να μεσημεριάσει.
Φτάνοντας όμως για ασήμαντη αφορμή και χωρίς λόγο καθώς ήταν ήδη νευριασμένος και ίσως θέλοντας να ξεσπάσει, άρχισε τις φωνές στο γιο του γιατί τσαπίζοντας τα χόρτα, χάλασε τον όχτο. Και όσο φώναζε περισσότερο νευρίαζε, τον έπιασε αμόκ, και μια τρέλα κυρίευσε το μυαλό του, δεν ήξερε τι έκανε.
Άρπαξε τη τσάπα και με ανεξέλεγκτη οργή τη σήκωσε ψηλά και την κατέβασε ολόισια στο κεφάλι του Κάκου.
Ο Κάκος αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο, αστραπιαία αντέδρασε να γλυτώσει. Έβαλε το χέρι και έκοψε το χτύπημα και έδωσε μια γροθιά στο κούτελο του πατέρα του για να τον ζαλίσει, να τον ηρεμήσει.
Όμως όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, ο πατέρας του έπεσε χάμω και δεν ξανασηκώθηκε. Το χτύπημα ήταν δυνατό, έμεινε επί τόπου πεθαμένος.
Ο Κάκος βλέποντας τον χαμαί ακίνητο ανησύχησε και έσκυψε να τον συνεφέρει. Όμως ο πατέρας του δεν κουνιόταν και ο φόβος έζωσε το παλικάρι. Και όσο δεν συνερχόταν ο φόβος έγινε τρόμος, πανικός φοβερός, και έμεινε χασκιασμένος να αναλογίζεται το κακό που είχε κάμει.
Ήταν ένα συμβάν ανεπιθύμητο που μαύρισε μια οικογένεια και αναστάτωσε όλη την επαρχία της Πάφου.
Η δικαιοσύνη δεν βρήκε ένοχο τον νεαρό, οι άνθρωποι είπαν όλοι πως δεν έφταιγε, αλλά το νεαρόν παιδί το έζωσαν οι τύψεις και οι ειρηνίες τον κατέτρεχαν, δεν θα μπορούσε πλέον μετά από αυτό να ξαναβρεί γαλήνη. Περνούσε ο καιρός, έχασε τον ύπνο του, δεν μπορούσε να συνέλθει. Στο τέλος χασκιάστηκε ο νους του και δεν ήθελε να βλέπει κανένα χωριανό του.
Ύστερα από λίγο καιρό ανέβηκε σε ένα βαπόρι και έφυγε για τα ξένα, και δεν τον ξαναείδε ούτε ξανάκουσε γι’ αυτόν κανένας.
----------------------------
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΗ ΓΙΩΡΚΗ
Ήταν οι τελευταίες ώρες της ζωής του, το καταλάβαινε ο ίδιος, το καταλάβαινε και η σύζυγος του που τον ξενυχτούσε στο προσκεφάλι του. Είχε απόλυτη διαύγεια και καταλάβαινε τα συμπτώματα. Είχε ακούσει για αυτά από άλλους, αλλά είχε και ο ίδιος εμπειρίες από το θάνατο δικών του ανθρώπων.
Τώρα ακίνητος και ανήμπορος ξαπλωμένος, άκουε το ρόχθο του δικού του θανάτου. Άκουε την αναπνοή του που γουργούριζε καθώς το σάλιο του έσταζε στην αναπνευστική δίοδο και τον έπνιγε.
Και καθώς οι πνεύμονες του προσπαθούσαν να αντλήσουν αέρα διά μέσου του σάλιου του, δημιουργούσαν ένα γουργουρητό τον λεγόμενο επιθανάτιο ρόγχο..
Ανέπνεε με κοφτές ανάσες και ένιωθε πως δεν του αρκούσε ο αέρας, πως ήταν λιγοστός, και όσο και αν προσπαθούσε, πάλι ήταν πολύ λίγος.
Ήταν αυτός ο ρόχθος το δικό του κύκνειο άσμα, ήταν η ύστατη προσπάθεια να παραμείνει στη ζωή. Και καταλαβαίνοντας πως ήταν μάταιη η προσπάθεια, οργιζόταν, αλλά ανήμπορος στο κρεββάτι δεν μπορούσε να την εκδηλώσει. Αντί να κυριευτεί από γαλήνη και να αφεθεί να φύγει ήσυχα όπως οι περισσότεροι που ξεψυχούν, αυτός θέλοντας να ζήσει, θύμωνε από την ανημποριά του και με μανία προσπαθούσε να ρουφήξει περισσότερο οξυγόνο, αλλά μάταια. Έβλεπε το θάνατο του να έρχεται, αλλά πάλευε, δεν ήθελε να παραδοθεί. Μαχητής στη ζωή του που πάλεψε σκληρά, έτσι και στο θάνατο προσπαθούσε να τα βάλει με το Χάρο ο οποίος περιπαιχτικά τον περιτριγύριζε έτοιμος να τον αρπάξει στις αγκάλες του.
Ο Πάμπος ήταν ένα σκληροτράχηλο παλικάρι που έζησε μια δύσκολη ζωή γεμάτη μόχθο και περιπέτεια. Είχε πολεμήσει τους Τούρκους κατα την εισβολή όπου επέδειξε γενναιότητα. Ως μέλος των ειδικών δυνάμεων του στρατού, έλαβε μέρος σε επικίνδυνες αποστολές εισχωρώντας στον εχθρό και κάνοντας δολιοφθορές. Ποτέ του δεν φοβήθηκε το θάνατο, όμως ταυτόχρονα αγαπούσε πολύ τη ζωή. Έτσι και τώρα στο κρεββάτι του πόνου που ένιωθε πως σε λίγο θα ξεψυχούσε, πάλευε με τον Χάροντα, ήθελε να τον νικήσει, ήθελε να ξεπεράσει τον Διγενή. Δεν τα έβαζε κάτω και όλο περισσότερο οργισμένος προσπαθούσε με όλες του τις εναπομείναντες δυνάμεις να νικήσει το θάνατο.
Η Κωσταντινιώ η γυναίκα του μία ωραιότατη γυναίκα που τώρα τα χαρακτηριστικά της τραβηγμένα με τον πόνο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο της έμοιαζε γερασμένη καθώς πάνω από το προσκεφάλι του φοβισμένη και ανήσυχη ένιωθε πως πέθαινε κι αυτή μαζί του. Η διαδικασία του θανάτου του άνδρα της καθώς την παρακολουθούσε, ήταν μια ψυχοφθόρος διαδικασία που την πλήγωνε και την έφθειρε, σχεδόν την πέθαινε. Πονούσε πολύ, δεν ήθελε να ζήσει, ήθελε να την πάρει μαζί του. Τα μάτια της στεγνά καθώς στέρεψαν από δάκρυα ήταν καρφωμένα στο πρόσωπο του νιώθοντας την αόρατη παρουσία του θανάτου που τους περιτριγύριζε.
Απεριποίητη χωρίς να νοιάζεται για την εμφάνιση της, δυο μέρες τώρα χωρίς ύπνο καθόταν ακοίμητη φρουρός στο προσκεφάλι του. Αχτένιστη και ατημέλητη με την αγωνία να την κατατρώγει παρακαλούσε τον Άη Γιώργη να κάμει καλά τον άντρα της. Με ένα μαντήλι βρεγμένο στο ένα χέρι του δρόσιζε το πρόσωπο και με το άλλο κρατούσε σφιχτά το δικό του θέλοντας να τον κρατήσει κοντά της, να μην τον αφήσει να φύγει.
Και παρακολουθώντας μέρες την βαριά ασθένεια του αγαπημένου της και ειδικότερα τώρα τον επιθανάτιο του ρόγχο, τον δυσειδή και δυσάρεστο ήχο που έσπαζε την απόλυτη σιωπή του δωματίου και τριβέλιζε τα αυτιά της, ένιωθε πως ήθελε να τρελαθεί. Γνώριζε ότι εφ όρου ζωής πλέον, αυτές τις θανατερές στιγμές υποσυνείδητα θα τις έφερε βαριά και θα επηρέαζαν την υπόλοιπη ζωή της.
Αποκαμωμένη και νιώθοντας την απελπισία να την πνίγει καθώς εξαντλημένη από την κούραση και τη θλίψη, εντούτοις είχε μια ελπίδα ακόμα, έλπιζε σε ένα θαύμα, έλπιζε ο αγαπημένος τους Άγιος, ο Άη Γιώρκης να μην τους εγκαταλείψει και να κάμει το ακατόρθωτο, να κάμει το θαύμα του.
Ήταν με πολλή πίστη που τον παρακαλούσε, και ως φαίνεται ο Άγιος την άκουσε, τη λυπήθηκε και ώ τί θαύμα, έκαμε το θαύμα.
Ένιωσε ένα δυνατό φως να πλημμυρίζει το δωμάτιο, και σηκώνοντας το βλέμμα ψηλά στο ταβάνι, είδε στη θέση της λάμπας που κρεμιόταν από το ταβάνι τη φωτεινή μορφή του Άη Γιώρκη να της χαμογελάει. Σοκαρισμένη και αναστατωμένη πίστεψε πως ήρθε ο Άγιος να πάρει την ψυχή του ανδρός της.
Και ξαφνικά ο ρόγχος σταμάτησε και απόλυτη σιωπή έπεσε στο δωμάτιο. Σταμάτησε το συριγγιτό του θανάτου, και μια γαλήνια ησυχία απλώθηκε παντού. Τίποτα δεν ήταν όπως πριν, όλα έμοιαζαν να είχαν αλλάξει.
Ανήσυχη η Κωσταντινιώ νομίζοντας πως ο άντρας της τετέλεσται, έσκυψε πάνω στο πρόσωπο του γεμάτη απελπισία. Αλλά ώ τι θαύμα, τον αντίκρυσε ήρεμα να κοιμάται και ήρεμα να αναπνέει με την ανάσα του φυσιολογική και κανονική. Κατάλαβε πως ο Άγιος δεν ήρθε για να πάρει μια ψυχή, αλλά να δώσει μια ζωή.
Ένιωσε ανακούφιση, ένιωσε χαρούμενη, ένιωσε ευτυχισμένη. Έσκυψε και τον φίλησε και έβαλε το κεφάλι του στην αγκαλιά της και κρατώντας τον σφικτά έκλαιγε γοερά με αναφιλητά, έκλαιγε με δάκρυα χαράς.
Ο άντρας της είχε αρρωστήσει ξαφνικά, τον έπιασαν πόνοι αφόρητοι σε όλο το κορμί, στις αρθρώσεις, στους μύες, στα κόκκαλα. Βογκούσε από τους πόνους, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ούτε να φάει, ούτε να πιει. Οι δικοί του τον πήραν στους γιατρούς, ο κάθε γιατρός είπε τα δικά του, του έδωσαν φάρμακα, του έκαναν θεραπείες, αλλά οι πόνοι χειροτέρευαν. Στο κρεββάτι του πόνου μέρες πολλές γιατρειά δεν είχε, έλιωνε μέρα με τη μέρα, πέθαινε μέρα με τη μέρα. Και υπέφερε καιρό, ώσπου ήρθε ο καιρός που του τέλειωσε πλέον η ζωή, αποφάνθηκαν οι γιατροί.
Και σήμερα στο κρεββάτι εξαντλημένος και σκελετωμένος από τον πόνο και την ασιτία, κάλεσαν τον παπά να τον μεταλάβει. Ήταν έτοιμος για το μεγάλο ταξίδι.
Αλλά θαύμα ιδέσθαι, ξαφνικά έγιανε και έγινε καλά.
Ξύπνησε απότομα από τους δυνατούς εναγκαλισμούς και τους γοερούς κλαυθμούς της συζύγου του και σαστισμένος όπως να ξύπνησε από βαθύ ύπνο, με αφέλεια τη ρώτησε τι έχει και κλαίει.
Έγινε καλά ο Πάμπος, με τον καιρό συνήλθε, δυνάμωσε, έγινε όπως πριν, έζησε καλά, και τώρα ζει και βασιλεύει.
ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
-----------------
ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
-Το φρικωδέστατον των κακών ο Θάνατος, δεν είναι τίποτα για εμάς, επειδή όταν υπάρχουμε εμείς, ο θάνατος δεν υπάρχει, και όταν επέλθει ο θάνατος τότε δεν υπάρχουμε εμείς,
έγραψε ο Επίκουρος ο φιλόσοφος.
Με αυτό εννοεί ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο εφ όσον είμαστε ζωντανοί, αλλά ούτε όταν είμαστε νεκροί καθώς όταν δεν θα υπάρχουμε, δεν θα υπάρχει ούτε ο θάνατος.
Το θάνατο οι ανθρωποι τον φοβουνται χωρίς να τον γνωρίζουν, και χωρίς να ξέρουν αν για όσους πεθαίνουν είναι κάτι καλό, ή κάτι κακό.
Ώστε ο θάνατος είναι ο φόβος του ανθρώπου για εκείνο που δεν γνωρίζει, καθώς ότι άγνωστο το αντικρίζει με επιφύλαξη. Και αυτόν τον φόβο, οι επιτήδειοι εκμεταλλευόμενοι την ανθρώπινη αγωνία, εξουσιάσουν τις συνειδήσεις.
Ίσως οι περισσότεροι ισχυριζόμαστε ότι η ζωή μας είναι γλυκύτερη χωρίς το φόβο του θανάτου, αλλά από την άλλη αν ό καθένας μας δεν είχε αυτό το φόβο μέσα του, αν δεν πιστεύαμε ότι όλα είναι εφήμερα, η συνείδηση μας δεν θα μας ενοχλούσε, δεν θα μας πονούσε, και θα λειτουργούσαμε χωρίς ηθικούς κανόνες εις βάρος των άλλων, οπότε θα κυριαρχούσε μια άνομη τάξη με κυρίαρχους τους δυνατότερους και τους εξυπνότερους.
Έχουμε αποδεχτεί όλοι τον θάνατο, έχουμε δεχτεί ότι κανείς δεν γλυτώνει από αυτόν. Εντούτοις όποτε τον φέρνουμε στο νου μας προσπαθούμε αμέσως να τον διώξουμε γιατί και μόνο η σκέψη του μας φοβίζει, καθώς κανείς από εμάς δεν έχει παρόμοια εμπειρία, καθώς όλοι τρέμουμε το άγνωστο.
Οι άνθρωποι για να κατευνάσουν αυτόν τον φόβο, εφεύραν θρησκείες για παρηγοριά και δημιούργησαν ιστορίες για Κόλαση και Παράδεισο. Κανείς δεν επιθυμεί τον θάνατο, και όσοι ονομάζονται ήρωες, θυσίασαν τη ζωή τους γιατί περισσότερο από τον εαυτό τους αγάπησαν την πατρίδα, την δόξα και την υστεροφημία, ενώ κάποιοι άλλοι δεν την άντεξαν ένεκα της σκληρότητας που τους φέρθηκε η ίδια.
Όταν η ευμάρεια, η καλοπέραση και τα υλικά αγαθά κυριαρχούν, όλοι αγαπάμε τη ζωή, και μισούμε τον θάνατο, αλλά περισσότερο τον φοβόμαστε.
Όμως τι καλύτερο θα ήταν αν αντί για εχθροί μαζί του γινόμασταν φίλοι;
Πολλοί το έχουν σκεφτεί, αλλά λίγοι το εννόησαν, καθώς ζούμε και γερνάμε με αυτόν τον φόβο, όπου στο τέλος μας γίνεται έμμονη ιδέα.
Αν όμως κάποιος αναλογιστεί ότι ο θάνατος μοιάζει με ύπνο βαθύ που τίποτα δεν τον ταράσσει, θα καταλάβει ότι σε αυτήν την ανυπαρξία τίποτα δεν μας πληγώνει, ούτε πόνος, ούτε έγνοιες ούτε μαράζια. Αν αναλογιστεί ότι όσο ζούμε κουραζόμαστε, ανησυχούμε, στενοχωριόμαστε και πονούμε, μάλλον θα προτιμούσε έναν ύπνο βαθύ χωρίς να τον σκιάζει έγνοια.
Αν τοιουτοτρόπως λοιπόν σκεφτούμε, θα εννοήσουμε ότι Κόλαση είναι η ίδια η ζωή μας καθώς κατά τη διάρκεια της οι πίκρες μας είναι κατά παρασάγγας υπέρτερες των χαρών μας, και Παράδεισος όταν τελειώνει η ζωή μας και αναπαυόμαστε δια παντός.
Μια φορά ένας νέος που εισήχθηκε στο νοσοκομείο απεβίωσε. Ο παλμός της καρδιάς του σταμάτησε, το ίδιο και η αναπνοή του. Ύστερα από κάποια ώρα όμως ξύπνησε, και ήταν πάλι ζωντανός. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ήταν μια νεκροφάνεια, οι γιατροί όμως, βεβαίωσαν ότι πράγματι είχε πεθάνει.
Όταν ρωτήθηκε από φίλους του εάν βίωσε οτιδήποτε πνευματικά, εκείνος απάντησε πως απλώς στο θάνατο του δεν ήταν παρών, ήταν βυθισμένος σε ένα βαθύ ύπνο σκοτεινό χωρίς ονείρατα, και πως όταν ξύπνησε ένιωθε κουρασμένος, εξουθενωμένος, χωρίς καθόλου ενέργεια.
Αυτή του η εμπειρία τον έκανε να φοβάται το θάνατο λιγότερο, καθώς στο θάνατο του δεν κατάλαβε να συμβαίνει τίποτα απολύτως, απλά ήταν ένας ύπνος σε απόλυτο σκοτάδι, χωρίς να έχει ανησυχία καμιά, παρα μάλλον υπήρχε ηρεμία και γαλήνη που τέτοιες δεν υπάρχουν εν ζωή. Οπότε συμπέρανε πως ο θάνατος δεν είναι τόσο φοβερός όπως τον φαντάζονται οι άνθρωποι, και από εκείνο τον καιρό, ο ίδιος πίστεψε πως κόλαση είναι η ζωή, και Παράδεισος ο θάνατος.
ΓΙΑΤΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ;
Η επιστήμη του θανάτου τεκμηριωμένη με λογικά επιχειρήματα, δεν είναι το οδυνηρό τέλος της ζωής του μεταστάντος, αλλά ένας τρόπος αντίδρασης της εξελικτικής φύσης για να συνεχίσουν να υπάρχουν ζωντανοί. Διότι αν δεν υπήρχε θάνατος, όσοι γεννήθηκαν από καταβολής κόσμου, θα ήσαν τόσοι και αμέτρητοι που δεν θα τους χωρούσε η γη και ως εκ της φύσεως της θα απέβαλλε.
Κατά την επιστήμη ο Θάνατος είναι η οριστική παύση όλων των βιολογικών λειτουργιών που υποστηρίζουν τη διαβίωση ενός οργανισμού και το ίδιο το σώμα αποσυντίθεται στα εξ ων συνετέθει.
Όμως κάποιοι επιστήμονες ισχυρίζονται πως δεν είναι το τέλος, αφού κατά τον Αϊνστάιν καμίας μορφής ενέργεια δεν χάνεται, αλλά παραμένει εσαεί, οπότε κατά συνέπεια αφού η ζωή είναι ενέργεια, αυτή παραμένει ζώσα σε μια απόκοσμη κατάσταση που συνδέεται όμως με την κοσμική κατάσταση σε μια στοιχειωμένη σχέση.
Κάποιοι επιστήμονες αναφέρουν πώς αν και το σώμα πεθαίνει, η συνείδηση συνεχίζει για λίγο ακόμα μετά τον θάνατο οπότε αυτό αποδεικνύει ότι στα αρχικά στάδια του θανάτου, ο εγκέφαλος παραμένει συνειδητός, και ίσως αυτό εξηγεί γιατί οι επιζώντες του κλινικού θανάτου θυμούνται μερικές φορές τι συνέβη, αν και ήταν τεχνικά νεκροί. Ισχυρίζονται ακόμα πως ο εγκέφαλος θανόντων με κατάλληλη κλινική, μπορεί να διατηρηθεί ζωντανός για πολλές ώρες, οπότε μυθιστοριογράφοι για να γράψουν ιστορίες ζόμπι, βασίζονται σε αυτή τη θεωρία και περιγράφουν τις φοβικές φαντασίες τους.
Αν λοιπόν η Ορθόδοξη εκκλησία αντέτασσε την μεγάλη πρόοδο της επιστήμης ως στοιχείο σε αυτούς που προωθούν την καύση των νεκρών, πιστεύω θα μπορούσε να τους πείσει να αναθεωρήσουν.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο θάνατος είναι το τέλος, αλλά περισσότεροι θέλοντας να έχουν μια παρηγοριά, πιστεύουν στα κηρύγματα των θρησκειών, ώστε τοιουτοτρόπως έχουν κάτι να ελπίζουν καθώς όλοι εκ της φύσεως μας φοβούμαστε τον θάνατο. Άλλοι ακόμα πιστεύοντας στην πρόοδο της επιστήμης έχουν μια κρυφή εμπιστοσύνη ότι ένεκα αυτής ίσως κάποτε με κάποιο τρόπο, κάποιοι νεκροί θα αναστηθούν.
Όταν πεθαίνουμε λοιπόν, και το σώμα μας γίνεται χώμα, τα οστά μας για να διαλυθούν, χρειάζονται εκατοντάδες χρόνια ή και μυριάδες όταν ευρίσκονται σε κατάσταση απολίθωσης, οπότε πολλά γονίδια μας παραμένουν ενεργά, και ίσως αυτό να μας είναι μια φρούδα παρηγοριά, καθώς ίσως κάποια στιγμή οι επιστήμονες μπορέσουν μετά θάνατον να μας ξαναδημιουργήσουν με την μέθοδο της κλωνοποίησης.
Για το θάνατο ο κάθε άνθρωπος εκδηλώνει διαφορετικό συνδυασμό συναισθημάτων και ο ψυχικός πόνος είναι τόσο μεγάλος, ανάλογα με την κάθε περίπτωση θανάτου που βιώνειι.
Όμως όταν κάποιος παρακολουθήσει και ζήσει την διάρκεια θανάτου και τον επιθανάτιο ρόγχο δικού του αγαπημένου προσώπου, βιώνει ένα από τα χειρότερα καταθλιπτικά συναισθήματα καθώς η διαδικασία της μετάβασης του μεταστάντος είναι πολύ μαρτυρική τα’οσο, που επηρεάζει τον μάρτυρα εφ όρου ζωής.
Εγώ λοιπόν ως μάρτυρας παρόμοιου θανάτου αφού πέρασαν αρκετά χρόνια ώστε με περισσότερη αντικειμενικότητα να μπορώ να περιγράψω τον επιθανάτιο ρόγχο, γράφω τα εξής:
Όταν ο οργανισμός του ασθενούς εξασθενεί και δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους σώματος, ο εγκέφαλος με το σώμα παύουν να συνεννοούνται, οπότε ο ετοιμοθάνατος χάνει την ικανότητα της κατάποσης και το σάλιο συσσωρεύεται χωρίς να καταπίνεται, με αποτέλεσμα να εισέρχεται στις αναπνευστικές οδούς, ή και να εμποδίζεται την αναπνοή.
Αυτός ο υγρός θόρυβος που συμβαίνει κατά αυτήν τη διάρκεια της αναπνοής, ονομάζεται επιθανάτιος ρόγχος.
Δηλαδή ο επιθανάτιος ρόγχος είναι ο ήχος της Αναπνοής του ετοιμοθάνατου, το γουργούρισμα το οποίον προέρχεται από την προσπάθεια των πνευμόνων να αναπνεύσουν αέρα, ο οποίος όμως εμποδίζεται καθώς η γλώσσα δυσλειτουργεί και δεν εμποδίζει το σάλιο να εισέρχεται στο αναπνευστικό σύστημα.
Όταν ξεκινά αυτός ο ρόγχος έως την τελική κατάληξη, ο χρόνος διάρκειας είναι πέραν των δύο τρίτων της ημέρας.
Λίγο πρίν το θάνατο η γλώσσα δυσλειτουργεί ακόμη περισσότερο, ώστε μια περιφράσσει την αναπνοή, και μια επιτρέπει το σάλιο να εισέρχεται στους πνεύμονες.
Δηλαδή ο επιθανάτιος ρόγχος είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των πνευμόνων να εισπνεύσουν αέρα διά μέσου του σάλιου, ένα μαρτύριο του ετοιμοθάνατου καθώς πνίγεται στην προσπάθεια του να αναπνεύσει.
Με απλά λόγια, ο επιθανάτιος ρόγχος είναι το αποτέλεσμα της εισροής σάλιου στους πνεύμονες καθώς η γλώσσα δεν μπορεί να ανταποκριθεί ένεκα της τελικής οργανικής κατάπτωσης του ασθενούς.
Στην τελική ασυνείδητη προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή, συνήθως βλέπουμε τον ασθενή ενώ νομίζουμε ότι έχει καταλήξει, να επανέρχεται σε μια υπέρτατη προσπάθεια να αναπνεύσει αέρα. Αυτό μπορεί μερικές φορές να διαρκέσει αρκετή ώρα. Είναι οι στιγμές που οι παρόντες οικείοι του ετοιμοθάνατου μαρτυρούν τις ανατριχιαστικές απέλπιδες προσπάθειες του ετοιμοθάνατου μέχρι της καταλήξεως, εμπειρίες πολύ θλιβερές που αποτυπώνονται δια παντός στη μνήμη και τους στοιχειώνει εφ όρου ζωής
ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Μία είναι η ζωή μας, δεν υπάρχει άλλη. Κόλαση είναι όσο υπάρχει ζωή, και Παράδεισος όταν σταματήσει η ζωή. Στη πρόσκαιρη ζωή μας οι λύπες και οι στενοχώριες καθώς και τα μεγάλα βάσανα που μας δέρνουν, είναι υπέρτερα όσων χαρών απολαμβάνουμε. Είναι μια ζωή γεμάτη μικρές χαρές και μεγάλες πίκρες, με τον πόνο περισσότερο από την απόλαυση.
Είναι μια κατάσταση που όλοι την αντιλαμβάνονται όταν σκεφτούν με την καθαρή λογική, που δυστυχώς οι διάφορες θρησκείες εκμεταλλευόμενες το φόβο των ανθρώπων για το θάνατο, τους πείθουν για μια άλλη μετα θάνατον ζωή, καλύτερη ή χειρότερη.
Και αναρωτιέμαι, είμαι εγώ που σκέφτομαι πως η ζωή είναι μία; Όλοι οι άλλοι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν ακόμα μία, για να κερδίσουν ίσως μια θέση στον Παράδεισο;
Λέω εγώ, πως πρέπει να αντικρίζουμε τη ζωή στη σωστή της διάσταση και να ζούμε την κάθε μέρα. Να αρπάζουμε τις καλές στιγμές όταν έρχονται, και να διώχνουμε τις κακές που μας θλίβουν και μας καταπονούν.
Να βλέπουμε τις μεγάλες δυστυχίες που συμβαίνουν γύρω μας και να είμαστε ευχαριστημένοι με τις μικρότερες δικές μας. Να αναγνωρίζουμε τις αληθινές και να τις αποφεύγουμε. Να μην πικραίνουμε αχρείαστα τους γύρω μας, γιατί η πίκρα που δημιουργούμε γυρνά μπούμερανγκ σε μας.
Χαρά σημαίνει να αγαπούμε, να μας αγαπούν, να έχουμε την υγεία μας και τον επιούσιο. Όλα τα άλλα είναι περιττά που δημιουργούν αντιπαλότητες, μίση και έχθρες, κακά τα οποία προκαλούν δυστυχία και πόνο, δημιουργούν γύρω μας μια κόλαση.
Όσο ζει ο άνθρωπος υποφέρει και πονά, καθώς είναι στη φύση του όσο περισσότερα έχει, και άλλα να γυρεύει, ώστε στην αναζήτηση του να ταλαιπωρείται και να καταπονείται. Μια ολόκληρη ζωή προσπαθεί για περισσότερα χωρίς ποτέ να ικανοποιείται, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή όταν κοιτάξει πίσω την προηγούμενη του ζωή, θα καταλαβαίνει πως όλα ήταν μάταια και άσκοπα. Θα δει πως πολλοί αγαπημένοι του υπέφεραν και πέθαναν, θα δει πως και η δική του ζωή τελειώνει, και θα νιώσει πως φτάνει ο καιρός του. Ίσως τότε να καταλάβει πως θα ησυχάσει και θα ξεκουραστεί, καθώς με το θάνατο παύουν όλα να υπάρχουν, ούτε έγνοιες, ούτε αρρώστιες, ούτε πόνοι. Ίσως πάλι να φοβηθεί τον επερχόμενο του θάνατο, καθώς θα νομίζει πως μετά θάνατον υπάρχει κόλαση, και ο ίδιος είναι προορισμένος γι αυτήν,
Συμπεραίνω λοιπόν, πως όσο κυνηγούμε μια δεύτερη ζωή, δεν θα τη συναντήσουμε, γιατί ούτε Κόλαση υπάρχει, ούτε Παράδεισος μετά θάνατον. Πιστεύω πως Κόλαση είναι η ζωή μας, και Παράδεισος ο θάνατος μας.
Αλοίμονο λοιπόν σ’ αυτούς που μένουν, και χαρά σ’ αυτούς που φεύγουν.