Η ΟΜΟΡΦΗ ΧΗΡΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ον

Ο Κυριακός καθόταν στην αναπαυτική του καρέκλα γερμένος πίσω με τα πόδια απλωμένα πάνω στο γραφείο και ένα βιβλίο στο χέρι, ενώ ένα τσιγάρο ήταν στο στόμα με την κάφτρα έτοιμη να πέσει στο καλό του σακάκι και να το λερώσει. Είχε αποκτήσει αυτό το κακό συνήθειο να ξεχνιέται καθώς αφοσιωνόταν στο διάβασμα και ξεχνιόταν ώσπου η κάψα της κάφτρας να του ζεστάνει το πρόσωπο. 
Ήταν η δεύτερη εβδομάδα περίπου αργά το απόγευμα, και ο ήλιος είχε γύρει και το σκοτάδι άρχισε να σκιάζει τη μέρα, όταν άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα. Σήκωσε το κεφάλι προς την ανοιχτή πόρτα και αντίκρισε μια νέα γυναίκα ντυμένη στα μαύρα να στέκει στο κατώφλι. Ήταν ψηλή, όμορφη και είχε υπέροχη κορμοστασιά. Τα μαύρα ρούχα που φορούσε αντί να της αφαιρούν από την ομορφιά, της προσέδιδαν περισσή θελκτικότητα, ενώ το ύφος της εξέπεμπε μια σεξουαλικότητα που κόλαζε κυριολεκτικά. Τα στήθια της μεγάλα ήθελαν να πεταχτούν από τον στενό μπούστο της, και τα χείλη της γεμάτα χωρίς κοκκινάδι, ήταν κόκκινα σαν πετιμέζι. Το κορμί της όλο χάρη, ήταν φιδίσιο και έιχε μια φυσική χάρη στο τρόπο που στεκόταν έξω στο κατώφλι με τα χέρια σταυρωμένα προς τα κάτω κρατώντας μια μικρή τσαντούλα.
Προς στιγμή, ξέχασε την ευγένεια του και έμεινε να την κοιτάζει, αλλά γρήγορα συνήλθε και αμέσως σηκώθηκε από το γραφείο του για να την υποδεχτεί.
Δρασκέλισε το κατώφλι και μπήκε μέσα, και αμέσως γέμισε η ατμόσφαιρα με το διακριτικό της άρωμα ελαφρύ σαν γιασεμί ή λεβάντα, ή και τα δύο. Δεν χρειαζόταν αρώματα και στολίδια, καθώς η προσωπικότητα της αναδυόταν μόνη της.
Έκαμε τρία μεγάλα βήματα, και τον πρόφτασε μόλις που προσπέρασε το γραφείο του για να τη χαιρετήσει. Με χάρη άπλωσε το χέρι της, και του είπε,
-Είμαι η Βέρα Σιαμμά, και αποφάσισα να σας επισκεφτώ να σας μιλήσω για το πρόβλημα μου. Άκουσα πολλά για σας, και θέλω να γνωρίσω τις υπηρεσίες που προσφέρετε. 

Ο Κυριακός ήταν άνθρωπος που δεν κόμπλαρε, ούτε κανείς μπορούσε να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Παρ όλα αυτά στην τωρινή περίπτωση, ένιωσε την ομιλία του να δένει κόμπο στο λαιμό, καθώς η σκέψη του επηρεάστηκε από το όμορφο και επιβλητικό παρουσιαστικό της και την αύρα που εξέπεμπε και αμέσως τον τύλιξε μια παράξενη αίσθηση γλυκεία και πρωτόγνωρη. Πήρε το χέρι της στο δικό του, και με θέρμη το κράτησε λίγο περισσότερο από όσο μια χειραψία γνωριμίας, και το έσφιξε ούτε πολύ σφιχτά, ούτε πολύ χαλαρά. Με την αφή της ένιωσε ένα ελαφρύ ρεύμα να τον διαπερνά, και κατάλαβε πως μαζί της θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα. Ένιωσε πως ήταν γυναίκα διαφορετική από τις άλλες. Όχι μόνο στο παρουσιαστικό της, αλλά στο ύφος και στο άγγιγμα της. Με το μαγικό άγγιγμα της ένιωσε μια θετική αύρα σαν βάλσαμο να τον διαπερνά και να τον κατακλύζει. Κατάλαβε πως είχε χάρισμα που ελάχιστοι το διαθέτουν, όπως θεραπευτές, γητευτές και μάγοι.
Χωρίς να αφήσει το χέρι της και θέλοντας με ευγενικό.
τρόπο να επιδείξει ένα ενδιαφέρον, της είπε,
-Πολύ χαίρομαι που σε γνωρίζω, και θα κάμω ότι περνά από το χέρι μου να σε βοηθήσω.
Μίλησαν αρκετή ώρα, και η κουβέντα τους κύλησε σαν γάργαρο νερό. Άρχισαν με συνήθεις κουβέντες που ανταλλάζουν δύο άγνωστοι, και συνέχισε όμορφα καθώς και οι δύο αποδείχτησαν καλοί συζητητές.
Αυτός της εξήγησε για τις υπηρεσίες που μπορούσε να της προσφέρει, καθώς και για την αμοιβή του,
-Χρεώνω χίλιες λίρες τη βδομάδα, χίλιες μπροστά και τα υπόλοιπα μετά την διεκπεραίωση της έρευνας, εφ όσον ο πελάτης μείνει ευχαριστημένος. Αν όχι, δεν πληρώνει τα υπόλοιπα.
-Ακριβή, αλλά λογική η χρέωση. Σου αναθέτω το πρόβλημα μου. Άκου, λοιπόν, την ιστορία όλη, για να εννοήσεις το πρόβλημα μου και να μου πεις αν μπορείς να με βοηθήσεις,
του απάντησε αυτή.

Και του είπε την ιστορία της. Τι την αναστάτωνε και την έκανε να νιώθει ενοχές, καθώς πίστευε πως ήταν η αιτία να πεθάνει ο άνδρας της. Τύψεις την έζωναν και ευμενίδες την κυνηγούσαν στη σκοτεινή κάμαρη όταν πήγαινε για ύπνο. Που νόμιζε πως ο άνδρας της πεθαμένος πλέον, έιχε παράπονο μαζί της και από την άλλη ζωή την τιμωρούσε στέλλωντας στα όνειρα της τις ερινύες να την κατατρεξουν.
Ο μακαρίτης άνδρας της ήταν πολύ εύπορος, μεγάλος σε ηλικία, λίγο άσχημος, λίγο γκρινιάρης και λίγο άξεστος. Παρ όλα αυτά, οι γονείς της την έπεισαν να τον παντρευτεί, γιατί όπως της γέμισαν το κεφάλι, με τόσα χρήματα θα περνούσε μια ζωή χαρισάμενη παρά αν παντρευόταν κάποιον νέο εύμορφο αλλά φτωχό. Η ίδια ήταν πολύ όμορφη, με σώμα φιδίσιο και πρόσωπο νεραϊδίσιο, και ύφος θελκτικό. Τα μάτια της μπιρμπιλωτά και κατάμαυρα έκρυβαν μέσα την κόλαση, ενώ μια ματιά της, ανέβαζε τη λίμπιντο των αρσενικών. Πολλοί την πόθησαν, αλλά ένας την κέρδισε. Ο εύπορος μεσόκοπος, που σε όλη την προηγούμενη ζωή που είχε, ποτέ του δεν φαντάστηκε πως θα αξιωνόταν να έχει τέτοια τύχη.
 Με λόγια οι γονείς της την έπεισαν να τον πάρει, παρ όλες τις αρχικές της αντιρρήσεις. Κατέληξε στην απόφαση πως με αυτόν θα αποχτούσε όσα επιθυμούσε, όσα στερήθηκε από τους φτωχούς γονείς της, και όσα δεν θα μπορούσε να της προσφέρει ο αγαπητικός που νταραβεριζόταν μαζί του. Έτσι εύκολα τον παράτησε, χωρίς μεγάλη στενοχώρια και χωρίς τύψεις. Εξ άλλου ο καινούργιος αν και μεγαλούτσικος, ήταν ευπαρουσίαστος και παρ όλα κάποια κουσούρια που είχε, πίστευε πως εύκολα θα τον κουμαντάριζε με τα ωραία θέλγητρα και τα γυναικωτά τσαλίμια που ήξερε.
Όμως, αμαρτωλά σκεφτόμενη, ακόμα θα είχε να επωφεληθεί περισσότερα όταν θα έμενε χήρα καθώς πολύ μικρούλα αυτή, και πολύ μεγαλύτερος αυτός. Θα είχε αμέτρητη περιουσία, και πολλά χρόνια μπροστά της να περάσει καλά και να επιλέξει σύντροφο ή συντρόφους για να αναπληρώσει την ερωτική της ζωή που θα χαράμιζε με το γέρο.
 Αυτά τα λόγια είπε στον εαυτό της, και πήρε την απόφαση. Τον παντρεύτηκε και όλα πήγαν δεξιά. Είχε όσα λούσα επιθυμούσε, εκτίμηση από την κοινωνία, και μεγάλη αγάπη από τον άνδρα της. Της έκανε τα χατίρια, δεν της θύμωνε, δεν τη ζήλευε και την είχε μη βρέξει και μη στάξει. Της είχε δούλες, αμάξι, ένα εξοχικό σπίτι εκτός από την κύρια μεγαλόπρεπη οικία που για χατίρι της έκτισε, και την άφηνε ελεύθερα να γυρνάει όπου θέλει. Μπορούσε να είχε όσα χρήματα ήθελε. Βοηθούσε τους φτωχούς γονείς της, αλλά και άλλες φτωχές οικογένειες, ώστε τοιουτοτρόπως απέκτησε μεγάλη φήμη για τις αγαθοεργίες της, και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στη μικρή κοινωνία που ζούσε.
Είχε λοιπόν όσα μπορούσε να επιθυμήσει, αλλά περισσότερη ευχαρίστηση είχε όταν πήγαιναν να κοιμηθούν. Ήταν ένας καλός εραστής που με μαεστρία και τέχνη μοναδική, την ανέβαζε στα ουράνια και την έκανε να νιώθει πλήρης γυναίκα. Μαζί με την τέχνη στο έρωτα και την μεγάλη αγάπη που της είχε, αλλά και ένεκα που η ίδια είχε ένα κορμί Αγγέλου, τις νύχτες στο κρεβάτι περνούσαν ώρες απόλυτης ευχαρίστησης και συγκίνησης.
Ο καιρός πέρασε, αλλά παιδιά δεν είχαν την ευτυχία να αποχτήσουν. Δεν στενοχωριόταν γι αυτό, γιατί σκεφτόταν πως καθώς νέα και όμορφη, δεν ήθελε να μπει στη βάσανο της εγκυμοσύνης και τη φροντίδας παιδιών που θα της χάλαγαν τη σιλουέτα και την καλοπέραση.
Όταν πολλές φορές μονάχη σκεφτόταν και αναπολούσε τη ζωή της, έφερνε στο νου της όσα πριν το γάμο είχε σκεφτεί για την απόφαση της και τους λόγους που παντρεύτηκε ένα γέρο. Χωρίς τύψεις και αιδώ, δεν μετάνιωνε. Δεν τον αγαπούσε, ούτε και τον αντιπαθούσε όμως. Της πρόσφερε ότι ήθελε, και γενικά ήταν ευχαριστημένη μαζί του. Ένιωθε μόνο λίγη στεναχώρια και ντροπή όταν κυκλοφορούσε μαζί του, καθώς αυτή νέα και αυτός ηλικιωμένος. Όμως παρηγοριόταν γιατί σαν γέρος γρήγορα θα πέθαινε, και θα έμενε μόνη ανεξάρτητη να ζήσει μια καινούργια ζωή ξοδεύοντας την μεγάλη περιουσία που θα κληρονομούσε.
Αυτές οι σκέψεις της έγιναν έμμονες ιδέες και ταχτικά της έτρωγαν το μυαλό. Ήταν σκέψεις κακές το ήξερε, αλλά με τον καιρό της έγιναν συνήθειο, και δεν μεμφόταν τον εαυτό της για όσα συλλογιόταν. 
Ναι, συλλογιόταν πολλά. Έκανε σχέδια και όνειρα. Όταν έμενε χήρα θα άλλαζε ζωή, θα γύριζε νέα σελίδα. Θα έκανε καινούργιους φίλους και όμορφους αγαπητικούς. Θα συναναστρεφόταν πολιτικούς, καλλιτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους με πρόσβαση στην υψηλή κοινωνία και στα κοσμικά σαλόνια. Θα έκανε ζωή ευχάριστη, γεμάτη καινούργια ενδιαφέροντα και διασκέδαση. Ίσως να αγόραζε και ένα κότερο να γυρίσει τη Μεσόγειο θάλασσα και τα νησιά. Η περιουσία ήταν τεράστια, και σκόπευε να την ξοδέψει.
Αυτά και άλλα πολλά σκεφτόταν τα βράδια όταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι όταν μετά τις περιπτύξεις, γυρνούσε από την άλλη και αυτός αρχίνιζε το ροχαλητό, -άχ πως την τρέλαινε αυτό το ροχαλητό-. Καμιά φορά σκεφτόταν πως για όλες τις κακές σκέψεις που είχε στο μυαλό, έφταιγε αυτό το άθλιο και ενοχλητικό ροχαλητό που της τριβέλιζε τα αυτιά και της έσπαγε τα νεύρα. Που δεν μπορούσε να αλλάξει κρεβάτι και κάμαρη, γιατί ήθελε να την αισθάνεται δίπλα του.
Εκείνη τη νύχτα μόλις τέλειωσαν τις περιπτύξεις, και ο γέρος έγειρε στο πλευρό και έμεινε ακίνητος, ίδια που να τον πήρε ο ύπνος. Αυτό συνέβαινε ταχτικά. Είχε συνήθειο μόλις έκαναν έρωτα, να αποκοιμιέται. Εκείνη τη μέρα όμως ήταν διαφορετικά. Γύρισε και η ίδια από την άλλη, περιμένοντας να αρχινήσει αυτό το σπαστικό ροχαλητό που την τρέλαινε. Περνούσαν όμως τα δευτερόλεπτα και ύστερα τα λεπτά, και τίποτα δεν άκουγε.
 -Μα τι έπαθε, είπε στον εαυτό της,
 -μήπως είχε αϋπνίες; Γιατί όμως δεν κουνιόταν;
Σαν αστραπή το μυαλό της το έζωσαν οι κακές σκέψεις πριν γυρίσει να τον κοιτάξει.
-Λες να πέθανε, σκέφτηκε χωρίς να νιώσει φόβο ή λύπη, παρά μάλλον μια ελπίδα γέμισε την καρδιά της.
Ανασηκώθηκε στα χέρια της και γύρισε προς το μέρος του. Του μίλησε αλλά δεν πήρε απάντηση. Τον σκούντηξε, αλλά χωρίς ανταπόκριση. Χωρίς να χάσει τη ψυχραιμία της και σίγουρη πως κάτι σοβαρό συνέβηκε, άναψε το φως. Τον αντίκρισε ακίνητο χωρίς αναπνοή, με τα μάτια κλειστά, και την ηρεμία του θανάτου στο πρόσωπο του.
Αναστατωμένη και σίγουρη για το θάνατο του, τηλεφώνησε πρώτα στη μητέρα της και ακολούθως στο γιατρό τους.
Έβγαλε τη νυχτικιά της και φόρεσε ένα μακριό φουστάνι. Νοιώθοντας το φόβο του θανάτου να την επηρεάζει, κάθισε στο σαλόνι και περίμενε τους γονείς της και το γιατρό. Γερμένη στην πλατιά πολυθρόνα, αναλογίστηκε τη ματαιότητα που περιτριγυρίζει τον κόσμο, σκεφτόταν πως τη μια στιγμή υπάρχει η ζωή και την άλλη ο θάνατος. Σκεφτόταν πως πλέον ο σύζυγος της τέλειωσε δια παντός, και αυτή πλέον ελεύθερη με πολλές ευθύνες που δεν είχε πριν, θα έπρεπε να διαχειριζόταν μια ολόκληρη περιουσία της οποίας θα γινόταν κάτοχη σαν μοναδική κληρονόμος. Καταλάβαινε πως αυτές τις κακές σκέψεις αυτή την ώρα του θανάτου, έστω από σεβασμό στη μνήμη του ανθρώπου που της έδωσε πολλά, δεν θα έπρεπε να τις κάνει, μα τι να κάμει όμως, έρχονταν από μόνες τους και όσο αν προσπαθούσε, δεν έφευγαν.
Κάθισε λοιπόν με τις κακές της σκέψεις και περίμενε.
Η Ρέα καθισμένη στη μεγάλη πολυθρόνα σκεφτόταν πως ο θάνατος είναι η μεγάλη αλήθεια της ζωής. Τίποτα δεν θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένο στη ζωή, καθώς από τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να σβήσει, να χαθεί, να πεθάνει. Μπροστά σε αυτό το σημαντικό γεγονός, σε αυτή την τραγικότητα που περικλείει η ζωή, μόνο άνθρωποι βαθιά θρησκευόμενοι με φιλοσοφικές τάσεις μπόρεσαν να συμφιλιωθούν. Πως μπόρεσε λοιπό η ίδια διερωτήθηκε, να κάνει τόσες σκέψεις κακές; Αυτή την ώρα του θανάτου του ανδρός της αυτή να σκέφτεται τα περιουσιακά ζητήματα και άλλα μικρά πράγματα; Αντί να επικεντρώσει τη σκέψη της στο μέγα γεγονότος, στο θάνατο που απροσκάλεστος την επισκέφτηκε στο σπιτικό της, σκεφτόταν τα μικρά ζητήματα της δικής της επόμενης ζωής;
Η μια σκέψη διαδεχόταν την άλλη. Στενοχωρημένη και θλιμμένη έφερνε στο μυαλό της την επόμενη μέρα, μια δύσκολη μέρα. Θα έπρεπε να διευθετήσει την κηδεία. Θα έπρεπε να τηλεφωνήσει σε ένα γραφείο κηδειών. Θα έπρεπε να βρει ένα καθώς πρέπει γραφείο κηδειών, και να κάμει μια μεγαλόπρεπη τελετή όπως αρμόζει σε ένα άρχοντα, τηρώντας όλες τις διαδικασίες που ορίζουν τα Χριστιανικά έθιμα. Ακόμα και μοιρολογήτρες θα έψαχνε να νοικιάσει. Θα πλήρωνε πολλά. Θα διάλεγε το ακριβότερο φέρετρο. Θα εξέφραζε την αγάπη της και θα αποχαιρετούσε τον νεκρό της με όλες τις τιμές. Μόνη της θα τον έλουζε, θα τον μύρωνε και θα τον έντυνε. Το όφειλε στον εαυτό της καθώς ένοιωθε ενοχή για τις όσες κακές σκέψεις στο μυαλό της. Ήθελε μ αυτό τον τρόπο να καθησυχάσει τη συνείδηση της, ή και να αυτοτιμωρηθεί, γιατί καταλάβαινε πως δεν μετάνιωνε γι αυτές. 
Η λέξη θάνατος σημαίνει τη παύση της λειτουργίας ενός ζώντος οργανισμού. Όμως ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα ζωή και ψυχή. Η ψυχή εγκαταλείπει το σώμα μόνο όταν αυτό παύσει να είναι ζωντανό. Η λέξη ψυχή σημαίνει πνοή, διότι προέρχεται από τη λέξη ψύχω, που σημαίνει πνέω, δηλαδή είναι η ένδειξη της ζωής στο σώμα η οποία εκδηλώνεται μέσω της αναπνοής. Εφ όσον λοιπόν καθώς η ίδια αγαπούσε τη ζωή και φοβόταν το θάνατο, για να παρηγοριέται πίστευε στα όσα η Χριστιανική θρησκεία λέγει για τη μετά θάνατο ζωή. Πίστευε πως οι ψυχές αιωρούνται στο άπειρο, και πως είναι έτοιμες να αναστηθούν στη Δευτέρα παρουσία. Γι αυτό λοιπόν θα στόλιζε τον νεκρό της κάλλιστα, και θα τον προετοίμαζε για την επόμενη ζωή.
 Με όλες αυτές τις μαύρες σκέψεις καθόταν και συλλογιόταν και ένιωθε μια παρηγοριά μόνο, γιατί ο άνδρας της πέθανε γαλήνια χωρίς να υποφέρει και μάλλον ευτυχισμένος, καθώς πέθανε μάλλον από καρδία η οποία δεν άντεξε στο ερωτικό παιχνίδι εκείνης της νύχτας.
Μετα από καιρό η χήρα καθισμένη στην μεγάλη πολυθρόνα του σαλονιού της, σκεφτόταν. Η κηδεία που έκαμε στον άνδρα της ήταν μεγαλόπρεπη. Πλήθος κόσμου παρευρέθηκε, μαζί βουλευτες και αλλοι τοπικοι παράγοντες. Στεφάνια και συλλυπητηρια τηλεγραφήματα έστειλαν δεκάδες πολιτιακοί αξιωματούχοι και επιχειρηματίες από την πρωτεύουσα και άλλες πολεις. Για μέρες η τοπική κοινωνία μιλούσε για τον καλό μακαρίτη, και σχολίαζαν με θαυμασμό τη μεγαλόπρεπη τελετή της κηδείας του.
Όμως, η θλιμμένη χήρα δεν ήταν ευχαριστημένη. Μόνη σαν έμεινε τον πρώτο καιρό κλεισμένη στο σπίτι χωρίς συντροφιά καθώς τοιουτοτρόπως όριζαν τα έθιμα για να θρηνήσει τον πεθαμένο της, η μοναξιά την έθλιβε και την στεναχωρούσε. Οι ώρες και οι μέρες κυλούσαν αργά. Και όταν τα βράδια μόνη στο κρεβάτι, ο ύπνος δεν την έπαιρνε. Και όταν αποκοιμιόταν, είχε ονειροβασίες και εφιάλτες.
Στα όνειρα της έβλεπε τον νεκρό άνδρα της να στέκει σε μια μεριά ακίνητος και να την κοιτάζει θλιμμένα. Με ένα παράπονο την αντίκρυζε χωρίς να βγάζει μιλιά, όπως να λυπόταν γιατί πέθανε και την έχασε. Στην αρχή σκέφτηκε πώς επηρεασμένη από τον πρόσφατο θάνατο του ήταν φυσικό να τον ονειρεύεται, και πως σύντομα όλα θα ήσαν μακρινό παρελθόν, αφού εν ζωή δεν του είχε υπέρμετρη αγάπη. Όμως έπεσε έξω. Οι επισκέψεις του με τον καιρό έγιναν συχνότερες. Η μορφή του κατάντησε να την κατατρέχει καθενυχτίς. Έβλεπε το μαραζωμένο πρόσωπο του και τη ματιά του ακίνητη να καρφώνει τη δική της, και ιδρώτας την έλουζε. Ήταν ένα ύφος πραγματικά απόκοσμο που την τρόμαζε και την έκανε να ελαφροκυμάται και να πετάγεται από τον ύπνο της.
 Την ενοχλούσε αφόρητα το θλιμμένο του ύφος και η παραπονεμένη του ματιά. Όπως να της έριχνε ευθύνες για το θάνατο του. Όπως να γνώριζε πως στη σκέψη της πριν, πολλές φορές είχε φανταστεί πόσο καλά θα ήταν αν πέθαινε και έμενε μοναχή. Και να, τώρα πέθανε, και έμεινε μόνη με μια τεράστια περιουσία να διαχειριστεί με όποιο τρόπο ήθελε. Αλλά φοβισμένη πλέον, κατάλαβε πως άλλα σχεδίαζε, και άλλα της βγήκαν. Πως θα ήταν δυνατό να ζήσει μια ζωή φυσιολογική και νηφάλια αν ο μακαρίτης την κατέτρεχε; Αν κάθε νύχτα την τρόμαζε στον ύπνο της, πως θα μπορούσε να έχει την ημέρα της ήρεμη;
Άρχισε να πιστεύει πως οι νεκροί δεν εξαφανίζονται μετά το θάνατο, αλλά συνεχίζουν να υφίστανται και να ενδιαφέρονται για τη ζωή, έστω χωρίς σώμα, ίσως με τη ψυχή τους.
Με τον καιρό οι επισκέψεις τις νύχτες σταθερά συνέχιζαν, πολλές φορές νόμιζε πως τον έβλεπε και στον ξύπνιο της. Ο φόβος άρχισε να τη ζώνει και όσο περνούσε ο καιρός, περισσότερο μεγάλωνε. Ενώ ήταν από φύση της ψύχραιμη και τα αντιμετώπιζε όλα με τη λογική, σ αυτή την περίπτωση δεν έβρισκε λογική εξήγηση. Πως ήταν δυνατό να τον ονειρεύεται τόσο συχνά, πάντα κατηφή και θλιμμένο, πάντα παραπονεμένο;
Με τον καιρό όλο περισσότερο φοβόταν, η ανησυχία κούρνιασε για καλά μέσα της και άρχισε να πιστεύει πως την τιμωρούσε από τον τάφο του. Κατάλαβε πως αν αυτό συνεχιζόταν, θα τρελαινόταν. Είδη τα νεύρα της ήσαν τσιτωμένα. Αποφάσισε πως θα έπρεπε να βρει τη λύση. Έπρεπε να ερμηνεύσει τα όνειρα της, και να αποκρυπτογραφήσει τα μηνύματα που της έστελλε ο νεκρός. Να εννοήσει όλα αυτά τα παράδοξα, και να δώσει λύση. Να διώξει τον φόβο πριν ολοκληρωτικά την κυριεύσει και της πάρει το μυαλό. 
Έπρεπε λοιπόν, να επισκεφτεί κάποιον ειδικό, κάποιον ερευνητή.

Ο ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ον

Πέρασαν λίγες μέρες απ όταν άνοιξε το γραφείο, αλλά ακόμα δεν είχε σταυρώσει πελάτη. Μόνο αρκετοί χωριανοί τον επισκέφτηκαν για το εθιμοτυπικό. Πρώτος και καλύτερος ο παπάς που γεμάτος ανησυχία μήπως το επάγγελμα του θα ήταν αιρετικό και ενάντια στις καταβολές της εκκλησίας, επί σκοπού μια μέρα πήγε και στρογγυλοκάθισε στην καρέκλα απέναντι του, και όπως ένας δάσκαλος εξηγά στο μικρό μαθητή, του ανέπτυξε ολόκληρη θεωρία για τις γραφές του Ευαγγελίου και της Αγίας Γραφής, και τον παρότρυνε να μην ξεφύγει από αυτές γιατί θα τον εύρισκε εναντίον του. Φυσικά ο Κυριακός με ευγένεια του εξήγησε ότι βασισμένος σε όσα η ορθόδοξη θρησκεία μας διδάσκει, θα βασιζόταν και θα επιχειρούσε να εξηγήσει και να συμβουλεύσει όσους θα του ζητούσαν βοήθεια. 

Ο ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ον












Ο Κυριακός καθόταν στην αναπαυτική καρέκλα πίσω από το μεγάλο γραφείο που έγερνε πίσω η ράχη καθώς με δύναμη έριχνε πάνω το βάρος του, και είχε τα πόδια απλωμένα και σταυρωμένα πάνω στο γραφείο, ενώ ένα τσιγάρο μισοτελειωμένο κρεμιόταν στο στόμα του με την καύτρα έτοιμη να πέσει πάνω στο σακάκι του.
Απέναντι το παράθυρο ήταν ανοιχτό και το κρύο έμπαινε μέσα, αλλά ήταν σκληραγωγημένος, και το απολάμβανε. Πέρα μακριά κάτω στο γέρμα, φαινόταν η θάλασσα αφρισμένη και τρικυμισμένη με το βουητό των κυμάτων που έσκαγαν στα βράχια να φτάνει ως τα αφτιά του. Ο καιρός ήταν μαύρος, σημάδι πως σε λίγο θα αρχίνιζε η βροχή. Έξω ο δρόμος ήταν έρημος, ίσως οι χωριανοί ένεκα της ερχόμενης βροχής βιαστικά να προσπαθούσαν να τελειώσουν τις τελευταίες δουλειές της ημέρας πριν κλειστούν στα σπίτια τους.
Καθόταν και ρέμβαζε με το μυαλό του να γυρνά εδώ και εκεί. Οι σκέψεις του έτρεχαν, η μια διαδεχόταν την άλλη. Ένιωθε ικανοποιημένος με το γυρισμό του. Είχε λείψει αρκετόν καιρό, και ο νόστος που κρυβόταν μέσα του, είχε φανερωθεί τώρα, γι αυτό χαιρόταν που αποφάσισε και επέστρεψε. Ένιωθε πως δεν ήθελε να ξαναφύγει.
Αντίκρισε τους παλιούς τόπους με ευχαρίστηση, άλλους όπως τους άφησε, και άλλους αλλαγμένους, ξεχερσωμένους και γεμάτους μπετόν και σύγχρονα σπίτια. Έφτιαξε το παλιό χαλασμένο οικογενειακό σπίτι, και πρόσθεσε μια μεγάλη κάμαρη στην οποία έξω στην πόρτα κρέμασε μια ταπέλα που έγραφε με μεγάλα γράμματα,
«ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟ».
 Στα χείλη του σχηματίστηκε ένα χαμόγελο καθώς έφερε στο μυαλό του την απορία και την αμφιβολία στα πρόσωπα των κατοίκων, αλλά δεν στενοχωρήθηκε, καθώς με την ευφράδεια και τον λόγο που καλά διαχειριζόταν, τους κατατόπισε πως δεν ήταν μια απλή και ασυμβίβαστη εργασία, αλλά εμπεριέκλειε μια ολόκληρη επιστήμη όπως ενός ψυχιάτρου ή ενός ιερέως και πως θα δεχόταν να διαχειριστεί μόνο ανθρώπους που θα είχαν πραγματική ανάγκη βοήθειας και συμβουλών για να διαχειρίζονται τον πόνο τους, αλλά και να τους μεταδώσει γνώσεις για τη μετά θάνατο ζωή.
 Είχε γεμίσει τους τοίχους με βιβλιοθήκες και χοντρά βιβλία που μέσα έγραφαν όσα κατά καιρούς προφήτες, Άγιοι και επιστήμονες, είχαν αποφανθεί θρησκευτικά και επιστημονικά για το θέμα. Ένα ωραίο ντεκόρ που έδινε ομορφιά στο χώρο, καθώς και την κατάλληλη έμφαση και σοβαρότητα, ενισχύοντας τοιουτοτρόπως τη σοβαρότητα της επιχείρησης του. 
Ένα μεγάλο χαμηλό τραπέζι ήταν στη μέση του δωματίου, και δυο τόννενες καρέκλες στην άλλη μεριά. Πάνω στο τραπεζάκι είχε ένα μπολ με κουφέτες, και ένα τασάκι. Απλή η διακόσμηση, αλλά ζεστή η ατμόσφαιρα, που θα έκανε τον επισκέπτη να αισθάνεται καλά.

Ο ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ον

Πέρασαν χρόνια λοιπόν από τότες. Τώρα γύρισε και θα έμενε για πάντα. Είχε κάποια χρήματα, και ήξερε πως δεν χρειαζόταν περισσότερα. Όμως μαθημένος στην ενασχόληση, δεν θα έμενε εν ανεργία. Από μικρός σκεφτόταν τον εαυτό του ως ντετέκτιβ, ένα επάγγελμα που τον συνέπαιρνε, τώρα όμως θα έκανε κάτι παραπλήσιο και δυσκολότερο. Εδώ και καιρό κατέληξε πως θα άνοιγε ένα γραφείο ερευνών για τη μετά θάνατο ζωή. Πουθενά σε όλο τον κόσμο δεν συνάντησε αυτό το επάγγελμα, έτσι θα το εξασκούσε πρώτος. Καλά γνώριζε πως θα ήταν δύσκολο επάγγελμα, αλλά γνώριζε επίσης τον πόνο των ανθρώπων για το θάνατο, που στη μεγάλη και αφόρητη λύπη τους θα ήθελαν να μάθουν για την μετά θάνατο ζωή, ώστε αν πράγματι υπήρχε, να έχουν μια ελπίδα στην τωρινή ζωή. 
Ένα γραφείο που θα ερευνούσε για τους νεκρούς και θα έδινε απαντήσεις και εξηγήσεις στους λυπημένους συγγενείς, αλλά και σε όσους ενδιαφέρονταν για τη δική τους μετά θάνατο ζωή.
 Με όσα γνώριζε, πίστευε πως εύκολα θα έδινε απαντήσεις ανάλογες στην κάθε περίπτωση, και πώς εύκολα οι θλιμμένοι πελάτες θα τις αποδέχονταν.
Θα άνοιγε λοιπό ένα γραφείο, και θα αναλάμβανε έρευνες τοιούτου είδους, που φυσικά θα στοίχιζαν ακριβά καθώς θα ήταν εξειδικευμένες που δεν μπορούσε να κάνει οποιοσδήποτε. Πίστευε πως ήταν ένα πρωτότυπο επάγγελμα, μια καλή επιχείρηση που θα απέδιδε, καθώς οι άνθρωποι με πολλή διάθεση θα πλήρωναν ώστε να απαλύνουν τον πόνο του θανάτου.
Ήξερε πως όσοι ασχολούνταν με το θάνατο κέρδιζαν πολλά χρήματα. Τα ιατρεία και τα νεκροτομεία όπου μέσα κατέληγαν οι πεθαμένοι, ήσαν επιχειρήσεις επικερδείς, είτε σε οικονομικούς καλούς καιρούς, είτε σε χαλεπούς.
Ώστε τις επόμενες ημέρες θα μεριμνούσε γρήγορα να ανοίξει ένα γραφείο για να στεγαστεί, να αγοράσει ένα αμάξι για να κινείται, και να γνωστοποιήσει τα σχέδια του στους χωριανούς και στους περιχωριανούς.

Ο ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ον

Το ξενοδοχείο ήταν κτισμένο σχεδόν πάνω στη θάλασσα και ο θόρυβος των αγριεμένων κυμάτων που έσκαγαν στις ακτές έμοιαζε υποχθόνιος. Το ανακάτεμα των νερών προκαλούσε ένα υπόκωφο βούισμα που ήταν ίδιο να έβγαινε από τα βάθη του βυθού με ατελείωτη ορμή καθώς έσπρωχνε τα κύματα στο πάλεμα τους με τις πέτρινες ακτές.
Το δωμάτιο ήταν ευρύχωρο και από το παράθυρο έβλεπε τη σκοτεινή θάλασσα. Μέσα στη μαύρη νύχτα και το σκοτεινό χειμωνιάτικο καιρό, μόλις διακρινόταν. Συνηθισμένος και εξοικειωμένος με αυτά τα άγρια στοιχεία, άναψε ένα ρόθμαν και στάθηκε στο παραθύρι. Με το βλέμμα στον μακρινό ορίζοντα που κάθε τόσο υπό τη λάμψη κάποιας αστραπής φανερωνόταν, πήρε τις σκέψεις του σε θύμισες παλιές, όταν μικρός, εδώ στον τόπο που ευρισκόταν τώρα, ήταν ξερά χωράφια που τα έτρωγε η αλμύρα και δεν τα άφηνε να βλαστήσουν. Ήταν πέτρινες ακτές γεμάτες δυσθεώρατα βράχια, που πάνω έστεκε και με αφοβιά βουτούσε στη θάλασσα. Μια άγρια παραλία με βράχους και σκληρές πέτρες σμιλεμένες από δυνατά κύματα μέσα στους αιώνες.
Τώρα σκεπάστηκαν με μπετόν, και έγιναν ξενοδοχείο με ανέσεις και πολυτέλειες. Εκεί που παλιά καθόταν στον καυτό ήλιο χωρίς μια σκιά για προφύλαξη, τώρα οι τουρίστες τα καλοκαίρια κάτω από ομπρέλες και δίπλα σε πισίνες, θα κάθονταν και θα αναπαύονταν με δροσερά ποτά στο χέρια.
Όμως ήξερε πως αυτά είχε η πρόοδος, τα είδε σε πολλές χώρες να συμβαίνουν, γι αυτό δεν του κακοφάνηκε πολύ, όμως σίγουρα θα προτιμούσε τον τόπο όπως ήταν τα παλιά χρόνια.



Ο ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ον

Φεβράρης καιρός, και το κρύο στο απόγειο του πάγωνε τους ανθρώπους στο χωριό. Όλοι κλεισμένοι μέσα, γύρω από σόμπες ζέσταιναν τα κορμιά τους, και παρακολουθούσαν τα προγράμματα στην τηλεόραση. Έξω ο καιρός ασταμάτητα έριχνε ψιλή βροχή, που δεν ήταν όμως ικανή να διώξει την μεγάλη κρυότητα. Ήταν ένας βαρύς χειμώνας που ίδιο οι κάτοικοι είχαν χρόνια να δουν. Μέρες πολλές τώρα, δεν μπορούσαν να ξεμυτίσουν από τα σπίτια τους. 
Ήταν Σάββατο δείλι, και η βροχή δεν ήθελε να κοπάσει. Ο δρόμος γεμάτος λακκούβες έμοιαζε με λίμνη, με τα νερά μέσα θολά και λασπωμένα. Ένα ταξί με χαμηλή ταχύτητα φάνηκε από τη γωνία, και στρίβοντας τη στροφή σταμάτησε έξω από το μικρό καφενείο. Οι λιγοστοί θαμώνες μέσα, είδαν από το θολό τζάμι του παραθύρου, πίσω στο κάθισμα ένα επιβάτη να κάθεται και να κοιτάει προς το μέρος τους.
Και ύστερα μέσα στη βροχή, τον είδαν να κατεβαίνει με μια βαλίτσα στο ένα χέρι και μια ομπρέλα στο άλλο. Φορούσε μια βαριά καμπαρτίνα με το γιακά ανεβασμένο, χωρίς να ξεχωρίσει αν ήταν νέος, ή μεσόκοπος.
Παρ όλα αυτά, με βάδισμα γοργό που έμοιαζε με νιού, πλησίασε και άνοιξε την πόρτα. Μπήκε μέσα και με δυνατή φωνή τους χαιρέτησε. Και αυτοί τον αντιχαιρέτησαν, και με τα βλέμματα τους περίεργα καρφωμένα πάνω του, έβαλε την ομπρέλα που έσταζε σε μια άκρη, και τη βαλίτσα δίπλα σε ένα τραπέζι στο οποίο λογάριαζε να καθίσει. Τίναξε με το χέρι λίγο τη βροχή από τη βαριά καμπαρτίνα, και βγάζοντας την, τη δίπλωσε προσεχτικά και την εναπόθεσε σε μια άδεια καρέκλα.
 Ήταν ψιλόλιγνος με τραχιά χαρακτηριστικά, με μύτη λίγο στραβή που του έδινε όψη σκληρή και ετσιθελική. Κάποιος θα μπορούσε από τη φυσιογνωμία του να τον εκλάβει ως άνθρωπο τραχύ, αλλά κάλλιστα και ως ευγενή και τζέντλεμαν. Ήταν καλοντυμένος, και το κοστούμι του έδειχνε καμωμένο από καλής ποιότητας ύφασμα, και από καλό ράφτη κομμένο και ραμμένο. Εξέπεμπε εν ολίγοις, μια αρχοντιά και ανωτερότητα πέραν των συνηθισμένων στάνταρ.
Γύρισε το βλέμμα πάνω τους, και όλοι ένιωσαν τη ματιά το φιλική. Ενθαρρυμένοι τον περιεργάστηκαν, και σαστισμένοι ένιωσαν πως κάτι του θύμιζε. Έμειναν να τον κοιτάζουν λίγο επίμονα, γιατί ναι, σίγουρα κάποθεν τον γνώριζαν, αλλά δεν τον αναγνώριζαν. Μα και αυτός καθώς κατάλαβε την αμφιβολία τους, χαμογελώντας τους έγνεψε πως ναι, είχαν δίκαιο, ήταν ένας παλιός τους γνώριμος.
Ο καφετσιής τον πλησίασε και τον καλωσόρισε με μια θερμή ττόκκα.
 -Είμαι ο μουχτάρης του χωρκού,
του είπε,
-και σε καλωσορίζω. Μα μου φαίνεσαι γνωστός, πολύ γνωστός, μήπως είσαι από τα μέρη μας;
Χαμογελώντας ο ξένος του έγνεψε καταφατικά, και του είπε,
-ναι, είμαι χωριανός σας, σκέψου να δούμε αν με αναγνωρίσεις.
Ο καφετζής τον κοίταξε επίμονα, και του είπε,
-Ναι, έχεις δίκαιο, σε βγάζω από τη μούρη. Είσαι ο γιος του Χαμπή και της Στασούς που έφυγε από το χωριό πριν πολλά χρόνια. 
Ναι, παραδέχτηκε, ήταν αυτός αυτοπροσώπως. Με χαρές τον καλωσόρισαν και όλοι θέλησαν να τον τραττάρουν. Άλλοι ήταν συγγενείς, άλλοι παλιοί γείτονες, και κάποιοι φίλοι της οικογένειας. Παράγγειλε ένα καφέ σκέτο, και μέσα στο δίσκο ο καφετζής, του έβαλε και οκτώ λουκούμια, κεράσματα από τους θαμώνες που μετά τα προκαταρκτικά καλά λόγια που αντάλλαξαν, απανωτά αρχίνησαν να τον ερωτούν. Ήθελαν να μάθουν, η περιέργεια τους έτρωγε. Μέρες τώρα με τον άγριο χειμώνα που δεν τους άφηνε να ξεμυτίσουν από το χωριό, δεν είχαν νέα και ειδήσεις για να συζητήσουν, ούτε θέματα για να ασχοληθούν. Ήταν λοιπόν ο γυρισμός του ξενιτεμένου ένα μεγάλο γεγονός, που γι αυτό μέρες πολλές θα είχαν να συζητούν.
Και ο ξένος με ευχαρίστηση τους είπε πολλά, και είδε πως με ενδιαφέρον τον άκουγαν και κρέμονταν από τα χείλη του, καθώς πολύ ωραία τους τα έλεγε. Ήταν άνθρωπος κοσμογυρισμένος και καλά μορφωμένος, που μπορούσε να διηγείται πολύ όμορφα τα πιο απλοϊκά θέματα και γεγονότα, κάνοντας όσους τον άκουγαν, με ενδιαφέρον να τον παρακολουθούν και με αγωνία να κρέμονται από τα χείλη του.
Τους είπε πολλά εφόσον είδε πως ήθελαν να ακούσουν, και ευχαριστημένος με τη χαρά που τους έδωσε, ρώτησε για το πατρικό του σπίτι αν υπήρχε ακόμα. Ήταν πολύ παλιό με χώμα και λάσπη κτισμένο, και πίστευε πως καθώς πεθαμένοι οι γονείς του και το σπίτι ακατοίκητο, ίσως να είχε καταρρεύσει από την πολυκαιρία. Δεν έπεσε έξω, ναι είχε χαλάσει η στέγη από τις βροχές.
Κάθισε πολλή ώρα στο καφενείο και η συζήτηση δεν έπαιρνε τέλος. Οι απλοί χωρικοί τον άκουγαν με προσοχή μιλώντας πολύ λίγο και ακούγοντας περισσότερο. Έμαθαν για λόγου του όσα αυτός θέλησε να τους πει, και αυτός έμαθε πολλά για τη ζωή στο χωριό, πόσοι έζησαν και πόσοι πέθαναν σε όλη τη διάρκεια που έλειπε στη ξενιτιά.

Εν τέλει η νύχτα ήρθε γρήγορα, και έπρεπε το καφενείο να κλείσει. Κάποιοι που είχαν άδειο κρεβάτι στο σπίτι τους προσφέρθηκαν να τον φιλοξενήσουν, αλλά ο ξένος προτίμησε να μείνει στο μεγάλο ξενοδοχείο στην παραλία του χωριού που κτίστηκε τελευταία, όπως του εξήγησε ο μουχτάρης, ο οποίος προσφέρθηκε με χαρά να τον μεταφέρει με το αυτοκίνητο του εκεί, ώστε να μην γίνει μούσκεμα από τη βροχή που ακόμα έλαμνε σιγανά και ασταμάτητα. 

Ο ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ον

Όταν πολύς καιρός πέρασε, αποφάσισε πως νοστάλγησε τον τόπο του. Σκέφτηκε ότι ο στόχος του επετεύχθη. Γνώρισε και έμαθε πολλά, περισσότερα από όσα ευελπιστούσε, είχε και ένα κομπόδεμα από την εργασία του, ήταν καιρός λοιπόν να γυρίσει στα μέρη τα παλιά, στους αγαπημένους του τόπους, στο μικρό χωριό του.

Άντεξε χρόνια στη ξενιτιά χωρίς καμιά νοσταλγία να τον σκιάζει, και ξαφνικά μόλις αποφάσισε να γυρίσει πίσω, οι αναμνήσεις τον έπνιξαν και ο νόστος του γυρισμού τον κυρίευσε. Ήταν ένα παράξενο και πρωτόγνωρο συναίσθημα που δεν ένιωθε πριν, ήταν ίσως ναρκωμένο στο υποσυνείδητο του καθώς είχε πείσει τον εαυτό του με άλλες προτεραιότητες. Εν πάση περιπτώσει όμως, σημασία είχε πως έφτασε η ώρα του γυρισμού.