Ο ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ον

Όταν πολύς καιρός πέρασε, αποφάσισε πως νοστάλγησε τον τόπο του. Σκέφτηκε ότι ο στόχος του επετεύχθη. Γνώρισε και έμαθε πολλά, περισσότερα από όσα ευελπιστούσε, είχε και ένα κομπόδεμα από την εργασία του, ήταν καιρός λοιπόν να γυρίσει στα μέρη τα παλιά, στους αγαπημένους του τόπους, στο μικρό χωριό του.

Άντεξε χρόνια στη ξενιτιά χωρίς καμιά νοσταλγία να τον σκιάζει, και ξαφνικά μόλις αποφάσισε να γυρίσει πίσω, οι αναμνήσεις τον έπνιξαν και ο νόστος του γυρισμού τον κυρίευσε. Ήταν ένα παράξενο και πρωτόγνωρο συναίσθημα που δεν ένιωθε πριν, ήταν ίσως ναρκωμένο στο υποσυνείδητο του καθώς είχε πείσει τον εαυτό του με άλλες προτεραιότητες. Εν πάση περιπτώσει όμως, σημασία είχε πως έφτασε η ώρα του γυρισμού.

Ο ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ον

Ο καιρός πέρασε δύσκολα, και το μικρόν παιδί μεγάλωσε. Σαν ενήλικας νέος πλέον, σκέφτηκε πως δεν τον σήκωνε ο τόπος του, καθώς φτωχός που ήταν δεν θα έβρισκε ευκαιρίες ανέλιξης, θα έμενε παντοτινά φτωχός και δυστυχής.
Πήρε λοιπόν των ομματιών του, και μπαρκάρισε σε ένα πλοίο. Αρμένισε τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και σεργιάνισε σε αμέτρητες χώρες στον κόσμο. Σαν τον Οδυσσέα γνώρισε πολλές πόλεις και λιμάνια, ανθρώπους διαφορετικούς, μαυριδερούς και ασπριδερούς, μεγαλοσώμους και μικρόσωμους, νέα ήθη και κουλτούρες. Γνώρισε θρησκείες διαφορετικές από τη δική του, καθώς και έθιμα παράδοξα πέραν της λογικής και της κοινής αντίληψης.
Μπαρκάρισε σε ένα ποντοπόρο πλοίο που έκανε ταξίδια μακρινά. Ταξίδια που διαρκούσαν μέρες και νύχτες πολλές, ατελείωτες, ίδιες και απαράλλαχτες και μονότονες. Είχε χρόνο απεριόριστο και μια ζωή ρουτίνα, καθώς ζούσε σε χώρο περιορισμένο έχοντας έγνοια μόνη, πως να σπάζει την μεγάλη μονοτονία της ναυτικής του ζωής.
Γρήγορα βρήκε τον τρόπο να γεμίζει τις ατέλειωτες ώρες της ανάπαυσης του, αλλά πολλές φορές και τις ώρες της βάρδιας του κάτω στο μηχανοστάσιο όπου δούλευε. Καθώς από μικρός είχε ροπή στο διάβασμα, πάνω στο πλοίο βρήκε αυτό που επιθυμούσε. Μια τεράστια βιβλιοθήκη γεμάτη αξιόλογα βιβλία, ψυχαγωγικά και εκπαιδευτικά. Εκατοντάδες τόμοι στοιβαγμένοι σε ράφια και σε κασόνια, έτοιμα να τα φυλλομετρήσει.
Χαρούμενα σκέφτηκε πώς βρήκε το στοιχείο του. Δωρεάν ανάγνωση, χρόνο απεριόριστο, και από πάνω φαγητό και πλερωμή.
Αφοσιώθηκε στο διάβασμα χωρίς να παραμελά την εργασία του, και καθισμένος στο καθιστικό του πλοίου, ή στην καμπίνα του, με τις ώρες οι συνάδελφοι του τον παρακολουθούσαν καθημερινώς με ένα βιβλίο στο χέρι να έχει απόλυτη αφοσίωση στο διάβασμα.
Κατάλαβε πως τοιουτοτρόπως είχε την ευκαιρία να αποχτήσει απεριόριστες γνώσεις. Έμεινε στο πλοίο αρκετό καιρό, δουλεύοντας και διαβάζοντας. Συνάντησε πολλές τρικυμίες, γνώρισε το χάρο από κοντά πολλές φορές, έμαθε απολαύσεις σε καταγώγια, είδε τη δυστυχία και την εκμετάλλευση των ανθρώπων να συμβαίνει το ίδιο σε όλες τις χώρες, και απέχτησε πλήθος εμπειρίες όλων των ειδών.
Έμεινε μπαρκαρισμένος πολλά χρόνια. Για τόσα χρόνια ακριβώς, διάβαζε βιβλία καλά και κακά, όσα έβρισκε δωρεάν, και όσα ο ίδιος αγόραζε. Του άρεσε πιότερο όμως, να διαβάζει βιβλία με παράξενο και παράδοξο περιεχόμενο, βιβλία απόκρυφων επιστημών, και μαγείας. Η λόξα να διαβάζει για τους ιδιωτικούς ντετέκτιβ που είχε από μικρόν παιδί του πέρασε, καθώς τον τράβηξαν τα μυστήρια και τα άγνωστα που περιβάλλουν τον κόσμο, τη φύση και το διάστημα. Προσπάθησε να εμβαθύνει σε όλα αυτά και να δώσει εξηγήσεις. Μίλησε με πολλούς γεροντότερους συναδέλφους του, οι οποίοι του εξιστόρησαν παράξενα γεγονότα και ανεξήγητα φαινόμενα που συνάντησαν στα θαλασσινά τους ταξίδια, αλλά και ο ίδιος στη μεγάλη του ναυτική καριέρα, παρατήρησε ορισμένες φορές, ασυνήθιστα και υπερφυσικά φαινόμενα να συμβαίνουν, πράγματα ανεξήγητα, που τον οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η ανθρώπινη γνώση μπορεί να γνωρίζει τα φαινόμενα, χωρίς όμως να δύναται να τα εξηγήσει.
Διαβάζοντας λοιπόν, ακούοντας και παρατηρώντας, απέκτησε μεγάλες εμπειρίες.
Όμως, καθώς ενδιατρίβοντας περισσότερο στα παραφυσικά φαινόμενα, ανέπτυξε τη θεωρία πως, ο αισθητός κόσμος δεν είναι πραγματικός αλλά αποτελεί μια παράσταση που υπάρχει στη συνείδησή μας. 

Του άρεσε αυτός ο ορισμός που ο ίδιος έδωσε, γι αυτό πλέον στο εξής, ησχολήθη με τοιούτου είδους πράματα και θάματα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ον

Το μικρό παιδί μεγαλώνοντας εκτός από τη σκληρή εργασία στα χωράφια των γονιών του, κάθε Κυριακή και εσπερινό, βοηθούσε στην εκκλησία τον ιερέα ο οποίος ήταν αδελφός της μητέρας του και θειος του. Σκούπιζε την εκκλησία, καθάριζε και άναβε τα καντήλια, και ακολουθούσε τον παπά κρατώντας το σταυρό και τα εξαπτέρυγα. Και όταν οι άνθρωποι πέθαιναν, πρώτο το μικρόν παιδί με τη λαμπάδα στο χέρι, τον συνόδευε στις νεκρώσιμες ακολουθίες.
Έτσι έμαθε από ενωρίς για το θάνατο, και από ενωρίς αναγκαστικά τον αντίκρισε με θάρρος. Η συνοδεία των πεθαμένων από την πρωτινή οικία ως την εκκλησία και ακολούθως στη μόνιμη και παντοτινή κατοικία, στο μνήμα και στο βαθύ λάκκο του νεκροταφείου εκεί στην άκρη του χωριού, στην αρχή τον στοίχειωνε τα βράδια, και φοβισμένος σκεφτόταν πώς να κρυφτεί να μην μπαίνει σε αυτή τη διαδικασία. Μα ήταν χρόνια δύσκολα που μια άρνηση στο θείο ιερέα, θα σήμαινε σκληρή τιμωρία από τους γονείς του. Είχε όμως μια παρηγοριά πολλές φορές όταν εχούμενοι τεθλιμμένοι συγγενείς του έδιναν ένα σελίνι, μια φορά του έδωσαν δύο, για τον κόπο του. Έτσι σε κάθε διαδικασία κηδείας, με φόβο στην καρδιά που του προκαλούσε ο πεθαμένος, αλλά και προσμονή στη σκέψη για κάποια αμοιβή που ίσως θα ελάμβανε, προσέτρεχε ανελλιπώς σε όλες τις κηδείες.

 Είδαν τα μάτια του πολλά. Το μικρό νεκροταφείο ήταν γεμάτο και γι αυτό έθαβαν πολλούς νεκρούς στον ίδιο τάφο, όταν βεβαίως πρώτα είχε λιώσει ο προηγούμενος. Κάθε φορά με περιέργεια κοίταε τους σκελετούς, και προσπαθούσε να μάθει την ανατομία του ανθρώπινου σώματος. Μετρούσε τα δόντια πάνω στο κρανίο, για να διαπιστώσει αν ήταν τριαντατρία όπως είχε μάθει στο σχολείο. Μελετούσε το σκελετό, και προσπαθούσε να ενθυμηθεί τις ονομασίες των οστών, όπως τα είχε διαβάσει.
Στην αρχή όταν καμιά φορά κατά λάθος πατούσε σε κόκκαλα καθώς πολλές φορές οι νεκροθάφτες απρόσεχτα τα άφηναν μέσα στο φρεσκοσκαμμένο χώμα, αναρριγούσε και τον έπιανε σύγκρυο, μα με τον καιρό συνήθισε και δεν φοβόταν, εξ άλλου τα αστυνομικά μυθιστορήματα που με μανία διάβαζε, τον έκαναν να σκέφτεται θαρραλέα και να συμπεριφέρεται γενναία, όπως και οι αγαπημένοι του ήρωες πρωταγωνιστές. 

Ο ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ον

Ο Κυριακός ήταν ένα φτωχό χωριατόπαιδο που ζούσε σε ένα μικρό μέρος άγνωστο, ριγμένο σε μια ξερή γη με λιγοστό χώμα και νερό, και το έδαφος κακοτράχαλο, που οι κάτοικοι όμως, με βιά προσπαθούσαν να την καλλιεργήσουν και να την βλαστήσουν. 
Οι λιγοστοί κάτοικοι ασχολούντο αποκλειστικά με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία, επαγγέλματα φτωχά και σκληρά.
Από μικρός δούλευε στα χωράφια των γονιών του, και με μια τσάπα μεγαλύτερη από το μπόι του, προσπαθούσε με δύναμη να τσαπίσει τη σκληρή γη. Ο κόπος του ήταν μεγάλος, και το αποτέλεσμα ατελέσφορο. Μισούσε αυτή τη χειρονακτική εργασία, και όνειρο είχε όταν μεγαλώσει, να κάμει μια δουλειά εύκολη χωρίς σωματική κόπωση. Φανταζόταν τον εαυτό του πίσω από ένα γραφείο να ανάβει το ένα τσιγάρο στο άλλο, και δίπλα σε ένα μικρό τραπεζάκι, μια νταρντάνα γραμματέας να δακτυλογραφεί και να διεκπεραιώνει τις εργασίες.
Πολύ θα του άρεσε να έχει μια ζωή δυναμική και περιπετειώδη. Να είναι ένας άλλος Σάιμον Τέμπλαρ που έβλεπε στη μαυρόασπρη τηλεόραση του καφενείου του χωριού, να γίνει ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ όπως τον Λέμμυ Κώσιον του Πήτερ Τσένευ, ή ένας Μάικ Χάμμερ του Μίκι Σπιλέιν που καθημερινά διάβαζε για τις περιπέτειες τους σε ένα βιβλιοπωλείο-κουρείο του χωριού, που ο καλός ιδιοκτήτης τον άφηνε στις ώρες της σχόλης του να διαβάζει. Ήταν ήρωες που κέντριζαν τη φαντασία του και τον έκαναν να ονειρεύεται ξυπνητός κάθε βράδυ ακίνητος στο κρεβάτι προσπαθώντας να αποκοιμηθεί.
Καταλάβαινε πως ήταν επάγγελμα που δεν θα μπορούσε να εξασκήσει στο χωριό του καθώς ήταν μικρός ο τόπος, και καθώς δεν είχε έγκλημα σε μεγάλο βαθμό, συνεπώς θα ήταν καταδικασμένος στην ενεργεία εφ όρου ζωής. Ούτε και η διπλανή πόλη της Πάφου σήκωνε το επάγγελμα του ντετέκτιβ όντας μικρή, ακόμα ούτε ολόκληρη η Κύπρος, καθώς και αυτή ήταν μια λιλιπούτεια χώρα. Τι θα έκανε λοιπόν; Σίγουρα, σκεφτόταν πως καμιά δύναμη δεν θα μπορούσε να του ανατρέψει τα σχέδια. Πρώτα θα μεγάλωνε και θα μορφωνόταν, ύστερα θα σπούδαζε και θα μελετούσε εις βάθος το επάγγελμα. Σίγουρα θα γινόταν ντετέκτιβ, και θα προσπαθούσε να είναι ένας καλός ιδιωτικός υπάλληλος. Θα ταξίδευε σε οποιαδήποτε χώρα, φτάνει να έβρισκε ότι αποζητούσε.

 Θα έκανε υπομονή λοιπόν, ώσπου να μεγαλώσει.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Υπάρχει ζωή μετά το θάνατο; Τι συμβαίνει και που πάμε όταν πεθαίνουμε; Υπάρχει παράδεισος και κόλαση; Το αιώνιο ερώτημα της ζωής.
Είναι ερωτήματα που κανείς δεν μπόρεσε με σιγουριά να απαντήσει, ούτε και να πείσει. Τώρα όμως, ένας άνθρωπος που γύρισε όλο τον κόσμο, που είδε και έμαθε πολλά εξ όσων συμβαίνουν στα μήκη και πλάτη της γης, γυρνώντας στον παλιό τόπο που γεννήθηκε, αποφάσισε να δώσει τα φώτα του για γι αυτό το δύσκολο θέμα, που όσοι γι αυτό μίλησαν, εν τέλει κανένα δεν έπεισαν. Που όσο κι αν έψαξαν και ερεύνησαν, δεν μπόρεσαν να δώσουνμ πειστικές απαντήσεις. Αποφάσισε να ανοίξει ένα γραφείο ερευνών και να δίνει εξηγήσεις ή δυνατόν, σε όσους έχουν ερωτήματα, αλλά και χρήματα για να πλερώσουν. Ένα γραφείο ερευνών που για κάθε περίπτωση πεθαμένου ξεχωριστά θα ερευνά τη ζώσα ζωή του, και θα απαντά για την μετά θάνατο ζωή του.

Θα απαντά στα ερωτήματα που φυσιολογικά υπάρχουν στις σκέψεις των ανθρώπων, καθώς μια ολόκληρη ζωή οι γονείς, οι δάσκαλοι και οι ιερείς και άλλοι φορείς, γέμισαν και ξεχείλισαν τις σκέψεις και τις κεφαλές όσων ψάχνουν μια ελπίδα για να μετριάσουν το φόβο που τους διακατέχει για την μετά θάνατο παύση των ζωτικών τους λειτουργιών. Που ψάχνουν μια παρηγοριά για να λιγοστέψουν τη λύπη και τον πόνο τους για όσους αγαπημένους φεύγουν νωρίς αφήνοντας πίσω δυσαναπλήρωτα κενά, αλλά που κυριώτερα ψάχνουν μια παρηγοριά ώστε με λιγότερο φόβο και τρόμο, να σκέφτονται τον αναπόφευκτο δικό τους θάνατο, αυτόν τον άθλιο χάροντα που με σιγουριά κάποια στιγμή θα τους επισκεφτεί.