Το μικρό παιδί
μεγαλώνοντας εκτός από τη σκληρή εργασία στα χωράφια των γονιών του, κάθε
Κυριακή και εσπερινό, βοηθούσε στην εκκλησία τον ιερέα ο οποίος ήταν αδελφός
της μητέρας του και θειος του. Σκούπιζε την εκκλησία, καθάριζε και άναβε τα
καντήλια, και ακολουθούσε τον παπά κρατώντας το σταυρό και τα εξαπτέρυγα. Και
όταν οι άνθρωποι πέθαιναν, πρώτο το μικρόν παιδί με τη λαμπάδα στο χέρι, τον
συνόδευε στις νεκρώσιμες ακολουθίες.
Έτσι έμαθε από ενωρίς
για το θάνατο, και από ενωρίς αναγκαστικά τον αντίκρισε με θάρρος. Η συνοδεία
των πεθαμένων από την πρωτινή οικία ως την εκκλησία και ακολούθως στη μόνιμη
και παντοτινή κατοικία, στο μνήμα και στο βαθύ λάκκο του νεκροταφείου εκεί στην
άκρη του χωριού, στην αρχή τον στοίχειωνε τα βράδια, και φοβισμένος σκεφτόταν
πώς να κρυφτεί να μην μπαίνει σε αυτή τη διαδικασία. Μα ήταν χρόνια δύσκολα που
μια άρνηση στο θείο ιερέα, θα σήμαινε σκληρή τιμωρία από τους γονείς του. Είχε όμως
μια παρηγοριά πολλές φορές όταν εχούμενοι τεθλιμμένοι συγγενείς του έδιναν ένα
σελίνι, μια φορά του έδωσαν δύο, για τον κόπο του. Έτσι σε κάθε διαδικασία
κηδείας, με φόβο στην καρδιά που του προκαλούσε ο πεθαμένος, αλλά και προσμονή
στη σκέψη για κάποια αμοιβή που ίσως θα ελάμβανε, προσέτρεχε ανελλιπώς σε όλες
τις κηδείες.
Είδαν τα μάτια
του πολλά. Το μικρό νεκροταφείο ήταν γεμάτο και γι αυτό έθαβαν πολλούς νεκρούς
στον ίδιο τάφο, όταν βεβαίως πρώτα είχε λιώσει ο προηγούμενος. Κάθε φορά με
περιέργεια κοίταε τους σκελετούς, και προσπαθούσε να μάθει την ανατομία του
ανθρώπινου σώματος. Μετρούσε τα δόντια πάνω στο κρανίο, για να διαπιστώσει αν
ήταν τριαντατρία όπως είχε μάθει στο σχολείο. Μελετούσε το σκελετό, και
προσπαθούσε να ενθυμηθεί τις ονομασίες των οστών, όπως τα είχε διαβάσει.
Στην αρχή όταν καμιά φορά κατά λάθος πατούσε σε κόκκαλα καθώς πολλές φορές οι νεκροθάφτες απρόσεχτα τα άφηναν μέσα στο φρεσκοσκαμμένο χώμα, αναρριγούσε και τον έπιανε σύγκρυο, μα με τον καιρό συνήθισε και δεν φοβόταν, εξ άλλου τα αστυνομικά μυθιστορήματα που με μανία διάβαζε, τον έκαναν να σκέφτεται θαρραλέα και να συμπεριφέρεται γενναία, όπως και οι αγαπημένοι του ήρωες πρωταγωνιστές.
Στην αρχή όταν καμιά φορά κατά λάθος πατούσε σε κόκκαλα καθώς πολλές φορές οι νεκροθάφτες απρόσεχτα τα άφηναν μέσα στο φρεσκοσκαμμένο χώμα, αναρριγούσε και τον έπιανε σύγκρυο, μα με τον καιρό συνήθισε και δεν φοβόταν, εξ άλλου τα αστυνομικά μυθιστορήματα που με μανία διάβαζε, τον έκαναν να σκέφτεται θαρραλέα και να συμπεριφέρεται γενναία, όπως και οι αγαπημένοι του ήρωες πρωταγωνιστές.