Ο Κυριακός ήταν ένα
φτωχό χωριατόπαιδο που ζούσε σε ένα μικρό μέρος άγνωστο, ριγμένο σε μια ξερή γη
με λιγοστό χώμα και νερό, και το έδαφος κακοτράχαλο, που οι κάτοικοι όμως, με
βιά προσπαθούσαν να την καλλιεργήσουν και να την βλαστήσουν.
Οι λιγοστοί κάτοικοι
ασχολούντο αποκλειστικά με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία, επαγγέλματα φτωχά και
σκληρά.
Από μικρός δούλευε στα χωράφια των γονιών του, και με μια τσάπα μεγαλύτερη από το μπόι του, προσπαθούσε με δύναμη να τσαπίσει τη σκληρή γη. Ο κόπος του ήταν μεγάλος, και το αποτέλεσμα ατελέσφορο. Μισούσε αυτή τη χειρονακτική εργασία, και όνειρο είχε όταν μεγαλώσει, να κάμει μια δουλειά εύκολη χωρίς σωματική κόπωση. Φανταζόταν τον εαυτό του πίσω από ένα γραφείο να ανάβει το ένα τσιγάρο στο άλλο, και δίπλα σε ένα μικρό τραπεζάκι, μια νταρντάνα γραμματέας να δακτυλογραφεί και να διεκπεραιώνει τις εργασίες.
Από μικρός δούλευε στα χωράφια των γονιών του, και με μια τσάπα μεγαλύτερη από το μπόι του, προσπαθούσε με δύναμη να τσαπίσει τη σκληρή γη. Ο κόπος του ήταν μεγάλος, και το αποτέλεσμα ατελέσφορο. Μισούσε αυτή τη χειρονακτική εργασία, και όνειρο είχε όταν μεγαλώσει, να κάμει μια δουλειά εύκολη χωρίς σωματική κόπωση. Φανταζόταν τον εαυτό του πίσω από ένα γραφείο να ανάβει το ένα τσιγάρο στο άλλο, και δίπλα σε ένα μικρό τραπεζάκι, μια νταρντάνα γραμματέας να δακτυλογραφεί και να διεκπεραιώνει τις εργασίες.
Πολύ θα του άρεσε να
έχει μια ζωή δυναμική και περιπετειώδη. Να είναι ένας άλλος Σάιμον Τέμπλαρ που
έβλεπε στη μαυρόασπρη τηλεόραση του καφενείου του χωριού, να γίνει ένας
ιδιωτικός ντετέκτιβ όπως τον Λέμμυ Κώσιον του Πήτερ Τσένευ, ή ένας Μάικ Χάμμερ
του Μίκι Σπιλέιν που καθημερινά διάβαζε για τις περιπέτειες τους σε ένα
βιβλιοπωλείο-κουρείο του χωριού, που ο καλός ιδιοκτήτης τον άφηνε στις ώρες της
σχόλης του να διαβάζει. Ήταν ήρωες που κέντριζαν τη φαντασία του και τον έκαναν
να ονειρεύεται ξυπνητός κάθε βράδυ ακίνητος στο κρεβάτι προσπαθώντας να
αποκοιμηθεί.
Καταλάβαινε πως ήταν
επάγγελμα που δεν θα μπορούσε να εξασκήσει στο χωριό του καθώς ήταν μικρός ο
τόπος, και καθώς δεν είχε έγκλημα σε μεγάλο βαθμό, συνεπώς θα ήταν
καταδικασμένος στην ενεργεία εφ όρου ζωής. Ούτε και η διπλανή πόλη της Πάφου
σήκωνε το επάγγελμα του ντετέκτιβ όντας μικρή, ακόμα ούτε ολόκληρη η Κύπρος,
καθώς και αυτή ήταν μια λιλιπούτεια χώρα. Τι θα έκανε λοιπόν; Σίγουρα,
σκεφτόταν πως καμιά δύναμη δεν θα μπορούσε να του ανατρέψει τα σχέδια. Πρώτα θα
μεγάλωνε και θα μορφωνόταν, ύστερα θα σπούδαζε και θα μελετούσε εις βάθος το
επάγγελμα. Σίγουρα θα γινόταν ντετέκτιβ, και θα προσπαθούσε να είναι ένας καλός
ιδιωτικός υπάλληλος. Θα ταξίδευε σε οποιαδήποτε χώρα, φτάνει να έβρισκε ότι
αποζητούσε.
Θα έκανε
υπομονή λοιπόν, ώσπου να μεγαλώσει.