Ο ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ον

Φεβράρης καιρός, και το κρύο στο απόγειο του πάγωνε τους ανθρώπους στο χωριό. Όλοι κλεισμένοι μέσα, γύρω από σόμπες ζέσταιναν τα κορμιά τους, και παρακολουθούσαν τα προγράμματα στην τηλεόραση. Έξω ο καιρός ασταμάτητα έριχνε ψιλή βροχή, που δεν ήταν όμως ικανή να διώξει την μεγάλη κρυότητα. Ήταν ένας βαρύς χειμώνας που ίδιο οι κάτοικοι είχαν χρόνια να δουν. Μέρες πολλές τώρα, δεν μπορούσαν να ξεμυτίσουν από τα σπίτια τους. 
Ήταν Σάββατο δείλι, και η βροχή δεν ήθελε να κοπάσει. Ο δρόμος γεμάτος λακκούβες έμοιαζε με λίμνη, με τα νερά μέσα θολά και λασπωμένα. Ένα ταξί με χαμηλή ταχύτητα φάνηκε από τη γωνία, και στρίβοντας τη στροφή σταμάτησε έξω από το μικρό καφενείο. Οι λιγοστοί θαμώνες μέσα, είδαν από το θολό τζάμι του παραθύρου, πίσω στο κάθισμα ένα επιβάτη να κάθεται και να κοιτάει προς το μέρος τους.
Και ύστερα μέσα στη βροχή, τον είδαν να κατεβαίνει με μια βαλίτσα στο ένα χέρι και μια ομπρέλα στο άλλο. Φορούσε μια βαριά καμπαρτίνα με το γιακά ανεβασμένο, χωρίς να ξεχωρίσει αν ήταν νέος, ή μεσόκοπος.
Παρ όλα αυτά, με βάδισμα γοργό που έμοιαζε με νιού, πλησίασε και άνοιξε την πόρτα. Μπήκε μέσα και με δυνατή φωνή τους χαιρέτησε. Και αυτοί τον αντιχαιρέτησαν, και με τα βλέμματα τους περίεργα καρφωμένα πάνω του, έβαλε την ομπρέλα που έσταζε σε μια άκρη, και τη βαλίτσα δίπλα σε ένα τραπέζι στο οποίο λογάριαζε να καθίσει. Τίναξε με το χέρι λίγο τη βροχή από τη βαριά καμπαρτίνα, και βγάζοντας την, τη δίπλωσε προσεχτικά και την εναπόθεσε σε μια άδεια καρέκλα.
 Ήταν ψιλόλιγνος με τραχιά χαρακτηριστικά, με μύτη λίγο στραβή που του έδινε όψη σκληρή και ετσιθελική. Κάποιος θα μπορούσε από τη φυσιογνωμία του να τον εκλάβει ως άνθρωπο τραχύ, αλλά κάλλιστα και ως ευγενή και τζέντλεμαν. Ήταν καλοντυμένος, και το κοστούμι του έδειχνε καμωμένο από καλής ποιότητας ύφασμα, και από καλό ράφτη κομμένο και ραμμένο. Εξέπεμπε εν ολίγοις, μια αρχοντιά και ανωτερότητα πέραν των συνηθισμένων στάνταρ.
Γύρισε το βλέμμα πάνω τους, και όλοι ένιωσαν τη ματιά το φιλική. Ενθαρρυμένοι τον περιεργάστηκαν, και σαστισμένοι ένιωσαν πως κάτι του θύμιζε. Έμειναν να τον κοιτάζουν λίγο επίμονα, γιατί ναι, σίγουρα κάποθεν τον γνώριζαν, αλλά δεν τον αναγνώριζαν. Μα και αυτός καθώς κατάλαβε την αμφιβολία τους, χαμογελώντας τους έγνεψε πως ναι, είχαν δίκαιο, ήταν ένας παλιός τους γνώριμος.
Ο καφετσιής τον πλησίασε και τον καλωσόρισε με μια θερμή ττόκκα.
 -Είμαι ο μουχτάρης του χωρκού,
του είπε,
-και σε καλωσορίζω. Μα μου φαίνεσαι γνωστός, πολύ γνωστός, μήπως είσαι από τα μέρη μας;
Χαμογελώντας ο ξένος του έγνεψε καταφατικά, και του είπε,
-ναι, είμαι χωριανός σας, σκέψου να δούμε αν με αναγνωρίσεις.
Ο καφετζής τον κοίταξε επίμονα, και του είπε,
-Ναι, έχεις δίκαιο, σε βγάζω από τη μούρη. Είσαι ο γιος του Χαμπή και της Στασούς που έφυγε από το χωριό πριν πολλά χρόνια. 
Ναι, παραδέχτηκε, ήταν αυτός αυτοπροσώπως. Με χαρές τον καλωσόρισαν και όλοι θέλησαν να τον τραττάρουν. Άλλοι ήταν συγγενείς, άλλοι παλιοί γείτονες, και κάποιοι φίλοι της οικογένειας. Παράγγειλε ένα καφέ σκέτο, και μέσα στο δίσκο ο καφετζής, του έβαλε και οκτώ λουκούμια, κεράσματα από τους θαμώνες που μετά τα προκαταρκτικά καλά λόγια που αντάλλαξαν, απανωτά αρχίνησαν να τον ερωτούν. Ήθελαν να μάθουν, η περιέργεια τους έτρωγε. Μέρες τώρα με τον άγριο χειμώνα που δεν τους άφηνε να ξεμυτίσουν από το χωριό, δεν είχαν νέα και ειδήσεις για να συζητήσουν, ούτε θέματα για να ασχοληθούν. Ήταν λοιπόν ο γυρισμός του ξενιτεμένου ένα μεγάλο γεγονός, που γι αυτό μέρες πολλές θα είχαν να συζητούν.
Και ο ξένος με ευχαρίστηση τους είπε πολλά, και είδε πως με ενδιαφέρον τον άκουγαν και κρέμονταν από τα χείλη του, καθώς πολύ ωραία τους τα έλεγε. Ήταν άνθρωπος κοσμογυρισμένος και καλά μορφωμένος, που μπορούσε να διηγείται πολύ όμορφα τα πιο απλοϊκά θέματα και γεγονότα, κάνοντας όσους τον άκουγαν, με ενδιαφέρον να τον παρακολουθούν και με αγωνία να κρέμονται από τα χείλη του.
Τους είπε πολλά εφόσον είδε πως ήθελαν να ακούσουν, και ευχαριστημένος με τη χαρά που τους έδωσε, ρώτησε για το πατρικό του σπίτι αν υπήρχε ακόμα. Ήταν πολύ παλιό με χώμα και λάσπη κτισμένο, και πίστευε πως καθώς πεθαμένοι οι γονείς του και το σπίτι ακατοίκητο, ίσως να είχε καταρρεύσει από την πολυκαιρία. Δεν έπεσε έξω, ναι είχε χαλάσει η στέγη από τις βροχές.
Κάθισε πολλή ώρα στο καφενείο και η συζήτηση δεν έπαιρνε τέλος. Οι απλοί χωρικοί τον άκουγαν με προσοχή μιλώντας πολύ λίγο και ακούγοντας περισσότερο. Έμαθαν για λόγου του όσα αυτός θέλησε να τους πει, και αυτός έμαθε πολλά για τη ζωή στο χωριό, πόσοι έζησαν και πόσοι πέθαναν σε όλη τη διάρκεια που έλειπε στη ξενιτιά.

Εν τέλει η νύχτα ήρθε γρήγορα, και έπρεπε το καφενείο να κλείσει. Κάποιοι που είχαν άδειο κρεβάτι στο σπίτι τους προσφέρθηκαν να τον φιλοξενήσουν, αλλά ο ξένος προτίμησε να μείνει στο μεγάλο ξενοδοχείο στην παραλία του χωριού που κτίστηκε τελευταία, όπως του εξήγησε ο μουχτάρης, ο οποίος προσφέρθηκε με χαρά να τον μεταφέρει με το αυτοκίνητο του εκεί, ώστε να μην γίνει μούσκεμα από τη βροχή που ακόμα έλαμνε σιγανά και ασταμάτητα.